Το πρώτο πολύ θετικό στοιχείο του φετινού ADD ήταν ο αναπάντεχος χώρος διεξαγωγής του. Μπορεί η τοποθεσία όπου βρίσκονται τα γήπεδα ποδοσφαίρου του Ρέντη, δίπλα στο Allou! Fun Park να μην είναι εύκολα προσβάσιμη για πολλούς –ωστόσο η παραγωγή είχε μεριμνήσει, θέτοντας σε λειτουργία ένα shuttle bus από και προς το μετρό του Ελαιώνα, ανά μισάωρο–, μπορεί το σαφάρι αναζήτησης πάρκινγκ στους γύρω δρόμους να αποδείχθηκε ένας μικρός εφιάλτης τις ώρες αιχμής για όσους αποφάσισαν να πάρουν αυτοκίνητο, όμως η επιλογή ενός «off-the-grid» σημείου προσέδωσε ένα σχετικό wow factor – «μα, πού σκεφτήκανε να το φέρουνε;».
Ας το παραδεχτούμε, άλλωστε: η φεστιβαλική μας κουλτούρα είναι περιορισμένη, οι επιλογές χώρων για τη διοργάνωση τέτοιων events είναι εκ των πραγμάτων μετρημένες και οι περιοριστικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν ως ακατάλληλα πολλά από τα προτεινόμενα venues είναι πολλοί. Εν ολίγοις, δεν μπορείς να τικάρεις εύκολα όλα τα κουτάκια, κάτι θα χάσεις.
Στα θετικά χαιρετίζουμε βέβαια και τη βελτίωση διάφορων τεχνικών αστοχιών που είχαν σχολιαστεί έντονα πέρσι. Η μείωση της τιμής της φιάλης νερού στο 1 ευρώ, η αποφυγή των περσινών υψηλών θερμοκρασιών, καθώς «έμπαζε» μαγιάτικη δροσιά από παντού, και βέβαια ο, όπως πάντα, αρτιότατος ήχος και τα εντυπωσιακά visuals (παλιά τέχνη της ομάδας του six d.o.g.s, που δίνει πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα στο Α και το Ω όλων των events τους) συντέλεσαν στην επιτυχία του φετινού ADD σε οργανωτικό επίπεδο.
Εντωμεταξύ, διάβασα αρκετά σχόλια που έκαναν συγκρίσεις με τα άλλα δύο σημεία όπου έχει διεξαχθεί το ADD στο παρελθόν: ναι, η ατμόσφαιρα της βιομηχανικής Πειραιώς 260 είναι μοναδική και, ναι, η εμπειρία του ADD του 2019 στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού έχει μείνει σε όλους αξέχαστη, όμως η διαμόρφωση του χώρου στου Ρέντη, με το open air main stage και τις δύο ημι-ανοιχτές δορυφορικές σκηνές ήταν υποδειγματική και ό,τι πιο κοντά στα διεθνή φεστιβαλικά πρότυπα.
Στα θετικά χαιρετίζουμε βέβαια και τη βελτίωση διάφορων τεχνικών αστοχιών που είχαν σχολιαστεί έντονα πέρσι. Η μείωση της τιμής της φιάλης νερού στο 1 ευρώ, η αποφυγή των περσινών υψηλών θερμοκρασιών, καθώς «έμπαζε» μαγιάτικη δροσιά από παντού, και βέβαια ο, όπως πάντα, αρτιότατος ήχος και τα εντυπωσιακά visuals (παλιά τέχνη της ομάδας του six d.o.g.s, που δίνει πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα στο Α και το Ω όλων των events τους) συντέλεσαν στην επιτυχία του φετινού ADD σε οργανωτικό επίπεδο.
Όσον αφορά το μουσικό κομμάτι, είχα προαποφασίσει ότι θα περιορίσω τα πολλά πηγαινέλα ανάμεσα στα stages και ότι θα επικεντρωνόμουν στο stage A, του οποίου η techno εστίαση με ενδιέφερε περισσότερο. Όπως και έκανα.
Έτσι, παρέμεινα μόνο για λίγο, «αναγνωριστικό» χρόνο για να παρακολουθήσω ονόματα της Παρασκευής, όπως οι Nightmares on Wax (open air) και Roi Perez (stage B), και του Σαββάτου, όπως οι Groove Armada (open air), και την έβγαλα σχεδόν εξολοκλήρου στο stage A.
Το techno line-up λοιπόν είχε ειρμό, συνοχή και σωστή διαδοχή των bpm. Την Παρασκευή ο Marcel Dettmann έδινε μελωδικά και σχετικά χαλαρά vibes (πράγμα που εξηγούσε και τη γενικότερη αρχική χαλαρότητα σε προσέλευση στο συγκεκριμένο stage), προτού δώσει τη σκυτάλη στο μεγάλο όνομα, τον Ben Klock, που για ακόμα μια φορά δεν απογοήτευσε, με ένα μελετημένο σετ.
Το Σάββατο το δίδυμο των Blashka & Allatt πάτησε γκάζια από νωρίς – λογικό, αν γνώριζες αυτό που θα ακολουθούσε. Η εμφάνιση του Patrick Mason ήταν για μένα το highlight όλου του διημέρου: Αυτός ο απίστευτος Γερμανός DJ, designer και influencer ξεκίνησε το σετ του με το «Ready or Not» των Fugees και το ολοκλήρωσε με το «Freestyler» των Bomfunk MC's (δεν έμεινε κινητό που να μη σηκωθεί για να τραβήξει σε βίντεο αυτή την απίστευτη σφήνα), προσφέροντας σε όσους ήταν παρόντες ένα αξέχαστο, ολοκληρωμένο σόου, μια αληθινή «techno extravaganza». Αεικίνητος, δεν σταμάτησε επί μιάμιση ώρα να συνοδεύει με δικά του αυτοσχέδια χορευτικά τις αλλαγές του στα decks, συχνά πηδώντας σε υπερυψωμένο σημείο, επιδιδόμενος σε voguing και άλλες εμπνευσμένες μίνι χορογραφίες. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που πραγματικά ξεχωρίζουν, όταν ένας πολυ-καλλιτέχνης, όπως αυτός, δίνει ρέστα και το καταδιασκεδάζει, καθώς ευχαριστεί το κοινό του.
Στη συνέχεια, οι Kobosil και Deniro το σκοτείνιασαν όσο χρειαζόταν, ενώ καλά σχόλια άκουσα και για τους FJAAK και τη Lolsnake που ολοκλήρωσαν το line-up του συγκεκριμένου stage, πολύ μετά το ξημέρωμα.
Οφείλω να ομολογήσω σε αυτό το σημείο μια προσωπική «παραξενιά» (με την οποία, ωστόσο, γνωρίζω πως συμφωνούν κάποιοι) και μια γενικότερη διαπίστωση για το ADD. Techno και φυσικό φως δεν μου κάθονται καλά ως συνδυασμός, γι’ αυτό και αποχώρησα σχετικά νωρίς φέτος. Ήταν η βασική μου αμφιβολία, καθώς διάβαζα για το νέο venue, ότι δηλαδή η πλήρης ανάπτυξη του φεστιβάλ σε εξωτερικούς, «διαμπερείς» χώρους θα λειτουργούσε «ξενερωτικά» κατά τις πρωινές ώρες. Γνωρίζω, βέβαια, πως αυτό συμβαίνει και στις περισσότερες μεγάλες, υπαίθριες, διεθνείς φεστιβαλικές διοργανώσεις, οπότε ίσως να μην είμαι συνηθισμένος στη φάση «ηλιόλουστη hardcore techno», ωστόσο εξακολουθώ να συνδυάζω αυτού του είδους τη μουσική με το σκοτάδι και την (τεχνητή, έστω) αίσθηση της νύχτας.
Τούτων λεχθέντων, πιστεύω πως μελλοντικά πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στον techno προσανατολισμό του ADD. Η λογική που απαιτεί ονόματα-κράχτες από τον ευρύτερο χώρο της ηλεκτρονικής σκηνής (ακόμα και από το βαθύ παρελθόν της, βλ. Groove Armada) για το main stage και house (σε όλα τα παρακλάδια της) εστίαση στο stage B μπορεί να ακούγεται εμπορικά η πιο συμπεριληπτική επιλογή, όμως η techno σκηνή πλέον έχει περάσει σαφώς στη σφαίρα του mainstream, περιλαμβάνει σούπερ σταρ που λατρεύει το ελληνικό κοινό και μια ολόκληρη νέα γενιά Ελλήνων DJs που την εκπροσωπούν επάξια και μπορούν να συμπληρώσουν τα slots, έχει να επιδείξει τρομερά ενδιαφέροντες πειραματισμούς και εξωγήινα μουσικά υβρίδια και μπορεί σίγουρα να υποστηρίξει τουλάχιστον το ήμισυ του συνολικού line-up, αν όχι το βασικό stage μιας διοργάνωσης σαν το ADD.
Με άλλα λόγια, είναι κρίμα οι rush hours των δύο ημερών στο techno stage να καταλαμβάνονται από δύο περσινά ονόματα (Ben Klock και Kobosil) σε reverse ημέρες, Παρασκευή αντί για Σάββατο και αντίστροφα.
Αντιλαμβάνομαι πως η αρχική ιδέα του ADD είναι να ερευνά όλο το φάσμα της ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά αυτήν τη στιγμή η techno θεωρώ πως αξίζει το μεγαλύτερο spotlight (με παρόμοιο τρόπο που πριν από δέκα χρόνια η deep house ήταν «the thing») και όχι θέση δορυφόρου, τόσο σε χώρο όσο και σε μεγάλα ονόματα, που έρχονται μεν, πλέον, στην Αθήνα σχεδόν κάθε weekend, καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, σε μεμονωμένα events που ξεπουλάνε, δεν έχουμε όμως την ευκαιρία να τα απολαμβάνουμε στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ όπως το ADD, που πλέον έχει κατακτήσει σταθερή θέση στο πολιτιστικό καλεντάρι του Μαΐου, ακούει το κοινό του, μαθαίνει από τις αστοχίες του και μεγαλώνει όμορφα, χρόνο με τον χρόνο.