ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '50 ο James Baldwin μετακόμισε σε ένα ελβετικό χωριό στις Άλπεις, παίρνοντας μαζί του δυο δίσκους της Bessie Smith και μια γραφομηχανή. Εκεί τελείωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, το Go tell it on the mountain(1953), το οποίο αποδίδει κυρίως στους μπλουζ επιτονισμούς της τραγουδίστριας: «Ήταν η Bessie Smith, ο τόνος και o ρυθμός της που με βοήθησαν να βρω τον τρόπο που θα έπρεπε να μιλήσω ο ίδιος... και να θυμηθώ τα πράγματα που άκουσα, που είδα και ένιωσα. Τα είχα θάψει πολύ βαθιά» έγραψε ο Baldwin.
Για τον επιφανή Αμερικανό συγγραφέα η μουσική αποτελούσε μια παραγωγική, αποκαλυπτική πηγή έμπνευσης που θα μπορούσε να κρατήσει μυστική.
«Η playlist ακούγεται σαν βάλσαμο όταν γράφει κάποιος» είπε ο Onyewuenyi στο Hyperallergic, που έφτιαξε τη συλλογή με τίτλο «Chez Baldwin» και σκοπό να αφυπνίσει, μέσω αυτής, μια νέα γενιά συγγραφέων.
Το έργο, τελικά, ήταν αντιπροσωπευτικό αυτού που ο Onyewuenyi χαρακτηρίζει ως το μεταγενέστερο στυλ του Baldwin, «όπου η σεξουαλικότητά του –παλιότερα μυστική και εμφανής αποκλειστικά στα βιβλία του– ξεπηδούσε στα κείμενα και στα θεατρικά του».
«Ο Baldwin αναφερόταν στο γραφείο του ως μια "αίθουσα μαρτυρίου". Όλοι έχουμε βιώσει το writers block, όταν το να γράψεις μια λέξη στο χαρτί μοιάζει με αφαίμαξη. Αυτό το μαρτύριο ο Baldwin το ξεπερνούσε με αυτούς τους δίσκους».
Ο Onyewuenyi δημιούργησε μια συλλογή, καθώς έκανε έρευνα για το Welcome Table, το θεατρικό που δούλευε μέχρι τον θάνατό του. Υπάρχουν τέσσερα προσχέδια του έργου, με την ιστορία να αλλάζει από προσχέδιο σε προσχέδιο: η αρχική βερσιόν χρονολογείται στο 1967 και αντλεί έμπνευση από τη δεκαετία που ο Baldwin βρισκόταν σε εξορία στην Τουρκία. Έξι χρόνια μετά και έπειτα από μια συνάντηση με τον ακαδημαϊκό Henry Louis Gates Jr και την ηθοποιό Josephine Baker στο σπίτι του στη Νότια Γαλλία το έργο πήρε διαφορετική κατεύθυνση – η Baker και ο Gates θα του εμπνεύσουν τους δυο βασικούς χαρακτήρες.
Το έργο, τελικά, ήταν αντιπροσωπευτικό αυτού που ο Onyewuenyi χαρακτηρίζει ως το μεταγενέστερο στυλ του Baldwin, «όπου η σεξουαλικότητά του –παλιότερα μυστική και εμφανής αποκλειστικά στα βιβλία του– ξεπηδούσε στα κείμενα και στα θεατρικά του». Καθώς εξερευνά θέματα όπως ο ερωτισμός, τα φύλα, η φυλή και η εθνικότητα, το Welcome Table είναι το μόνο κείμενό του που κάνει αναφορά στην κρίση του HIV/AIDS.
Ο Onyewuenyi είδε διάφορες φωτογραφίες από τη συλλογή δίσκων του Baldwin όταν τις πόσταρε το Maison Baldwin, ένας κερδοσκοπικός οργανισμός που ασχολείται με τη διατήρηση της κληρονομιάς του συγγραφέα στη Νότια Γαλλία.
«Βλέποντας τις φωτογραφίες του σπιτιού του Baldwin, κόλλησα στους δίσκους, στην ηχητική τους ατμόσφαιρα, βρίσκοντας έναν τρόπο να γεμίσω τον χώρο αλλά ταυτόχρονα να επιτρέψω στο δωμάτιο να παραμείνει κενό. Επιπλέον, το να διαβάζεις τα βιβλία και τα κείμενα που έγραψε όταν ζούσε στην Προβηγκία, ακούγοντας τους δίσκους, ήταν κάτι που με μετέφερε εκεί» είπε ο Onyewuenyi.
Δεν υπάρχουν όλοι οι δίσκοι του Baldwin στο Spotify. Τα «When the night comes» του Lou Rawls (1983) και «Sweet & Sound Tears» (1964), και τα δυο στη συλλογή του συγγραφέα, λείπουν από την playlist επειδή δεν υπάρχουν στη μουσική πλατφόρμα, αλλά ο Onyewuenyi λέει ότι «υπάρχει κάτι γοητευτικό σε μια ελλιπή playlist».
Με στοιχεία από το Hyperallergic