Η Inner Ear δεν το βάζει κάτω. Και με τις πιο πρόσφατες παραγωγές της, κλεισμένες πάντα σε ωραίες συσκευασίες βινυλίων, επιχειρεί να περιγράψει όψεις του σύγχρονου εγχώριου ροκ, παρέχοντας χώρο σε δυνατά ονόματα. Οι δύο νέες κυκλοφορίες της το αποδεικνύουν…
NIGHT KNIGHT
God Is a Motherfucker
Διπλό ελληνικό LP με 11 tracks. Ένα το κρατούμενο… σε σχέση και με το πώς αναπτύσσεται η σύγχρονη ελληνική δισκογραφία (αγγλόφωνη ή ελληνόφωνη, δεν έχει σημασία). Ξεκινάμε δηλαδή από ’κει, λίγο πριν πάμε στα πιο μέσα – στα τραγούδια του Night Knight εννοούμε, που δεν είναι άλλος από τον ντράμερ Σεραφείμ Γιαννακόπουλο.
Ποιος είναι αυτός; Εντάξει, το ονοματεπώνυμο μπορεί να μην λέει ακόμη πολλά, αλλά αν πούμε πως πρόκειται για τον Syke από τους Planet of Zeus τότε σίγουρα ορισμένοι θα πάρουν γραμμή. Και τι εστί Planet of Zeus, για όσους ακόμη δεν έχει τύχει να τους προσέξουν; Το εξής (και με αφορμή το άλμπουμ τους “Macho Libre”, που είχε τυπωθεί το 2011): Σκληρό rock, με στοιχεία southern, μετάλλου, αλλά και με μιαν… αλήτικη αύρα να περιπλέκει το σύστημα, όχι και πολύ διαφορετική από τη γνωστή των Motorhead ή τη λιγότερο γνωστή των Dumpy’s Rusty Nuts. Αυτά είναι τα βασικά, πριν από τα «στονεράδικα» δηλαδή και όλα τα υπόλοιπα…
Έχει σχέση ο ήχος τού Night Knight μ’ εκείνον των Planet of Zeus; Και ναι, και όχι. «Ναι» στη βάση του, στη ρίζα του, στη ροκάδικη riff-ολογία του, και «όχι», γιατί εδώ η φόρμα δεν είναι το hard/ southern/ metal/ stoner απαραιτήτως, αλλά συχνά κάτι τελείως διαφορετικό. Κάτι άλλο. Να… οι Neil Young & Crazy Horse του “Rust Never Sleeps” (1979) για παράδειγμα, ή έστω οι Black Keys.
Έχει κάτι το απόκοσμο και μοναχικό αυτό το "God Is a Motherfucker" στη μεγαλύτερη διάρκειά του. Βγαίνει στο ξέφωτο κάποιες φορές, δεν υπάρχει λόγος, αλλά στον περισσότερο χρόνο του κινείται υπογείως, ή έστω... εσωψύχως. Και το κυριότερο; Είναι ένα άλμπουμ που, παρ' όλη την όποια-κάποια διάρκειά του, σε κρατάει.
Πάντως, και σε κάθε περίπτωση, η «αμερικανιά» υψώνεται πάνω από τις συνθέσεις και τα τραγούδια του Night Knight στο double LP (είχε προηγηθεί το CD στην Ihaveadrum Records), τραγούδια που είναι γερά, σφιχτά, δυνατά και που αν υπολείπονται κάπου –αν λέω– είναι στα φωνητικά, που, προσωπικώς, θα τα ήθελα ακόμη πιο πειστικά (σε κάποια τουλάχιστον από τα tracks). Και τούτο το σημειώνω, επειδή η απόπειρα του Γιαννακόπουλου στο “God Is a Motherfucker” πείθει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Από το εξώφυλλο και την εικονιζόμενη μασκοφόρα περσόνα του, μέχρι τις μουσικές και τους στίχους του –δηλαδή τα τραγούδια του– καθότι κομμάτια σαν τα “Turned back blues”, “The story of a fool”, “Hang me out to dry”, “Turn back time” και “Nadia” δεν τ’ ακούς κάθε μέρα σε ελληνικό βινύλιο.
Έχει κάτι το απόκοσμο και μοναχικό αυτό το “God Is a Motherfucker” στη μεγαλύτερη διάρκειά του. Βγαίνει στο ξέφωτο κάποιες φορές, δεν υπάρχει λόγος, αλλά στον περισσότερο χρόνο του κινείται υπογείως, ή έστω… εσωψύχως. Και το κυριότερο; Είναι ένα άλμπουμ που, παρ’ όλη την όποια-κάποια διάρκειά του, σε κρατάει. Γιατί τα τραγούδια είναι σωστά κατανεμημένα στα δύο βινύλια (αυτό είναι το πρακτικό), αλλά και γιατί ο Night Knight γράφει πολύ προσωπικά, σ’ αυτό το αισθηματικό/κοινωνικό πεδίο που πλανιέται, σαν να λέει συνεχώς μια… τελευταία λέξη.
Και την λέει. Όπως ακριβώς την νοιώθει και του βγαίνει (“vocals, guitars, bass and drums performed by Serafeim Giannakpoulos” όπως διαβάζουμε και στο innersleeve).
THE CALLAS
Half Kiss Half Pain
Ακούγοντας το “Half Kiss Half Pain”, τελευταίο LP των Callas στην πατρινή εταιρεία, αισθάνθηκα να με ανεβάζει στα ύψη ένα… ροκ κύμα. Δεν είμαι σίγουρος πώς πρέπει να το πω αλλιώς αυτό, ή να το τεκμηριώσω. Θα το επιχειρήσω όμως... Ένοιωσα, ας πούμε, να περνούν από μπροστά μου διακεκριμένα στιγμιότυπα πέντε ροκ δεκαετιών – και όχι απλώς να περνούν, αλλά και κάθε φορά να πακτώνονται γερά εντός μου. Να μην γράψουμε τώρα για Velvet Underground και γενικότερα για underground, να μην αναφερθούμε στις αρχέτυπες τραγουδοποιίες του Lou Reed ή του Syd Barrett, να μη μιλήσουμε για τους άλλους τόνους του Leonard Cohen, ή τους ακόμη πιο άλλους των Neu!, για… post τέλος πάντων, ξανά-μανά αναβιώσεις και τα ρέστα.
Εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να πούμε είναι πως έχουμε μπροστά μας ένα εξαίρετο συγκρότημα, που με το “Half Kiss Half Pain” κατακτά ακόμη μία αισθητική κορφή – αν υποθέσουμε πως μιαν άλλη ήταν εκείνη του “Am I Vertical?” [Inner Ear, 2013].
Και όντως δηλαδή – καθότι το πιο πρόσφατο LP είναι πυκνότερο και πιο γεμάτο από το προηγούμενο, κάτι που οφείλεται όχι μόνο στην παραγωγή του Jim Sclavunos (ο ίδιος ήταν πίσω και από το “Am I Vertical?”), αλλά και στο ακόμη πιο σφιχτό δέσιμο της line-up, με τις Χρυσάνθη Τσουκαλά κιθάρες, φωνητικά και Μαριλένα Πετρίδου ντραμς να πλαισιώνουν ιδανικά τους Ιωνάδες, τον Άρη (φωνή, κιθάρες) και τον Λάκη (μπάσο). Το δυνατό σημείο των Callas είναι, πρωτίστως, οι χωνεμένες αναφορές, και από ’κει και πέρα η επέκτασή τους στη σφαίρα του «προσωπικού» – κάτι που, σε κάθε περίπτωση, συνεπάγεται ταλέντο και δουλειά.
Το δυνατό σημείο των Callas είναι, πρωτίστως, οι χωνεμένες αναφορές, και από 'κει και πέρα η επέκτασή τους στη σφαίρα του «προσωπικού» – κάτι που, σε κάθε περίπτωση, συνεπάγεται ταλέντο και δουλειά.
Στο κομμάτι της σύνθεσης ξεχωρίζουν οι απλές, κατανοητές μελωδίες, που ρέουν με μεγάλη άνεση, και φυσικά τα ανεβάσματα και τα κατεβάσματα στο τέμπο, που είναι εντελώς λειτουργικά, απογειώνοντας, πολλάκις τα κομμάτια (“Sad erection” – τι τραγούδι!). Περαιτέρω, τα συμπυκνωμένα μελωδικά στοιχεία σ’ ένα track, όπως στο “Cut” για παράδειγμα (εκεί όπου ακούς δύο τραγούδια ενσωματωμένα σε ένα – υπάρχει ένα δόσιμο από την πλευρά των Callas σε γενικές γραμμές, και αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει), τα απολύτως εκφραστικά παιξίματα και φυσικά το αυτοδύναμο κεφάλαιο των φωνητικών (“Half kiss half pain”), που συναποτελούν, όλα μαζί, ένα εντελώς μελετημένο τραγουδοποιητικό βιβλίο (πείτε το και songbook – αν και πρόκειται για λέξη δανεισμένη από αλλού).
Τι άλλο είναι; Οι στίχοι των Callas, που επιχειρούν να περιγράψουν αυτό το σύγχρονο δαιδαλώδες «εσωτερικό» και κοινωνικό σκηνικό με λόγια (αγγλικά) απλά, δίχως να καταφεύγουν σε εξεζητημένες λεκτικές καταστάσεις. Σ’ αυτό δεν τους βοηθά μόνο η κατανόηση της ξένης γλώσσας, αλλά και η ωραία χρήση της ρίμας, που δίνει στα κομμάτια, ακόμη και όταν τα διαβάζεις, ένα αρχικό ξεπέταγμα. Ούτε αυτό το συναντάς κάθε μέρα…
Τι ακόμη είναι; Ο τρόπος που αρθρώνονται τα tracks, το πώς ακολουθεί το ένα το άλλο, οι εναλλαγές (συναισθηματικές ή άλλες) που προτείνονται μέσω αυτής της άρθρωσης και βεβαίως το επιστέγασμα όλων –για να επανέλθουμε στο σημείο εκκίνησης– η ευφορία που νοιώθεις ως ακροατής μετά απ’ αυτή την ισορροπημένη, από κάθε άποψη, ακρόαση.
Θα χαρακτήριζα το “Half Kiss Half Pain” ένα τέλειο… επιστημονικό άλμπουμ, αν η συγκεκριμένη λέξη («επιστημονικό») δεν ήταν εντελώς παρεξηγημένη.
Επαφή: www.inner-ear.gr
σχόλια