ΤΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΤΖΙΡΙΤΑ
Αυτό που διαπιστώσαμε και στην καλοκαιρινή επίσκεψη του Καναδού star στην Αθήνα είναι η προσπάθεια του να μπει σε περιοχές ήχου που μάλλον τις έχει αντιληφθεί από ένα πρίσμα πλασματικό. Η όπερα του για την Κάλλας (πέραν της φτωχής αισθητική της επί σκηνής) ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα copy paste μερικών μέτρων από έργα του Kurt Weil και στις υπόλοιπες απλώς μια βαρετή επανάληψη μονόχνοτων πρελουδίων του Βέρντι.
Γι αυτό και το code red χτύπησε κατευθείαν με το που μάθαμε περί της έκδοσης του δίσκου “Take All My Loves - 9 Shakespeare Sonnets” στην Deutsche Grammophon.
Καταρχάς, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Rufus καταγίνεται με τα σονέτα του Shakespeare. Το 2002, όταν ο μακαρίτης Alan Rickman έστησε ένα δίσκο με γνωστούς του από το χώρο της ηθοποιίας αλλά και από έναν ευρύτερο κύκλο μουσικών δίσκο, πάνω σε κείμενα του Άγγλου δραματουργού ο Wainwright είχε συμμετάσχει με το Σονέτο 29, το οποίο εμφανίζεται και τον δίσκο που μόλις εξέδωσε με σημαντικότατες διαφορές όμως. Τότε τραγουδούσε ο ίδιος συνοδεία πιάνου και μαντολίνου, σήμερα μας δίδει μια άλλη ενορχήστρωση με χαμηλές συχνότητες όπου και τραγουδά σε σαφώς πιο pop δρόμους (αλλά στην ίδια μελωδία) η πάντα συμπαθής Florence Welch.
Ο Rufus δεν κατέβηκε αδιάβαστος στο studio, αν μη τι άλλο σε λογοτεχνικό επίπεδο. Αυτό που δεν κατάφερε να μας αποδείξει είναι το γιατί επέλεξε τα σονέτα. Για την αποδεδειγμένη λογοτεχνική και γλωσσική τους αξία ή για την ιδιαιτερότητα του σεξουαλισμού τους;
Το εξώφυλλο το λες πολύ άνετα κακόγουστο. Όχι επειδή ο Rufus καμώνεται την Ελισάβετ Α' (1533-1603) στο εξώφυλλο (και μάλιστα μιμούμενος το πρότυπο του σε αποτυπώσεις της από τα ύστερα χρόνια της, κοντά στο 1600), αλλά επειδή είναι απλά κακό στις λεπτομέρειες το τελικό αποτέλεσμα. Ωστόσο η επιλογή της Ελισάβετ δεν είναι τυχαία. Στην εποχή της βασιλείας της γεννήθηκε και έζησε ο Shakespeare (1564-1616) και τα σονέτα είναι το τελευταίο του έργο που δημοσιεύτηκε ενόσω ζούσε. Η ελευθεριότητα που επικρατούσε στην εποχή της Ελισάβετ (κάτι που στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό) ενέπνευσε τα σονέτα στην πλατφόρμα της σεξουαλικής ανοχής που ευαγγελίστηκαν. Μεγάλο μέρος των συνολικών 157 σονέτων έχουν ως αποδέκτη ένα αντρικό αντικείμενο του πόθου.
Για όσους αποτελεί έκπληξη, αν όχι μυστήριο, η ετικέτα της Deutsche Grammophon σε ένα τέτοιο εγχείρημα να θυμίσουμε ότι η εταιρεία τα τελευταία χρόνια έχει κάνει άνοιγμα σε pop καλλιτέχνες που διαβαίνουν το κατώφλι της λόγιας μουσικής και τρανταχτά παραδείγματα είναι ο Elvis Costello και ο Sting μόνο που σε καμία περίπτωση ο Καναδός δεν πλησίασε τον πήχη αμφότερων στο τελικό του αποτέλεσμα. Το Take All my Loves ακούγεται χωρίς συνεκτικούς ηχητικούς πλοηγούς και ακόμα και οι καλεσμένοι (ουκ ολίγοι, βλέπε παρακάτω) δεν καταφέρνουν να αποτελέσουν συνεκτική ύλη για στο πόνημα του Rufus. Ο δίσκος πελαγοδρομεί ανάμεσα σε spoken word (Carrie Fisher), pop ελεγείες, πεπερασμένα εφέ στα μικρόφωνα (William Shatner), οπερετικές απόπειρες (Anna Prohaska) και new age περάσματα (όπως στο αχαρακτήριστο Sonett 43 με τη φωνή της Sian Phillips). Και αυτά δε φτάνουν επ' ουδενί για να αναδειχθεί ενιαίο concept όπως θέλει ο αγαπητός Rufus.
Ο Rufus δεν κατέβηκε αδιάβαστος στο studio, αν μη τι άλλο σε λογοτεχνικό επίπεδο. Αυτό που δεν κατάφερε να μας αποδείξει είναι το γιατί επέλεξε τα σονέτα. Για την αποδεδειγμένη λογοτεχνική και γλωσσική τους αξία ή για την ιδιαιτερότητα του σεξουαλισμού τους; Για άλλη μια φορά έβαλε την προβολή της προσωπικότητας του πάνω από το ίδιο το δημιούργημα.
Ο Στυλιανός Τζιρίτας είναι μουσικός δημοσιογράφος/εκτελεστής μουσικής.