Έχουν υπάρξει πολλές σπουδαίες φωνές στην ιστορία του ροκ. Βέβαια, υπάρχει κι αυτή του Robert Plant, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο από μόνη της. Ο θρυλικός Βρετανός μουσικός έχει στιγματίσει με τα φωνητικά του μερικά από τα πιο συγκλονιστικά τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ. Τα γνωρίζουμε και τα έχουμε ακούσει όλοι με κάποιον τρόπο. Το «Stairway to Heaven», το «Whole lotta love» και το «Kashmir» είναι μερικές μόνο από τις πιο δημοφιλείς και μαγικές συνθέσεις των Led Zeppelin που ο ίδιος ανύψωσε σε άχρονους τραγουδιστικούς μύθους με τις «επίχρυσες» φωνητικές του χορδές. Αν υπάρχει όμως κάτι ακόμα που διαχωρίζει τον Plant από τους υπόλοιπους δοξασμένους συνομηλίκους του είναι πως απεχθάνεται την άγονη νοσταλγία για το παρελθόν. Προτιμά να εμπνέεται από τα συνεχή ερεθίσματα που του προσφέρουν οι έντονοι καιροί που ζούμε και από τα αμέτρητα βιώματά του, έτσι ώστε να συνεχίσει να δημιουργεί ως ένας άνθρωπος που ακόμη βράζει μέσα του ο ενθουσιασμός της ανακάλυψης νέων, άγνωστων, ηχητικών τόπων και πιθανοτήτων. Στις σπάνιες συνεντεύξεις που δίνει πια αποφεύγει να συζητήσει οτιδήποτε σχετίζεται άμεσα με τους Led Zeppelin και έχει αρνηθεί επανειλημμένως να επανασυνδεθεί με τους παλιούς του φίλους Jimmy Page και John Paul Jones για να θυμηθούν τα περασμένα μεγαλεία, να αρπάξουν αμύθητα ποσά και να προστεθούν στην κατηγορία των δεινοσαύρων του ροκ που τόσο έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε.
Αντίθετα, ο σχεδόν 70χρονος Plant σιχαίνεται την παρελθοντολογία, κάτι που αποδεικνύει έμπρακτα ακόμα μία φορά με το νέο του, εντέκατο προσωπικό και εικοστό τέταρτο συνολικά άλμπουμ της καριέρας του, αν συνυπολογίσουμε τους δίσκους των Led Zeppelin και των υπόλοιπων συνεργασιών του, που κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα με τίτλο «Carry Fire». Πράγματι, μέσα από τα τραγούδια του δίσκου διαφαίνεται αυτή η φλόγα που όχι απλώς σιγοκαίει αλλά θεριεύει στην ψυχή του Plant. Είναι ουσιαστικά ένας heavy folk-rock δίσκος, ο οποίος μπολιάζεται με την αγάπη του αειθαλούς καλλιτέχνη για τους ανατολίτικους ρυθμούς, τη μουσική παράδοση της Βόρειας Αφρικής, τα σκονισμένα αμερικανικά μπλουζ και τα τραγούδια προσφυγιάς των Κελτών προγόνων του. Με τις γλυκές μελωδίες και τα τόσο γήινα φωνητικά με τα οποία τις ντύνει, μακριά από το ανούσιο κυνήγι των εντυπώσεων, αφηγείται ζεστές ιστορίες αγάπης και συντροφικότητας («Α way with words»), φιλοσοφεί πάνω στο χειμαρρώδες πέρασμα του χρόνου («Season's Song»), σχολιάζει πλαγίως το μεταναστευτικό («Carving up the world again») και διαιωνίζει τις λατρεμένες εμμονές του με τον κόσμο του Tolkin και την ουαλική μυθολογία. Είναι μια συλλογή γενναιόδωρων τραγουδιών που υμνούν την κυκλικότητα της ζωής και την ιδέα της αυθεντικής τραγουδοποιίας.
Ο Βρετανός τραγουδιστής έχει ψηφιστεί 15ος στη σχετική λίστα του «Rolling Stone» με τους καλύτερους ερμηνευτές όλων των εποχών, αλλά έχει πάρει και κάποια εντελώς «κουλά» βραβεία, όπως αυτό του καλύτερου ανδρικού στήθους του 1971 από το μουσικό περιοδικό «Creem».
Σήμερα ο Robert Plant μένει στο Shatterford, ένα μικρό χωριουδάκι της βρετανικής επαρχίας κοντά στα σύνορα με την Ουαλία, που λατρεύει και συνεχώς επισκέπτεται για αναψυχή, έμπνευση και επαφή με την αρχέγονη πλευρά της φύση. Έχουν γραφτεί άπειρα για τους Led Zeppelin και τη θέση του Plant μέσα σε αυτούς, αλλά συνειδητοποιώ πως η ιστορία της ζωής του πριν και μετά το γκρουπ δεν έχει καταγραφεί εκτενώς. Ο χαρισματικός μουσικός ήρθε στη ζωή τον Αύγουστο του 1948 στο West Bromwich της Αγγλίας. Ο πατέρας του Robert C. Plant ήταν μηχανικός στη Βρετανική Πολεμική Αεροπορία και η μητέρα του Annie Celia Plant είχε ρίζες Ρομά.
Ουσιαστικά μεγάλωσε σε μια μικρότερη πόλη, το Kidderminster, και εκδήλωσε ενδιαφέρον για τα μπλουζ, το rock'n'roll και το τραγούδι από πολύ μικρή ηλικία. Θυμάται, μάλιστα, ο ίδιος να προσποιείται πως είναι ο Έλβις και να πηγαίνει σε συνοικιακές παμπ για να ακούσει τον Sonny Boy Williamson, έναν από τους μουσικούς ήρωές του. Στα 16 παράτησε το πατρικό και την εκπαίδευση του ως ορκωτού λογιστή για να κυνηγήσει τη μουσική καριέρα. Έπαιξε σε διάφορες άσημες μπάντες της εποχής και σε μία από αυτές ήρθε σε επαφή με τον John Bonham, τον μετέπειτα ντράμερ των Led Zeppelin.
Η ιστορία θέλει τον Jimmy Page, που έπαιζε ήδη στους Yardbirds, να ψάχνει για έναν νέο τραγουδιστή και στην αναζήτησή του να πέφτει πάνω σε μια ερμηνεία του «Somebody to Love» των Jefferson Airplane από τον Plant. Ο θρυλικός κιθαρίστας μαγεύτηκε από τα φωνητικά του τελευταίου και του ζήτησε να συμμετάσχει στη νέα του μπάντα ως ερμηνευτής, με τον John Bonham στα ντραμς και τον John Paul Jones στο μπάσο και στα πλήκτρα. Έτσι προέκυψαν το 1968 οι New Yardbirdsή, λίγο μετά, οι Led Zeppelin. Ο τρόπος που το συγκρότημα πήρε την κληρονομιά των μπλουζ και την «ηλέκτρισε» για να γεννηθεί το heavy metal είναι κομβικός στη σύγχρονη μουσική ιστορία. Η συμβολή του Plant ήταν μέγιστη φυσικά και έχουν ειπωθεί τα πάντα σε λευκώματα και ενδελεχή άρθρα για τη σημασία του γκρουπ.
Ο Βρετανός τραγουδιστής έχει ψηφιστεί 15ος στη σχετική λίστα του «Rolling Stone» με τους καλύτερους ερμηνευτές όλων των εποχών, αλλά έχει πάρει και κάποια εντελώς «κουλά» βραβεία, όπως αυτό του καλύτερου ανδρικού στήθους του 1971 από το μουσικό περιοδικό «Creem». Όσο ήταν μέλος του εμβληματικού γκρουπ τού συνέβησαν κάποια άσχημα περιστατικά. Αρχικά, είχε έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό μαζί με την πρώην γυναίκα του Mορίν σε αυτοκινητικό στη Ρόδο το 1975, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, και μετά από δύο χρόνια έχασε τον γιο του Karac, ο οποίος έφυγε σε ηλικία 5 ετών. Αυτό ήταν ένα γεγονός με αφορμή το οποίο έγραψε πολλά τραγούδια, με πιο χαρακτηριστικό το «All my love» που βρίσκεται στο τελευταίο επίσημο άλμπουμ των Led Zeppelin.
Ο θάνατος του καλύτερού του φίλου John Bonham οδήγησε στη διάλυση του γκρουπ τον Δεκέμβριο του 1980. Το γεγονός αυτό στοίχισε στον Plant, ο οποίος σκέφτηκε ακόμα και την πιθανότητα να εγκαταλείψει τη μουσική δράση και γίνει καθηγητής. Αυτό, βέβαια, δεν συνέβη ποτέ. Μέχρι σήμερα ο Robert Plant έχει καταφέρει πολλά στη δεύτερη φάση της καλλιτεχνικής του ζωής: συμμετείχε σε ένα super group, τους Honeydrippers, μαζί με τον Jimmy Page και τον Jeff Beck, έχει συνεργαστεί με τον Phil Johnstone σε τρεις προσωπικούς του δίσκους, ένωσε τις δυνάμεις του ξανά με τον Jimmy Page ως No Quarter τη δεκαετία του 1990 για την κυκλοφορία δύο δίσκων επηρεασμένων από τη μουσική παράδοση του Μαρόκου, έχει κερδίσει Grammy για τον υπέροχο δίσκο «Raising Sand» μαζί με την Alison Krauss και τώρα πια, με τους Sensational Space Shifters στο πλευρό του, δημιουργεί μερικούς από του καλύτερους δίσκους της προσωπικής του καριέρας.
Μπορεί να υπέκυψε μία φορά σε μια πολύ σύντομης διάρκειας επανένωση των Led Zeppelin, για ένα δίωρο live τον Δεκέμβριο του 2007, αλλά από τότε έχει παραμείνει αμετακίνητος στην άρνησή του για ένα πιθανό tour που θα του απέφερε εκατομμύρια δολάρια, στραμμένος στο μέλλον και τις νέες ιδέες. Ο Jimmy Page μπορεί να νιώθει απογοητευμένος από την αδιαλλαξία του Plant, αλλά ο τελευταίος φαίνεται να τα έχει πολύ καλά με το παρελθόν και την υστεροφημία του για να κάνει το χατίρι στον φίλο και παλιό του συμπαίχτη. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε πρόσφατα για το πώς σκοπεύει να γιορτάσει την 50ή επέτειο από την ίδρυση των Led Zeppelin, απάντησε αφοπλιστικά «θα γιορτάσουμε με τους ζωντανούς», αφήνοντας απειροελάχιστα περιθώρια για μια μελλοντική επανένωση. Ο Robert Plant φυσικά αγαπάει τους παλιούς του φίλους και τη σπουδαία μπάντα στην οποία ανήκε κάποτε, αλλά είναι γεμάτος με τόσες νέες ιδέες και όρεξη για ζωή, που το παρελθόν δεν μπορεί να τον κρατήσει πίσω με τίποτα. Είναι μία από τις λαμπρές εξαιρέσεις της γενιάς του και με κάθε νέο δίσκο του διατηρεί τον ίδιο σεβασμό που ενέπνεε πάντοτε στους φαν του.