Σε κάποια κείμενα που έχω υπ’ όψη μου από παλιά, αφιερωμένα στον Ιταλό μαέστρο Piero Piccioni (Πιέρο Πιτσόνι 1921-2004), δημοσιευμένα σε περιοδικά του εξωτερικού, στο Soundtrack ας πούμε ή το Il Giaguaro, έχω παρατηρήσει πως όσοι γράφουν για ’κείνον σπανίως, ή μάλλον, ποτέ, δεν αναφέρουν το όνομα του Ennio Morricone. Περίεργο… αν και από μια πλευρά μοιάζει λογικό κάτι τέτοιο.
Και οι δύο αποτελούν τα ιερά τέρατα του ιταλικού soundtrack –ο Piccioni, όπως αναφέρει ο Claudio Fuiano στην επανέκδοση τού άλμπουμ “Fumo di Londra” έχει γράψει μουσικές σε περισσότερες από 300 ταινίες, αν και ο IMDb.com αναφέρει… μόλις 193–, και οι δύο έζησαν στην ίδιαν εποχή, διεκδικούσαν τις ίδιες δουλειές, ήταν το ίδιο ταλαντούχοι (μέσα στη διαφορετικότητά τους), είχαν το ίδιο ανοιχτό πνεύμα στις ενορχηστρώσεις, δεν έβλεπαν καμία διαφορά, όσον αφορούσε στη δουλειά τους, ανάμεσα σε μια κωμωδία με τον Alberto Sordi ή σ’ ένα giallo, συνεργάζονταν με τους ίδιους σκηνοθέτες ή τεχνικούς, απευθύνονταν στο ίδιο κοινό. Συνεπώς, οι καριέρες τους, έπρεπε να είναι καλά περιφρουρημένες.
Μια βουτιά στο έργο τού κινηματογραφικού συνθέτη Piero Piccioni θα μας δώσει την ευκαιρία να θυμηθούμε, από την μια μεριά, καταπληκτικά σάουντρακ και από την άλλη... μικρές και μεγάλες ταινίες, που έγραψαν την ιστορία του ιταλικού και κατ' επέκταση του ευρωπαϊκού σινεμά.
Δεν γνωρίζω αν μεταξύ τους υπήρχε κάποια κόντρα, φανερή ή λιγότερο φανερή, αν αντάλλασσαν «καλημέρα» όπως λέμε ή όχι, γνωρίζω όμως πως στον «τρελό» κόσμο των συλλεκτών είναι δύσκολο να συναντήσεις κάποιον που να μαζεύει μετά μανίας, συγχρόνως, τις δουλειές του ενός και του άλλου…
Παρ’ όλα αυτά Picconi και Morricone έχουν συνεργαστεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους (πιθανώς να υπάρχουν κι άλλες) κι αυτή ήταν στο soundtrack του “Fumo di Londra”, όταν ο Morricone ενορχήστρωσε το “You never told me”, που ανοίγει το OST. Στο ίδιο OST συμμετείχαν οι Cantori Moderni του Alessandro Alessandroni, καθώς και η Edda dell’ Orso, όλοι συνεργάτες (και) του Morricone. Φαίνεται λοιπόν πως οι δύο μαέστροι δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν.
Το ενδιαφέρον για τον Piccioni αρχίζει να αναθερμαίνεται στη δεκαετία του ’90, όταν στην Ιταλία, αλλά και την Ιαπωνία, ξεκινά μια προσπάθεια χαρτογράφησης και αποκατάστασης του έργου του, τουλάχιστον στα μάτια (και τ’ αυτιά) όσων αγνοούσαν όχι μόνο τις λεπτομέρειες, αλλά και την ουσία. Επανεκδόσεις ολοκληρωμένων συνθέσεων, συλλογές, άρθρα, αφιερώματα, οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με το μέγεθος του τιμωμένου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, εντασσόταν και το άλμπουμ “The Seduction of Piero Piccioni, Fantacy & Mod Psychedelia of Sixties Italy and the Wild West” [el/Cherry Red, 2005], που βοήθησε στην παρακολούθηση της διαδρομής του.
Ο Piccioni υπήρξε συνθέτης με πολύ ισχυρή τζαζ παιδεία. Γιός του Attilio Piccioni, Υπουργού Δικαιοσύνης και Εξωτερικών της Ιταλίας στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, φτιάχνει τις πρώτες του ορχήστρες στα χρόνια του ’40, δουλεύοντας συγχρόνως για το Radio Roma. Επειδή δεν ήθελε το όνομά του να υπενθυμίζει την πολιτική καριέρα τού πατέρα του υιοθετεί το ψευδώνυμο Piero Morgan κι έτσι ξεκινά να υπογράφει τις πρώτες του δουλειές, συνεπαρμένος βασικά από την τζαζ.
Την αγάπη του για την αφροαμερικανική μουσική, ο ιταλός συνθέτης, τη δείχνει σχετικώς νωρίς στα soundtracks των φιλμ “I Magliari” (1959) του Francesco Rossi, “Adua e Le Compagne” (1960) του Antonio Pietrangeli, “Il Bell’ Antonio” (1960) του Mauro Bolognini και “Mafioso” (1962) του Alberto Lattuada. Επειδή ξαναείδα πριν από προσφάτως τον «Ωραίο Αντόνιο» με τον Marcello Mastroianni, θυμάμαι ακόμη ένα απίθανο blues με έγχορδα, να συνοδεύει κάποιες πολύ χαρακτηριστικές σκηνές.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο Piccioni θα αρχίσει να ενσωματώνει στις μουσικές του το κλίμα της εποχής και, αφού πλησιάζουμε χρονικώς προς τα mid-sixties, το κλίμα δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από εκείνο του swinging London.
Κορυφαία στιγμή της καριέρας του, ή μάλλον μία από τις κορυφαίες, αποτελούν οι μουσικές και τα τραγούδια του για την ταινία του φίλου και πολλά χρόνια συνεργάτη του, διάσημου ιταλού κωμικού Alberto Sordi, το περιώνυμο “Fumo di Londra”. Ο Piccioni τόσο σε groovy πλαίσια (το “Babylon I’m comin’” είναι ένα κορυφαίο bossa shake), όσο και σε lounge ή ψευδο-beat, απλώς μεγαλουργεί. Το άλμπουμ πρωτοκυκλοφόρησε το 1966 στην εταιρία Parade κι έχει επανεκδοθεί τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στη δεκαετία του ’90. Τελευταία(;) στην ιταλική Black Cat σε διπλό LP με alternative takes και ανέκδοτα, το 2000.
Piccioni και Sordi συνεργάστηκαν πολλές φορές, και πέραν του “Fumo di Londra” αξίζει να αναφέρω το φιλμ του Luigi Zampa “Il Medico della Mutua” (1968) καθώς και το πολύ περισσότερο γνωστό “Un Italiano in America” (1967), σε σκηνοθεσία του ίδιου του Sordi, που άνοιξε τη φήμη του Piccioni και στην Αμερική. Από εδώ το track “Love war call” (που θα μπορούσε να θυμίζει Μίμη Πλέσσα) είναι top – όπως και το groovy, με το… δολοφονικό hammond “Easy dreamer”.
Κωμωδία ήταν μάλλον και το “Ti Ho Sposato per Allegria” (1967) του Luciano Salce, με τον Giorgio Albertazzi και τη Monica Vitti. Το κομμάτι “Party is piper”, που ακούγεται στη συλλογή “Beat at Cinecitta, Vol.2” [Crippled Dick Hot Wax] δείχνει πως όχι μόνον ο Piccioni, αλλά και έλληνες μουσικοί, όπως ο Γιώργος Θεοδοσιάδης π.χ., αντλούσαν την ίδιαν εποχή από την ίδια δεξαμενή.
Ιδιαίτερη κατηγορία επενδύσεων αποτελούν φυσικά τα scores για θρίλερ, ή καλύτερα ένας συνδυασμός ταινιών μυστηρίου, με αρκετό σεξ, αστυνομική πλοκή, ναρκωτικά και εγκλήματα, στα οποία οι Ιταλοί έκαναν σχολή, επηρεάζοντας δεκάδες σκηνοθέτες σε κάθε γωνιά του κόσμου. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η μόνη ταινία αυτού του ύφους που αξίζει κανείς να δει, και όχι μόνον ως cult, είναι το «Ισχυρή Δόση Σεξ» (1978) του Ηλία Μυλωνάκου.
Αξεπέραστα crime-films, τουλάχιστον για τις μουσικές του Piccioni, είναι τα “Scacco alla Regina” (1969) του Pasquale Festa Campanile, με τη Rosanna Schiaffino και τον Romolo Valli (τα φωνητικά της Edda dell’ Orso είναι άλλο πράγμα) και βεβαίως το “Colpo Rovente” (1969) του Pietro Zuffi, με την Barbara Bouchet. Εδώ ο Piccioni, πλην των άλλων, προσφέρει και μία δεύτερη εκδοχή του “Easy dreamer”, από το «Ένας Ιταλός στην Αμερική», αυτή τη φορά με απόκοσμα φωνητικά.
Τα spaghetti western είχαν κι αυτά την τιμητική τους. Φερ’ ειπείν τα scores για τα “In Nome del Padre, del Figlio e della Colt” (1972) του Mario Bianchi, “Io Non Perdono… Uccido!” (1968) του Joaquin Luis Romero Marchent, “Una Colt in Mano al Diavolo” (1972) του Gianfranco Baldanello και φυσικά για το “Se Incontri Sartana…” (1968) του Gianfrnaco Parolini με τους Gianni Garko, Klaus Kinski και Fernando Sancho. Εδώ, δεν χωρούν… γκαραζομπόσες και… swinging Λόντρες. Ο Piccioni ανασύρει το κλασικό και επικό ρεπερτόριό του, τα νοσταλγικά σόλο κιθάρα θέματα, κάποιες ηλεκτρικές ατμόσφαιρες, που έλκουν την καταγωγή τους από τους Shadows (οι τίτλοι από το “Una Colt…”), αλλά και avant προσαρμογές σ’ ένα κάπως ψυχεδελικό σκηνικό (“Mystery, πάλι από το “Una Colt…”). Οργιαστική φαντασία…
Και με τις ταινίες τέχνης; Τι γίνεται με τις ταινίες τέχνης, που δοκιμάζονται στα φεστιβάλ και οι οποίες γράφουν την επίσημη κινηματογραφική ιστορία; Οι φαν του είδους οφείλουν να γνωρίζουν. Ο Piero Piccioni, όπως και ο Ennio Morricone, όπως και όλοι οι μεγάλοι ιταλοί σινε-συνθέτες, δεν διαχώριζαν την κουλτούρα από την μη κουλτούρα. Όσο βάρος έριχναν σε μια σεξοκωμωδία της σειράς, με την ίδια σοβαρότητα αντιμετώπιζαν και την ταινία τού «δημιουργού». Ο Piccioni την ώρα που συνεργαζόταν με όχι πολύ γνωστούς σκηνοθέτες, υπέγραφε και τα soundtracks των ταινιών του Bernardo Bertolucci (“La commare secca”), του Mauro Bolognini (“Il bell'Antonio”), του Elio Petri (“L'assassino”), του Luchino Visconti (“Lo Straniero”), της Lina Wertmüller (“Mimì metallurgico ferito nell'onore”). Στον «Μίμη τον Σιδερά» εξάλλου –ταινία που αγαπήθηκε πολύ και στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης– συναντάμε μερικά από τα ωραιότερα progressive rock θέματα που πέρασαν ποτέ στο σελιλόιντ (“Il dopolotta”).
Όπως μαρτυρούν και τα παιδιά του, στο δωδέκατο τεύχος του Giaguaro (2005, Anno VI), ο Pierro Piccioni ήταν αυτοδίδακτος ως μουσικός (όπως αρκετοί δημιουργοί της γενιάς του) και έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για κάποια έργα συνθετών – όχι για συνθέτες, αδιακρίτως. Του άρεσαν η “Lulu” του Alban Berg, o «Πελλέας και Μελισσάνθη» του Debussy, «Οι Πλανήτες» του Holst. Είχε μία τεράστια βιβλιοθήκη και διάβαζε περισσότερο απ’ όσο άκουγε ή συνέθετε. Η μεγάλη του αγάπη ήταν η φιλοσοφία (κυρίως οι Heidegger και Wittgenstein), η Αστρονομία και η Σύγχρονη Φυσική. Ήταν γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αλλά και ιδιαιτέρως ντροπαλός. Μονίμως εκπλησσόταν, όταν άκουγε καλά λόγια για τη δουλειά του, σαν να ήταν πάντα η πρώτη φορά. Το βασικό πιστεύω του στη ζωή ήταν πως όσο πιο δύσκολο είναι ένα πρόβλημα, τόσο πιο απλή θα είναι η λύση του. Μέσα σ’ αυτήν την απλότητα έζησε και δημιούργησε.
σχόλια