Μια αυλή στη γειτονιά του Θησείου, ένα ξύλινο πάλκο και τέσσερις μουσικοί. Στο τέλος του Ιουνίου, στο Στέκι του Ηλία, τα τραγούδια της αρχόντισσας του ρεμπέτικου Σωτηρίας Μπέλλου θα έχουν την τιμητική τους με αφορμή τα εκατό χρόνια από τον θάνατό της.
Αυτά που ερμήνευσε με την τραχιά, ξεχωριστή φωνή της η προσωπικότητα που σημάδεψε το λαϊκό ελληνικό τραγούδι, μαζί με μικρές ιστορίες και περιστατικά από τη γεμάτη και επεισοδιακή ζωή της, θα ερμηνεύσει η Χριστίνα Μαξούρη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Η ίδια έκανε τα πρώτα της βήματα στον καλλιτεχνικό χώρο ως ηθοποιός, έχει υπάρξει δύο φορές υποψήφια για το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», για επτά χρόνια παρουσίαζε τη σόλο και α καπέλα μουσική παράσταση «Δανεικά Παπούτσια», ενώ τα «20+1 Λαϊκά Μεταπολεμικά Τραγούδια με Μπαρόκ Σύνολο» ακολούθησε ο πρώτος προσωπικός της δίσκος, το 2018, με τίτλο, «Το άσπρο, μαμά, νοσταλγώ».
Σήμερα, ετοιμάζεται να τραγουδήσει κομμάτια του Τσιτσάνη και του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Σαββόπουλου κ.ά., και η απάντησή της, όταν τη ρωτάω πώς ξεκίνησε να τραγουδάει, τη γυρνάει στα παλιά, όταν, κοριτσάκι ακόμη, απολάμβανε με ένα αίσθημα ελευθερίας τις νότες που έφταναν στα αυτιά της.
Το ρεμπέτικο δεν είναι τρόπος ζωής για εμάς, ήταν τρόπος ζωής γι’ αυτούς που το έφτιαξαν, απλώς έχει πολύ μεγάλη αλήθεια. Είναι ένα είδος μουσικής βουτηγμένο στην αλήθεια, την απλότητα και την καθαρότητα.
«Τραγουδούσα πάρα πολύ, αλλά χωρίς να θέλω να γίνω τραγουδίστρια. Ακούγαμε πολλή μουσική και δίσκους. “Λιλιπούπολη”, το “Φορτηγό” του Σαββόπουλου, το “Άξιον Εστί”, αργότερα κάτι δίσκους της Χαρούλας, έπειτα R.E.M και U2 με την αδελφή μου. Υπήρχε πάρα πολλή μουσική στ’ αυτιά μου. Με θυμάμαι να γυρνάω από το σχολείο και να βάζουμε δίσκους με τη μαμά μου» λέει.
Αργότερα, στα χρόνια της σχολής, άρχισε να παίζει live. «Εκείνη την περίοδο ήμασταν μια παρέα που παίζαμε μουσική σε ένα μαγαζί που έμοιαζε λίγο με μπουάτ, στο Παγκράτι, τις “Μουσικές Σκιές”. Παίζαμε εκεί κάθε Δευτέρα για την ευχαρίστησή μας και ένα χαρτζιλίκι» αναφέρει. Η μεγάλη στιγμή που την έκανε να ψάξει βαθύτερα μέσα της αναφορικά με το τραγούδι έγινε σε μια παράσταση που για την ίδια είναι ξεχωριστή.
«Το πολύ καθοριστικό σημείο που άλλαξε κάτι μέσα μου, με ταρακούνησε αρκετά και άρχισα να το βλέπω διαφορετικά ήταν με την παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού, τις “Παραλογές ή Μικρές καθημερινές τραγωδίες”, που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ουσιαστικά, ήταν τα κείμενα των παραλογών, ο έμμετρος αυτός λόγος, μαζί με κάποια ποιήματα του Λειβαδίτη. Εκεί με έβαλε να τραγουδάω. Δηλαδή ήταν δραματουργικό περισσότερο παρά υποκριτικό και τότε έγινε μια πολύ μεγάλη μετατόπιση μέσα μου».
Σήμερα, λίγες μέρες πριν από τη μουσική παράσταση στο Στέκι του Ηλία, περιγράφει τη σχέση της με το ρεμπέτικο, τα στοιχεία που κάνουν την Μπέλλου ξεχωριστή και το πώς χτίστηκαν τα «Τραγούδια της Σωτηρίας».
«Τα “Τραγούδια της Σωτηρίας” είναι μια ιδέα του Δημήτρη Χαλιώτη. Μου το πρότεινε πριν από τρία χρόνια. Όπως συμβαίνει συνήθως, προηγήθηκαν πολλές κουβέντες μέχρι να δημιουργηθεί η πρόταση, να κατατεθεί στο Φεστιβάλ Αθηνών και να παρθεί η απόφαση. Κατατέθηκε πέρσι, φυσικά με τους ανθρώπους που το ετοιμάζουμε φέτος, αλλά με σκοπό να γίνει στο Χάραμα, στο εξωτερικό του μέρος, στο Σκοπευτήριο, γιατί είναι ένα μέρος άρρηκτα συνδεδεμένο με την Μπέλλου και τον Τσιτσάνη, γιατί εκεί μεσουρανούσε στην πραγματικότητα η Μπέλλου για παραπάνω από δέκα χρόνια. Τελικά, δεν μπορούσε να γίνει εκεί λόγω κορωνοϊού, επειδή η προσέλευση δεν είναι ελεγχόμενη, οπότε αρχίσαμε να ψάχνουμε άλλους χώρους. Μετά από πολύ ρεπεράζ καταλήξαμε στο Στέκι του Ηλία, στην πανέμορφη αυλή της ταβέρνας στο Θησείο.
Η ιδέα του Δημήτρη ήταν να γίνει μια παράσταση βασικά με τα τραγούδια της Σωτηρίας Μπέλλου και να υπάρχουν σε διάφορα σημεία περιστατικά και μικρές ιστορίες από τη ζωή της, που είναι πάρα πολλές. Αυτά θα λέγονται ανάμεσα στα τραγούδια, σαν να είμαστε μια παρέα σε γιορτή, όπου εγώ, εσύ, ένας από τους μουσικούς ξέρουμε από μια ιστορία για την Μπέλλου και τη λέμε με τον ανάλογο αυθορμητισμό».
Όπως μου εξηγεί, προκειμένου να μπει στον κόσμο της Μπέλλου, μελέτησε τα πάντα για εκείνη.
«Είναι πολύ συγκινητικό το ότι ήταν αδάμαστη, αυθεντική, πολύ τίμια και γενναία, και πολύ βασανισμένη από μικρή. Ήταν γεννημένη και μεγαλωμένη στην επαρχία, το πρώτο κορίτσι πολύτεκνης και εύπορης οικογένειας, αλλά με έναν χαρακτήρα ανυπότακτο, γι’ αυτό οι γονείς της ήθελαν να την περιορίσουν. Έτσι, είτε της έθεταν απαγορεύσεις είτε την έδερναν ‒ ακολουθούσαν διάφορες μεθόδους. Την έβαλαν, για παράδειγμα, στο Σώμα Ελπιδοφόρων για να τη συνετίσουν, να μάθει χειροτεχνία, γλυπτική, να κεντάει ‒ τέτοια πράγματα σε ένα πλάσμα που ήταν πολύ ελεύθερη φύση.
Είχε έναν εντελώς δικό της δρόμο και όπου δεν της άρεσε, έφευγε. Δεν χαμπάριαζε. Ήθελε να κάνει παρέα με αυτόν; Έκανε. Δεν τον γούσταρε; Γύρναγε την πλάτη. Και μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση που όσες φορές είχε βρεθεί σε φάσεις που δεν είχε δουλειά και δεν τα έβγαζε πέρα ‒και ήταν αρκετές‒ φιλοξενούνταν ή αναγκαζόταν να πουλήσει κεριά, παστέλια, τις κασέτες της. Ενώ ήταν φτασμένη τραγουδίστρια ήδη για μια δεκαετία, δεν πήγε ποτέ να πει στον Τσιτσάνη, στον Μητσάκη, στον Παπαϊωάννου: “Πάρτε με”. Είχε τέτοια περηφάνεια. Και τα έβγαζε πέρα, τα κατάφερνε.
Έζησε πάρα πολλά. Πολύ μεγάλη δόξα, φτώχεια, ξύλο, την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, τραυματισμούς, φυλακές, αλκοολισμό, εξάρτηση από τα ζάρια. Πήρε μεγάλη αγάπη από τον χώρο τον δικό της και από τον κόσμο. Ωστόσο, εισέπραξε και αποστροφή από τον χώρο και ο κόσμος μάλλον την ξέχασε κάποια στιγμή. Έκανε ταξίδια και συναυλίες έξω. Και εννοείται ότι στην ερωτική της ζωή έκανε ό,τι ήθελε».
Η ζωή της Μπέλλου αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας του ρεμπέτικου, ενός είδους που κουβαλάει τα δικά του, ιδιαίτερα στοιχεία. Τι πιστεύει η ίδια για τον χαρακτήρα του και το αν αποτελεί τρόπο ζωής;
«Το ρεμπέτικο δεν είναι τρόπος ζωής για εμάς, ήταν τρόπος ζωής γι’ αυτούς που το έφτιαξαν, απλώς έχει πολύ μεγάλη αλήθεια. Είναι ένα είδος μουσικής βουτηγμένο στην αλήθεια, την απλότητα και την καθαρότητα. Καθαρά όλα τα λόγια, οι μελωδίες, τα συναισθήματα. Δεν έχει ηδυπάθειες, δεν έχει μελό, δεν έχει μικροπεριπτώσεις.
Για παράδειγμα, το “Χασαπάκι” του Βαμβακάρη δεν είναι μικροπερίπτωση όπως το μεταφέρει ο Βαμβακάρης, με τόση αγάπη και γλύκα. Είναι ένα είδος που έχει μεγάλη αλήθεια και νομίζω ότι όποιοι αγαπούν ή συγκινούνται από αυτήν τη μουσική, είτε είναι μέσα σε αυτήν και την αναπαράγουν είτε είναι ακροατές, στην πραγματικότητα συνδέονται μαζί της μέσω αυτής της καθαρότητα και της αλήθειας».
Σήμερα, ο νέος κόσμος αγκαλιάζει όλο και περισσότερο το ρεμπέτικο. «Αυτό οφείλεται και στο ότι υπάρχει μια αρκετά μεγάλη μερίδα νέων μουσικών ‒αρκετοί από αυτούς έχουν βγει από τα μουσικά σχολεία, να τα λέμε κι αυτά‒ που παίζουν τρομερά καλά αυτό το είδος της μουσικής, και το λαϊκό και το ρεμπέτικο, είτε είναι οι Rebetien, είτε ο Μπάκουλης, είτε η Ιουλία με τα παιδιά, είτε ο Βεργόπουλος, είτε η Ανατολή. Μιλάμε για παιδιά που είναι ταγμένα, δοσμένα σε αυτό το πράγμα».
Τα «Τραγούδια της Σωτηρίας» θα παίζουν στο «Στέκι του Ηλία»
28/6-30/6 και 1/7, στις 21:00
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.