Πέρασαν σχεδόν έξι χρόνια από τη μέρα που άρχισα το project, και μάλιστα με μηδέν προσδοκίες ή μουσική εμπειρία. Θυμάμαι ακόμα τον εαυτό μου φοιτητή στο ΑΠΘ προσπαθώντας να ρυθμίσω κάπως τη καθημερινότητα με μαθήματα, δουλειά και ηχογραφήσεις. Όλα ξεκίνησαν με εμένα χωρίς -καμία απολύτως μουσική παιδεία- να προσπαθώ να μάθω πιάνο και κιθάρα στα 19 μου. Ήταν πολύ άσχημο ξεκίνημα, καθώς φοβόμουν ότι θα τα παρατήσω. Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ επιρρεπή σε λάθη και αντιφάσεις, όμως μέσα από αυτά τα χρόνια ανακάλυψα πολλά για τον εαυτό μου, τους φίλους μου και πως φυσικά υπάρχει τελικά εκεί έξω κόσμος που έχει αγοράσει τη μουσική σου ή θα ακούσει τα βινύλιά σου –πράγμα συγκλονιστικό στα δικά μου μάτια. Η πιο σημαντική προτεραιότητα ήταν να ηχογραφώ. Δεν με ένοιαζε ούτε να μάθω covers άλλων συγκροτημάτων ή μουσικών ή να γράφω στο πεντάγραμμο. Με ένοιαζε μόνο να γράφω μουσική και να αναλαμβάνω τη παραγωγή του υλικού μου.
Στρωθήκαμε μαζί, περάσαμε χρόνο μαθαίνοντας, πίνοντας, και δουλεύοντας μέρα-νύχτα γράφοντας νέα μουσική και παίζοντας λάιβ στα πιο παράξενα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης.
Ίσως η πιο περίεργη περίοδος ήταν το 2011 με τη κυκλοφορία ενός ΕΡ που ονομάσαμε Meltdown. Δεν είχαμε πάρει χαμπάρι τι κάναμε και φρόντισα μετά από μερικούς μήνες να το εξαφανίσω εντελώς από το Internet. Ηχογραφήθηκε με τον κοντινό μου φίλο Ευθύμη που σπούδαζε τότε στο Birmingham και αναγκάστηκε να φύγει πάλι μετά το καλοκαίρι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Κάποια κομμάτια, προς τεράστια έκπληξη μας, γνώρισαν «επιτυχία» (ντροπή μου και μόνο που χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη) από εκείνη τη περίοδο, ειδικά το «White Walls Painted Black» που το τελείωσα σε μία κυριολεκτικά τρελή περίοδο: πάλευα με μία απίθανα βαριά θεραπεία για τις ημικρανίες μου και παράλληλα ήθελα να φύγω για Erasmus στο Μόναχο. Οι προσδοκίες μου ήταν μηδαμινές. Δεν θέλω καν να θυμάμαι εκείνες τις ημέρες και μην μπορώντας να αντέξω άλλο μόνος μου (είχα μοναξιές), αποφάσισα να ζητήσω τη βοήθεια του Άγγελου Πασχαλίδη –φίλος μου από το σχολείο και ένας από τους καλύτερες κιθαρίστες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Αρχικά ήταν διστακτικός, δυσκολευόταν πολύ να πειστεί ότι μπορεί να βγει κάτι από όλο αυτό. Στρωθήκαμε μαζί, περάσαμε χρόνο μαθαίνοντας, πίνοντας, και δουλεύοντας μέρα-νύχτα γράφοντας νέα μουσική και παίζοντας λάιβ στα πιο παράξενα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι να μην μπορώ καν να τραγουδήσω ή να παίξω κιθάρα αρχικά -ο Άγγελος όμως δεν το έβαζε κάτω, παρέμενε εκεί και συνέχιζε να με στηρίζει.
Σύντομα βρήκαμε και ντράμερ, τον Κυριάκο Παπακυριάκου που συμμετείχε στα λάιβ προσπαθώντας να σώσει λίγο τη κατάσταση. Ακολούθησαν τα Natural Conspiracy EP και Aftermath. Δύο ακόμα κυκλοφορίες που δεν καταλάβαμε καν πώς ηχογραφήθηκαν, μια και ήμαστε τελείως rookies στη παραγωγή. Για το δεύτερο κλειστήκαμε στο σπίτι του παππού του Άγγελου στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, στους 3 βαθμούς Κελσίου, με ένα τζάκι και το χειρότερο χειμώνα που είχαμε δει στη πόλη το 2012. Όλως τυχαίως, μας βγήκε και δεν το πιστεύαμε. Τέσσερα κομμάτια κυριολεκτικά από το πουθενά με άπειρο γέλιο, κλάμα, μαλώματα, άφθονο αλκοόλ, μπόλικη αγάπη και φυσικά, προσπάθεια. Εγώ ακόμα πάλευα να μάθω βασικά πράγματα για το πώς γράφουμε μουσική. Σε εκείνη τη φάση θυμάμαι ότι και ο Άγγελος και ο Κυριάκος ήταν σε σχέσεις, εγώ παρέμενα εντελώς αντιφατικός στην καθημερινότητα μου. Για 1,5 χρόνο συνολικά νοικιάζαμε ένα μπουντρούμι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου προβάραμε –τελικώς αποφασίσουμε να το παρατήσουμε και να ανεβούμε στο Ωραιόκαστρο όπου στήσαμε το στούντιο και δουλεύαμε από εκεί. Ο Άγγελος με τον Κυριάκο μείναν μόνιμα στο σπίτι, έτσι αποφασίσαμε να γίνει εκεί το στούντιο. Μας βοήθησε πολύ η μετακόμιση εκτός πόλης καθώς συγκεντρωθήκαμε στον σκοπό, αφιερωθήκαμε στις πρόβες, εμπνευστήκαμε από το περιβάλλον και είχαμε όλο το χρόνο μπροστά μας να διαμορφώσουμε τον ήχο των Plastic Flowers. Σε συνεργασία με την ομάδα από το Μπορντ’ελό (Μωρίς και Γιάννης) και με τη στήριξή τους γυρίσαμε μία σειρά από video στο χώρο και παίξαμε live στο μαγαζί τους. Ήταν μία πολύ δημιουργική περίοδος που μας βοήθησε να βρούμε τα πατήματα μας. Αναμφισβήτητα οφείλουμε πολλά σε όλους τους ανθρώπους που προσπάθησαν για εμάς.
Τα πράγματα άρχισαν κάπου να αλλάζουν το 2012. Με τον Άγγελο να προσπαθεί απίστευτα πολύ να τελειώσει τη σχολή του στο ΠΑΜΑΚ. Αναρωτιόμουν πάντα πού έβρισκε χρόνο για όλα. Έχοντας τελειώσει όμως το EP μας βρισκόταν χρόνος για πρόβες. Ο Κυριάκος δούλευε σεκιούριτι σε μία τράπεζα στη περιοχή του Βαρδάρη το βράδυ και το πρωί ξυπνούσε σαν ζόμπι. Ήταν αδύνατο να συγχρονιστούμε στην αρχή. Ξαφνικά, από το πουθενά, μαθαίνουμε ένα απόγευμα ότι το BBC θα παίξει δύο κομμάτια μας. Καταιγισμός από blogs και περιοδικά στο εξωτερικό να γράφουν για το πρώτο single του EP με τίτλο «Empty Eyes» και μία ατμόσφαιρα που είχε αρχίσει να μας αρέσει πολύ. Εγώ τότε συνειδητοποίησα ότι ερωτεύτηκα ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου, οπότε η μουσική μας ήταν γεμάτη συναίσθημα και χαρούμενες μελωδίες. Έφτασαν προτάσεις από τη Manic Pop Records και έτσι το πρώτο μας βινύλιο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ. Αυτό άνοιξε το δρόμο για να πραγματοποιήσουμε ένα ολοκληρωμένο tour στις ΗΠΑ και να αποκτήσουμε διασυνδέσεις, που στη πορεία της μπάντας βοήθησαν πολύ. Διαμόρφωσε ένα δίκτυο ανθρώπων το οποίο μας στήριξε σε βάθος χρόνου -ανάμεσά τους booking agents, labels, παραγωγοί, συνεργάτες. Οι γονείς μου είχαν φρίξει εντελώς και αναρωτιόμουν πότε θα τελειώσω τη σχολή. Δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι όλο αυτό συνέβαινε μια και υπήρχαν αξιόλογα Ελληνικά συγκροτήματα που μπορούσαν να κάνουν το ίδιο.
Τα αποτελέσματα φάνηκαν μέσα στη χρονιά. Φύγαμε για τη πρώτη μας περιοδεία στο εξωτερικό ξεκινώντας από Πορτογαλία και Ισπανία, και καταλήξαμε στο Τέξας και μετά East Coast όπου δεν είχαμε ιδέα τι μας συνέβαινε αλλά παίζαμε live κάθε μέρα. Γνωρίσαμε απίθανους ανθρώπους με τους οποίους είμαστε ακόμα πολύ καλοί φίλοι, αλλά αναμφισβήτητα τίποτα από όλα αυτά δεν έβγαζε νόημα εκείνο το διάστημα. Ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήσαμε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι όλοι μαζί και μας έφερε πολύ κοντά σε όλα τα επίπεδα. Ήταν από μόνο του ένα ψυχολογικό αβαντάζ που μας άλλαξε σαν ανθρώπους. Θυμάμαι εκείνη τη περίοδο κατεβαίναμε στην Αθήνα μία φορά το μήνα για συναυλίες, μας έψαχνε ο κόσμος στην Ελλάδα, υπήρχε ενδιαφέρον και ανέμεναν τα επόμενά μας βήματα. Φυσικά τα πράγματα αλλάξαν απότομα πολύ όταν τον Μάιο του 2013 ο Κυριάκος αναγκάστηκε να φύγει από τη Θεσσαλονίκη λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η βάση μας παρέμενε το Ωραιόκαστρο και με γεμάτες εμπειρίες από τις ΗΠΑ αποφασίσαμε να γράψουμε το πρώτο μας LP. Έχοντας πάρει απόφαση ότι τα κομμάτια πρέπει να βγουν σε ένα μήνα, ξεκίνησα να δουλεύω αρκετά μόνος μου και μετά έδινα τις ιδέες στον Άγγελο για να βοηθήσει με την κιθάρα και το μπάσο. Το ίδιο καλοκαίρι μιξάραμε τα έντεκα νέα τραγούδια στο Λονδίνο με τον παραγωγό μας και καλό φίλο Παναγιώτη Παπαγιαννόπουλο. Το αποτέλεσμα ονομάστηκε Evergreen –κάτι που δεν πιστεύαμε ότι θα γινόταν ποτέ κανονικός δίσκος. Πολλοί διαφώνησαν με την κυκλοφορία. Τότε περάσαμε μία έντονα μεταβατική φάση ως μπάντα, λόγω διαφορετικών προσεγγίσεων. Ο Άγγελος ήταν ένα βήμα πριν αποχωρήσει λόγω της συμπεριφοράς μου, ενώ η αναζήτηση του drummer σίγουρα δεν έκανε πιο εύκολα τα πράγματα.
Fast forward λίγους μήνες μετά, όταν η Inner Ear από τη Πάτρα αποφάσισε να κυκλοφορήσει τον δίσκο μαζί με την Αμερικάνικη Crash Symbols. Αρχικά όλα δείχναν «θεωρητικά» καλά. Προετοιμαστήκαμε για περιοδείες σε Ευρώπη και Ελλάδα, δουλεύαμε νέο υλικό και με νέο drummer τον Βαγγέλη Καρκανέβατο τα πράγματα σιγά-σιγά έμπαιναν σε μία σειρά. Στα προσωπικά μου, για πρώτη φορά μετά από καιρό έμπαινα σε σχέση και αναζητούσα μία διαφορετική ζωή στη Θεσσαλονίκη, κάτι που φαινόταν σχεδόν απίθανο, με αποτέλεσμα να τελειώσω τις σπουδές και να στραφώ στο Λονδίνο για δουλειά και ένα καλύτερο μέλλον. Το ίδιο και ο Άγγελος που με ακολούθησε. Φυσικά, το αποφασιστικό βήμα θα έπαιρνε καιρό, αλλά φαινόταν σαν ένα μακροπρόθεσμο πλάνο που μπορούσε να λειτούργησει. Το Evergreen ήταν το πρώτο μας βήμα ως συγκρότημα και όντας ικανοποιημένοι από την απήχηση θέλαμε να προχωρήσουμε άμεσα με νέες ηχογραφήσεις. Τελικά τα πράγματα δεν κινήθηκαν όπως περιμέναμε. Η ζωή στο Λονδίνο ήταν δύσκολη, η δουλειά μπόλικη, ο χρόνος ελάχιστος και μέσα σε όλα οι σχέσεις μας με την Inner Ear δύσκολες. Παρόλο που μας είχαν υποσχεθεί κυκλοφορία εντός του 2015 βρεθήκαμε χωρίς label και αναγκαστήκαμε να κόψουμε κάθε επικοινωνία. Φυσικά, αυτό αποδείχτηκε προς όφελος μας σε βάθος χρόνου. Δειλά-δειλά αρχίσαμε να παίζουμε live στο Λονδίνο και σύντομα βγάλαμε το πρώτο μας EP στο αγγλικό έδαφος, με τίτλο Summer of 1992. Ήταν καθαρά μία κυκλοφορία με b-sides που θέλαμε για και καιρό να βγάλουμε. Αποτέλεσε την πρώτη μας ανεξάρτητη κυκλοφορία χωρίς στήριξη από κάποιο label, πράγμα που δυσκόλεψε τα πράγματα για τη μπάντα. Περάσαμε ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι το 2015 μετά από χωρισμούς, μαλώματα, αρκετή στεναχώρια λόγω οικονομικών, κατά τη διάρκεια του οποίου βάλαμε τα δυνατά μας να ηχογραφήσουμε ένα νέο LP. Δυστυχώς δεν πέτυχε ποτέ και μείναμε χωρίς νέα tracks ή υλικό εν όψει της νέας χρονιάς. Ο Άγγελος ήταν ένα βήμα πριν αρχίσει το μεταπτυχιακό του, εγώ έτρεχα με τη δουλειά μου (δούλευα στο τμήμα επικοινωνίας μίας εταιρίας ανάπτυξης βιολογικών καυσίμων) και η απουσία drummer μας κόστισε αρκετά. Μέσα σε όλο το χαμό είχαμε διάφορους session drummers, αλλά δεν μας βγήκε η συνεργασία με κανέναν. Πριν το τέλος του καλοκαιριού δεχτήκαμε μία πολύ σημαντική πρόταση να πραγματοποιήσουμε ένα live στην φημισμένη Royal Academy του Λονδίνου για να παρουσιάσουμε το Evergreen με ορχήστρα. Φυσικά δεχτήκαμε αμέσως, χωρίς να το σκεφτούμε, και αυτή ήταν η τελευταία συναυλία με μένα και τον Άγγελο ως δίδυμο. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους αποφασίσαμε να το λήξουμε οριστικά και να συνεχίσω μόνος.
Η ζωή μου άλλαξε πολύ στο Λονδίνο και συνειδητοποιούσα όλο και περισσότερο ότι ο ανταγωνισμός εδώ είναι αφόρητος. Δεν είχα ποτέ ελπίδες ότι θα μπορούσα να γίνω επαγγελματίας μουσικός, ούτε μετακόμισα ποτέ στην Αγγλία για να πετύχω κάτι τέτοιο. Το μόνο που ήθελα πάντα ήταν να συνεχίσω να ηχογραφώ μουσική, μια και ήξερα ότι υπάρχει κόσμος εκεί έξω που θα αγοράσει τα βινύλιά μου. Έτσι έβαλα τα δυνατά μου εκείνο το διάστημα και έγραψα το Heavenly που είναι η αγαπημένη μου κυκλοφορία μέχρι σήμερα. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να βρω ξανά label, όμως η Native Sound από τη Νέα Υόρκη ενδιαφέρθηκε αμέσως να κυκλοφορήσει το δίσκο. Η σύνδεση είχε γίνει χάρη σε έναν πολύ καλό μου φίλο, τον Tyler, μουσικό από τη Βοστώνη με τους Funeral Advantage, και επίσης στο ρόστερ της Native Sound. Οι σχέσεις μου με τη δισκογραφική είναι άριστες και ο ιδρυτής Julio Anta είναι πλέον πολύ καλός μου φίλος. Τα τελευταία δύο χρόνια η στήριξή τους ήταν μεγάλη και δεν μετανιώνω για την επιλογή μου να υπογράψω μαζί τους. Λειτούργησαν σαν φίλοι αλλά με πολύ επαγγελματικό τρόπο: ελευθερία και σιγουριά. Ήταν μία πλήρης αντίφαση σε σχέση με τις προηγούμενες συνεργασίες, ειδικά με την Inner Ear. Η σωστή επικοινωνία είναι πολύ σημαντική. Την ίδια χρόνια είχα μία πολύ σταθερή δουλειά στο Λονδίνο, ολοκλήρωνα οριστικά τις σπουδές μου, έκανα πρώτη φορά πλάνα για ένα διδακτορικό τελειώνοντας το proposal, συγκατοικούσα με τον κολλητό μου και παράλληλα παραγωγό στους Plastic Flowers, Παναγιώτη –δεν έλειπε κυριολεκτικά τίποτα από τη καθημερινότητά μας. Ένιωθα για πρώτη φορά στα 25 μου ότι η ζωή μου έμπαινε σε κανονικούς ρυθμούς. Με τον Άγγελο πάντα παραμένουμε φίλοι και την ίδια χρόνια κάναμε mini tour μαζί πάλι στο εξωτερικό, παίξαμε λάιβ εντός Αγγλίας, με βοήθησε και πάλι με τη παραγωγή του δίσκου κ.α. Η συνεισφορά του ήταν τεράστια. Δεν νομίζω ότι θα χαθούμε ποτέ ή θα χαλάσει η φιλία μας.
Όσο πλησιάζει το 2018 αρνούμαι να πιστέψω ότι πέρασαν σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε που μετακόμισα εδώ. Μου φαίνεται σαν χθες που άραζα στο σαλόνι μας στο Ωραιόκαστρο με τον Κυριάκο και τον Άγγελο ή όταν τρέχαμε να αδειάσουμε το αυτοκίνητο για να παίξουμε live κάπου στο Τέξας –όπου είχαμε ήδη αργήσει. Πλέον είμαι στο στάδιο διδακτορικού στο King’s College του Λονδίνου και έφτασα τα 28. Πριν από μόλις δύο εβδομάδες ανακοίνωσα τη νέα μου κυκλοφορία που βγήκε πιο αβίαστα από οτιδήποτε έχω κάνει μέχρι σήμερα. Όσο και να δυσκολεύτηκα μουσικά και συνθετικά τα τελευταία έξι χρόνια, το Absent Forever είναι ένας δίσκος για τον οποίο είμαι υπερβολικά περήφανος. Πρώτη φορά έκανα τα πάντα συμπεριλαμβανομένου του να στήσω τύμπανα, να τα ηχογραφήσω, να δώσω οδηγίες σε ορχήστρα και φυσικά να ολοκληρώσω μόνος μία παραγωγή. Δεν θέλω να ακουστεί ότι περηφανεύομαι. Ούτε εγώ το πιστεύω όλο αυτό. Μου φαίνεται σαν ψέμα ότι είναι ο 3ος μου δίσκος –σχεδόν αδιανόητο. Παραμένω ακόμα ένας πολύ κακός μουσικός και αυτό δεν με χαλάει. Η επιβράβευση είναι ότι ο δίσκος αυτός θα φτάσει σε πολλά περισσότερα αυτιά λόγω της Warner, που θα κάνει παγκόσμιο distribution του βινυλίου. Και πάλι, δεν ήθελα ποτέ μου να γίνω κάτι παραπάνω απ’ ό,τι ήδη είμαι. Το είδωλο μου παραμένει ακόμα ο John Maus που παράλληλα διδάσκει ως καθηγητής πανεπιστημίου και κατάφερε να δημιουργήσει ένα θρύλο γύρω από τον πρώτο του δίσκο. Ελπίζω να μπορέσω να συνεχίσω στους ίδιους ρυθμούς, ίσως με άλλο όνομα στο μέλλον, ή να καταφέρω να συνδυάσω ξανά μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό με μπόλικα happening. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Άγγελος και εγώ θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε ως φίλοι και κάπου στο βάθος θα βρούμε το τρόπο μας μουσικά. Προς το παρόν προετοιμαζόμαστε για τη περιοδεία του Absent Forever. Εκεί θα περάσουμε ξανά σαν να είναι και πάλι 2013.
Μια επιλογή από κομμάτια από το 2012 μέχρι σήμερα:
σχόλια