Υπήρχε κάποτε ένα φαινόμενο στη βόρεια και κεντρική Ευρώπη μεταξύ του δέκατου τέταρτου και του δέκατου έβδομου αιώνα, στο πλαίσιο του οποίου μια ομάδα ανθρώπων χόρευε –μερικές φορές κατά χιλιάδες– σε κατάσταση υστερίας μέχρι εξαντλήσεως, τραυματισμού ή θανάτου. Από τη «χορεομάνια», όπως ονομάστηκε η συγκεκριμένη κατάσταση, εμπνεύστηκε η Florence Welch το πέμπτο άλμπουμ του ροκ συγκροτήματός της που έχει τίτλο «Dance Fever», δηλαδή χορευτικό ντελίριο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. «Choreomania» τιτλοφορείται και το τρίτο κομμάτι του δίσκου, που ξεκινάει με τους στίχους:
«Και φρικάρω στη μέση του δρόμου / με την απόλυτη πεποίθηση κάποιου που δεν έχει ποτέ στ’ αλήθεια πάθει κάτι κακό στη ζωή του» («With the complete conviction of someone who's never had anything actually really bad happen to them»).
H Florence έτυχε να διαβάσει γι' αυτήν τη χορευτική πανούκλα –μια άλλη, όχι και τόσο ευχάριστη ονομασία του συγκεκριμένου φαινομένου– μία εβδομάδα πριν χτυπήσει ο Covid-19 για πρώτη φορά και μπει όλος ο πλανήτης σε καθεστώς lockdown. Οι παραλληλισμοί που πέρασαν από το μυαλό της τότε ήταν αυτονόητοι.
Η καραντίνα την πέτυχε σε ένα μεταβατικό στάδιο σε προσωπικό επίπεδο. Μία από τις σπουδαίες περφόρμερ της γενιάς της, που αισθανόταν κουρασμένη από αυτήν τη μυθολογία που είχε δημιουργήσει τόσα χρόνια γύρω από τον εαυτό της και την εικόνα της ως καλλιτέχνιδας.
Η καραντίνα την πέτυχε σε ένα μεταβατικό στάδιο σε προσωπικό επίπεδο. Μία από τις σπουδαίες περφόρμερ της γενιάς της που αισθανόταν κουρασμένη από αυτήν τη μυθολογία που είχε δημιουργήσει τόσα χρόνια γύρω από τον εαυτό της και την εικόνα της ως καλλιτέχνιδας.
Ήταν λες και το σύμπαν της έδινε την ευκαιρία για το διάλειμμα που χρειαζόταν για να ισορροπήσει την προσωπική της ζωή. Στο «King», το εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ π.χ., προβληματίζεται σχετικά με τη μητρότητα.
Το μόνο θέμα σε όλα αυτά ήταν ότι η καραντίνα κράτησε λίγο παραπάνω απ' όσο υπολόγιζε, όπως εκμυστηρεύθηκε στους «New York Times». «Όλος ο δίσκος είναι σαν ένα παραμύθι του στυλ "πρόσεχε τι εύχεσαι"», ανέφερε. Τουλάχιστον η Florence φαίνεται ότι δεν βαρέθηκε και πολύ στην κλεισούρα ή, τουλάχιστον, κατάφερε να έρθει σε επαφή με όσα την ευχαριστούσαν, μικρά ή μεγάλα. Ίσως είναι η μόνη μουσικός που δεν βαριέσαι να την ακούς να μιλάει για το τι έκανε εκείνο το διάστημα.
Εκείνο το διάστημα το πέρασε βλέποντας όσο περισσότερες ταινίες τρόμου μπορούσε. Ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει όταν ο κόσμος γύρω της φαινόταν να καταρρέει. Δεν ήθελε να το ρίξει στις ρομαντικές κομεντί. Έτσι πάμε στην αμέσως επόμενη προφανή αναφορά που κάνει στον «Δράκουλα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, περισσότερο σε αισθητικό επίπεδο, αν και διάφορες βιβλικές εικόνες που περιγράφει σε διάφορα σημεία των τραγουδιών μοιάζουν να εμπνέονται από τη γνωστή ταινία π.χ. στο «Cassandra».
Η θρησκευτική εικονογραφία στα τραγούδια της ήταν, βέβαια, πάντοτε το φόρτε της. Εδώ η ευφορία εναλλάσσεται με τον πόνο, οι άγγελοι με τους δαίμονες, και τα κορίτσια τα βάζουν με τον Θεό, συνδυάζοντας κάτι από «Midsommar», «The Witch» και όποιο άλλο folk horror φιλμ έρχεται στον νου, πρόσφατο ή παλιότερο. Της ταιριάζει αυτό το γοτθικό στοιχείο και το χειρίζεται αριστοτεχνικά.
Florence + The Machine - «Free»
Αυτό οφείλεται λίγο και στο γενεαλογικό της δέντρο. Απόγονος μιας γνωστής βρετανικής ακαδημαϊκής και καλλιτεχνικής οικογένειας, η μητέρα της είναι καθηγήτρια Αναγεννησιακών Σπουδών στο King's College του Λονδίνου και αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και δεν ήταν πολύ σύμφωνη με την απόφαση της κόρη της να ασχοληθεί με τη μουσική. Αντίθετα, βρήκε σύμμαχο στη Σκωτσέζα γιαγιά της, από την πλευρά του πατέρα της, που την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με το τραγούδι και τις παραστατικές τέχνες. Οι δύο συγχωρεμένες πλέον γιαγιάδες της τής έδωσαν έμπνευση για τα τραγούδια του πρώτου της άλμπουμ «Lungs» το 2009.
To 2018, με το κομμάτι της «Hunger», αποκάλυψε ότι έπασχε από διατροφική διαταραχή όταν ήταν έφηβη. Οι Florence + The Machine αρχικά αποτέλεσαν ένα προσωπικό αστείο με την κολλητή της Isabella Summers. Πήραν σάρκα και οστά κάπου στο 2007-2008. Τότε μεσουρανούσαν σταρ όπως η Amy Winehouse και αργότερα η Adele – πιο σόουλ ερμηνεύτριες. Η Florence ήταν σαν τη φολκ εκδοχή αυτών των δύο. Με μια καθαρόαιμη ροκ φωνή που μπορεί να τραντάξει στάδια, ήταν κάπως εκτός μόδας. Κατάφερε όμως να εντυπωσιάσει τον τωρινό της μάνατζερ, τραγουδώντας του σε ένα μπάνιο.
Για να ξαναγυρίσουμε, όμως, στο άλμπουμ, έρχεται σαν μια πιο εξελιγμένη εκδοχή της προηγούμενης δισκογραφίας του γκρουπ. Στην παραγωγή συνεργάζονται με τον Jack Antonoff (που είναι γνωστός για τις συνεργασίες του με Taylor Swift και Lorde).
Το αποτέλεσμα είναι ένα δυνατό άλμπουμ με δεκατέσσερις πομπώδεις –με την καλή έννοια– συνθέσεις στην πλειονότητά τους με στόχο τον χορό. Και μπορεί η Welch να λέει ότι επηρεάστηκε μουσικά από τον Iggy Pop, ακούγεται, όμως, άλλοτε σαν τη Grace Silk και άλλοτε σαν την Kate Bush. Επιπλέον, είναι το δεύτερο άλμπουμ στο οποίο είναι εντελώς νηφάλια και βρίσκεται στην πιο δημιουργική στιγμή της καριέρα της. Στα τριάντα πέντε της είναι καθαρή από τις καταχρήσεις και το αλκοόλ εδώ και οκτώ χρόνια.
«Every song I wrote became an escape rope tied around my neck to pull me up to Ηeaven» («Όλα τα τραγούδια που έχω γράψει είναι ένα σκοινί δεμένο στον λαιμό μου που θα με βοηθήσει να αποδράσω στον Παράδεισο»), απαγγέλλει ψιθυριστά στο «Heaven is here» σχετικά με την πάλη που έδωσε και κέρδισε με τον εαυτό της. Το μόνο κρίμα είναι ότι το άλμπουμ κυκλοφόρησε υπό τη σκιά του «Mr. Morale» του Kendrick Lamar, αλλά αυτό δεν έχει και πολλή σημασία.
Florence + The Machine - «My Love»