O Jack White είναι μία από τις σημαντικές, αλλά εκκεντρικές προσωπικότητες που έχει βγάλει ο μουσικός κόσμος τα τελευταία 20 χρόνια.
Είναι σημαντικός γιατί μέσα από τη σπουδαία καριέρα του ως μέλους των White Stripes, των Raconteurs και των Dead Weather και ως solo καλλιτέχνη, έχει κρατήσει ζωντανό το αληθινό πνεύμα του ροκ ήχου.
Και εκκεντρικός, γιατί οι συντηρητικές απόψεις του, η εμμονή του με συγκεκριμένους αριθμούς και χρώματα, η περίεργη ιστορία του με τη Meg White κ.ά. φανερώνουν έναν πολύ δύσκολο και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα.
Πάντως, τόσο μέσα από τη μουσική όσο και μέσα από τη δημόσια ζωή του έχει αποδειχτεί πως ο Jack White είναι ένας από τους τελευταίους ήρωες του σύγχρονου ροκ αφηγήματος που έχει προσπαθήσει να πλάσει έναν πολύ γοητευτικό μύθο για τον εαυτό του.
Πάντως, για έναν άνθρωπο όχι τόσο νέο πια, που οι περισσότεροι κατηγορούν πως ζει στην αναχρονιστική του φούσκα, ο καινούργιος, τρίτος προσωπικός του δίσκος με τίτλο «Boarding House Reach» ακούγεται πολύ φρέσκος και κοιτάζει τολμηρά προς το μέλλον, παρά τις αρκετές αστοχίες του.
Η έντονη ιδιοσυγκρασία του Jack White αποτυπώνεται ιδανικά στο πορτρέτο που έφτιαξε πρόσφατα γι' αυτόν το «Rolling Stone».
Σε αυτό βγαίνει προς τα έξω ένας άνθρωπος που είναι προσκολλημένος στο παρελθόν (πολλοί τον φωνάζουν πειραχτικά Mr. Retro), εξακολουθεί να υιοθετεί παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής, πληρώνει μυθικά ποσά για να αγοράσει αντίκες και συλλεκτικά αντικείμενα σε δημοπρασίες και δεν θα διστάσει να παίξει ξύλο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Μ' εμένα θα πάρεις την ακραία εκδήλωση κάθε συναισθήματος, είτε πρόκειται για ευτυχία, χαρά, ενθουσιασμό, είτε για ζήλια, θυμό, πάθος ή πόθο» σχολίασε για να υποστηρίξει την άποψή του.
Πάντως, για έναν άνθρωπο όχι τόσο νέο πια, που οι περισσότεροι κατηγορούν πως ζει στην αναχρονιστική του φούσκα, ο καινούργιος, τρίτος προσωπικός του δίσκος με τίτλο «Boarding House Reach» ακούγεται πολύ φρέσκος και κοιτάζει τολμηρά προς το μέλλον, παρά τις αρκετές αστοχίες του.
Jack White - Over and Over and Over
Η φουτουριστική κατεύθυνση που ακολουθεί ο Αμερικανός σε αυτόν, συνδυάζοντας τις χαρακτηριστικές bluesy κιθάρες του με ηλεκτρονικά στοιχεία, φαίνεται πως προέκυψε μετά από μια πολύ απλή επισήμανση του Chris Rock, όταν ο τελευταίος τού απάντησε αφοπλιστικά σε μια συζήτηση που είχαν πως «κανείς δεν νοιάζεται πια για το πώς γίνονται οι παραγωγές».
Αυτή η τόσο ωμή τοποθέτηση φαίνεται πως διέλυσε ολόκληρο τον κόσμο του Jack White, που μέχρι τότε, για να βγάλει τον ήχο που επιθυμούσε, βάσιζε όλες του τις δουλειές ακριβώς σε αυτό τον τόσο παραδοσιακό τρόπο, στις αναλογικές του κονσόλες και στις vintage κασέτες. Με το νέο του άλμπουμ, λοιπόν, προσπαθεί να συμβαδίσει και να συμβιβαστεί, έστω και αρκετά καθυστερημένα, με τις απαιτήσει του ψηφιακού κόσμου.
Πολλά μουσικά μέσα βιάστηκαν να κατακεραυνώσουν την προσπάθεια του White με υποτιμητικά σχόλια και πολύ αιχμηρές κριτικές, ενώ άλλα έγραψαν διθυράμβους γι' αυτήν τη γενναία του απόφαση να ξεκολλήσει από την «ασφαλή ζώνη» του και να εξελίξει τον ήχο του.
Στην πραγματικότητα, το «Boarding House Reach» δεν είναι τίποτε από τα παραπάνω, απλώς μια μέτρια, ανισόρροπη και άγαρμπη προσπάθεια να ακολουθήσει τις νεότερες τάσεις της μουσικής πραγματικότητας.
Μοιάζει με μια συλλογή από μισοτελειωμένα τραγούδια και ανολοκλήρωτες σκέψεις, ένα παζλ που του λείπουν κομμάτια, ενώ τα εναπομείναντα έχουν τοποθετηθεί σε λανθασμένες θέσεις.
Jack White - Corporation
Υπάρχουν αξιολύπητες στιγμές γνήσιας γελοιότητας, όπως το σαχλό ραπάρισμα στο «Ice Station Zebra» και οι άβολες spoken word απόπειρες, αλλά και αρκετές άλλες, απολαυστικoύ και περίπλοκου συνδυασμού της αναλογικής ψυχής του White με την ψηφιακή εποχή στην οποία ζει, ενισχυμένες από τις ανανεωμένες, πειραματικές του ανησυχίες.
Μπορεί να είναι η πρώτη φορά που η μουσική του δεινού κιθαρίστα διχάζει τόσο έντονα κριτές και ακροατές, αλλά το αινιγματικό παρελθόν, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, ο απαιτητικός χαρακτήρας και οι προκλητικές δηλώσεις του έχουν κατά καιρούς απασχολήσει τον μουσικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες κι έχουν δημιουργήσει την εικόνα ενός πολύ μυστήριου τύπου, που κανείς δεν ξέρει αν λέει την αλήθεια ή απλώς μας κοροϊδεύει.
Ήδη από τα παιδικά του χρόνια τον ακολουθούν, τυχαία ή όχι, περίεργες ιστορίες.
Ο John Anthony Gillis, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1975 στο Ντιτρόιτ και ήταν ο έβδομος γιος, και δέκατο παιδί συνολικά, των Teresa Bandyk και Gorman Gillis.
Οι γονείς του τον προόριζαν για ιερέα, αλλά όταν έμαθε πως δεν μπορούσε να πάρει μαζί του στην ιερατική σχολή την κιθάρα και τον ενισχυτή του αποφάσισε να συνεχίσει σε ένα απλό, δημόσιο σχολείο.
Η επόμενη ενδιαφέρουσα ιστορία τον θέλει να μαθαίνει την τέχνη του ταπετσιέρη και να απασχολείται από τα 15 του σε αυτό τον τομέα μαζί με τον οικογενειακό φίλο του Brian Muldoon.
Με αυτόν δημιούργησαν παράλληλα το μουσικό σχήμα Upholsterers, δηλαδή «οι ταπετσιέρηδες», και ηχογράφησαν δύο punk δίσκους. Κάποια στιγμή είχαν τη φαεινή ιδέα να κρύψουν 100 αντίτυπα από ένα single τους σε διάφορα έπιπλα που επιδιόρθωναν, εν αγνοία των πελατών φυσικά.
Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί δύο από αυτά από ιδιώτες, οπότε υπάρχουν ακόμα 98 σπάνιες κόπιες εκεί έξω, αν σας ενδιαφέρει αυτή η πληροφορία.
Λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση επιπλοστρώσεων, την οποία ονόμασε «Third Man», όνομα που μετά από μερικά χρόνια έδωσε και στη δισκογραφική του.
Γενικά, ο Jack White έχει κόλλημα με τον αριθμό 3, κάτι που αποδεικνύεται μέσα από αρκετούς στίχους του και οφείλεται τόσο στις τρεις ραφές που είχε δει στην πλάτη ενός καναπέ Vladimir Kagan (γνωστός σχεδιαστή επίπλων) όσο και στην αγάπη του για την κλασική ταινία κατασκόπων «The Third Man» με τον Όρσον Ουέλς.
Μία ακόμα ψύχωση του Jack White έχει να κάνει με τα χρώματα. Είναι χαρακτηριστικό πως χρησιμοποιεί το κίτρινο σε όλες τις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεών του, τον συνδυασμό κόκκινο-μαύρο-άσπρο στους White Stripes και αυστηρά το μπλε στις προσωπικές του δουλειές.
Ο μεγαλύτερος μύθος που υπάρχει για τη ζωή του αφορά τη σχέση του με τη Meg White, την ντράμερ με την οποία είχαν φτιάξει τους White Stripes και από την οποία πήρε το τωρινό του επώνυμο. Έπειτα από τόσα χρόνια, πολλοί έχουν μείνει ακόμα με την απορία αν τελικά ήταν παντρεμένοι ή αδέλφια.
Μπορεί να παρουσιάζονταν στις συνεντεύξεις ως δίδυμα αδέλφια, αλλά στην πραγματικότητα, σχεδόν για όσο διήρκεσε το γκρουπ, ήταν ένα διαζευγμένο ζευγάρι, κάτι το οποίο επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο White μερικά χρόνια αργότερα.
Βέβαια, το πιο σημαντικό είναι πως μαζί έφτιαξαν μία από τις πιο συναρπαστικές ροκ μπάντες των τελευταίων χρόνων και δημιούργησαν μερικούς εκπληκτικούς garage blues δίσκους.
Ένα επίσης πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της προσωπικότητάς του έχει να κάνει με τη μανία του να συλλέγει σπάνια αντικείμενα. Πέρα από κάτοχος μιας τεράστιας συλλογής από vintrage κιθάρες και αναλογικό εξοπλισμό, ο White μπορεί να υπερηφανεύεται πως διαθέτει μερικά από τα πιο περίεργα προσωπικά αντικείμενα διασημοτήτων.
Μέσα από δημοπρασίες έχουν περάσει στα χέρια του το δίπλωμα οδήγησης του Τζέιμς Μπράουν και του Φρανκ Σινάτρα, η πρώτη στα χρονικά ηχογράφηση του Έλβις Πρίσλεϊ, ένα μουσικό έργο που ο Aλ Καπόνε έγραψε μέσα στο Aλκατράζ (μέρος του οποίου έχει ενσωματώσει και στο κομμάτι του «Humoresque» από το νέο του άλμπουμ) και άλλα πολλά παρόμοια.
Υπάρχουν πολλά ακόμη αξιοσημείωτα γεγονότα που φανερώνουν τον αψυχολόγητο χαρακτήρα του White.
Από τα περιοριστικά μέτρα που εξέδωσε εναντίον του το μοντέλο και πρώην γυναίκα του Kare Elson μέχρι τη φιλοδοξία του να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα στείλει δίσκο στο Διάστημα, και από τις φημολογούμενες απειλές εναντίον του ντράμερ των Black Keys, Patrick Carney, μέχρι το ρεκόρ που κατέχει ως ο ιδιοκτήτης του «Blue Room», δηλαδή του μοναδικού λαϊβάδικου στον κόσμο που ηχογραφεί συναυλίες σε βινύλιο σε πραγματικό χρόνο, αποδεικνύει πως είναι ένας άνθρωπος ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο.
Το τελευταίο περιστατικό σε αυτή την τεράστια αλυσίδα ήταν η ανακοίνωση πως στις συναυλίες της επερχόμενης περιοδείας του για την υποστήριξη της πρόσφατης κυκλοφορίας του θα απαγορεύονται αυστηρώς τα κινητά, προκειμένου να δημιουργηθεί μια «100% ανθρώπινη εμπειρία».
Είτε θεωρείτε τον Jack White έναν σκατοπερίεργο γκρινιάρη είτε μια μουσική μεγαλοφυΐα, το μόνο βέβαιο είναι πως έχει αναδειχτεί σε μια εμβληματική μορφή της σύγχρονης ροκ ιστορίας, απασχολώντας την κοινή γνώμη με κάθε μέτριο δίσκο ή απαράδεκτη δήλωσή του.
Ελπίζω, λοιπόν, πέρα από τις ανοησίες που ξεστομίζει και θα πρέπει να ανεχτούμε στο μέλλον, να έχει μερικούς ακόμη καλούς δίσκους να δώσει στο κοινό που επιμένει να ενδιαφέρεται κυρίως για την καλή μουσική και όχι για όλα τα υπόλοιπα με τα οποία μας αναγκάζει να ασχολούμαστε κατά καιρούς. Εμείς θα είμαστε εδώ, να περιμένουμε. Το μόνο που δεν ξέρω είναι για πόσο ακόμη!
σχόλια