Αν για κάποιον λόγο διάλεγα έναν μουσικό για να κάνει θριαμβευτικό comeback στην εποχή που ζούμε, θα διάλεγα τον Arthur Russell. Όχι επειδή υπήρξε σπουδαίος τσελίστας ή είχε τόσο ιδιαίτερη φωνή, αλλά επειδή πιστεύω πως η Ιστορία κάτι τού χρωστάει. Φέτος επανακυκλοφορεί σε remastered έκδοση το σπουδαίο single του Arthur Russell «Let’s go swimming» (απ’ το μακρινό 1986) σε βινύλιο και CD, με δικά του mix και την coastal dub εκδοχή του κομματιού απ’ τον Walter Gibbons, συν μια ακυκλοφόρητη version του «Make 1,2». Θυμάμαι ότι αντίκρισα το εξώφυλλο του «World οf Echo» σ’ ένα παλιό «Ποπ+Ροκ». Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα το όνομα Arthur Russell κι ενώ δεν γνώριζα τίποτα γι’ αυτόν το μουσικό, μου είχε προκαλέσει περιέργεια η περιγραφή του ήχου του, αυτό το μπλέξιμο διάφορων μουσικών στυλ. Όταν, δε, άκουσα τη φωνή του, συνειδητοποίησα πως έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ ξεχωριστό.
Ο Arthur Russell γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Αϊόβα των ΗΠΑ. Η γνωριμία του με τον Allen Ginsberg, τον οποίο συνόδευε με τσέλο σε απαγγελίες έργων του, τον έκανε σχετικά γνωστό και τον έφερε στην Νέα Υόρκη. Ο Russell έζησε σαν ηδονιστής το nightlife του Μεγάλου Μήλου, μπλέχτηκε με την gay underground σκηνή και στροβιλίστηκε σε θυελλώδεις σχέσεις με διάφορους ερωτικούς συντρόφους. Η ενασχόλησή του με τον αβανγκάρντ μουσικό χώρο The Kitchen, μέσω του Rhys Chatham, τον οδήγησε σε διάφορα μουσικά σχήματα που υπήρξαν κατά βάση βραχύβια. Η επιτυχία ήρθε με το σχήμα των Loose Joints, όταν ηχογράφησε κάποια disco κομμάτια στη θρυλική West End Records. Ήταν το ξεκίνημα των ‘80s, η disco έπνεε τα λοίσθια, η Νέα Υόρκη στρεφόταν προς το punk/new wave, το CBGB έμοιαζε πιο σημαντικό απ’ το Studio 54. Αλλά το μαγικό άγγιγμα του σπουδαίου Larry Levan στο remix του «Is it all over my face?», το 1980, χάρισε στους Loose Joints έναν disco ύμνο, κάνοντας το κομμάτι απαραίτητο συστατικό στα σετ του Levan στο θρυλικό κλαμπ Paradise Garage. Το πρώτο του άλμπουμ «Tower of Meaning» σε label του Philip Glass ήταν πολύ πειραματικό για ν’ αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό. Έπρεπε να φτάσει το 1987 για να δει, με την κυκλοφορία του «World of Echo», το όνομά του ν’ ακούγεται έξω απ’ το στενό πλαίσιο των νεοϋορκέζικων κύκλων. Το «World of Echo», ένα κατά τα φαινόμενα ambient άλμπουμ, διέφερε από κάθε αντίστοιχη ηλεκτρονική κυκλοφορία του είδους, κυρίως γιατί ηχογραφήθηκε με φυσικά όργανα (τσέλο, κρουστά, διάφορα echoes). Αλλά αυτό που ξεχώριζε τόσο έντονα όταν άκουγες αυτά τα τραγούδια ήταν η φωνή του Russell: ανδρόγυνη, αλλά βαθύτατα εσωτερική και σε κάποια σημεία σπαρακτική. Άλλες συλλογές που κυκλοφόρησαν με κομμάτια του Russell (όπως το «Another Thought», το «Instrumentals, 1974-Vol.2» ή το «The World Of Arthur Russell») αποκαλύπτουν έναν μουσικό ανήσυχο, που προσπαθούσε να μπλέξει το τσέλο με την disco, το αβανγκάρντ με τη χορευτική μουσική. Ως συνθέτης άφηνε ανολοκλήρωτα έργα, παίζοντας συνέχεια μ’ εκδοχές του ίδιου κομματιού. Λέγεται πως υπάρχουν πάνω από 1.000 ακυκλοφόρητα δικά του tapes. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Russell δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστός. H φήμη του αποκαταστάθηκε κυρίως μετά τον θάνατό του. Πέθανε από AIDS τον Απρίλιο του 1992. Ήταν μόλις 40 ετών.
Το «Let’s go swimming» κυκλοφορεί σε remastered βερσιόν με διάφορα remixes από την Audika Records.
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Μέχρι προχθές τους ξέραμε ως Vex’d. Το σχήμα του Jamie Teasdale (ή αλλιώς Jamie Vex’d) και του Roly Porter δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει ποτέ φήμη εφάμιλλη ενός Burial ή ενός Kode9, αλλά ήταν πάντα μια σημαντική συνιστώσα του dubstep ήχου. Το άλμπουμ τους «Degenerate», που βγήκε το 2005 στην εταιρεία Planet Mu, ήταν τόσο διαφορετικό απ’ όσα είχαν την ταμπέλα dubstep ως τότε: σκοτεινό, σκληρό, σχεδόν industrial, έδειχνε να μην έχει καμιά dance προοπτική, καμιά πρόθεση ν’ ανήκει κάπου. Στα χρόνια που ακολούθησαν τήρησαν πιστά τις αρχές τους σε λάιβ εμφανίσεις αλλά και στο «Cloud Seed» του 2010, που άγγιζε τα όρια του grime. Φέτος, τα δυο μέλη του σχήματος κυκλοφορούν προσωπικά άλμπουμ. O Jamie Vex’d ηχογραφεί το πρώτο του άλμπουμ ως Kuedo (το οποίο δεν έχω ιδέα τι μπορεί να σημαίνει). Το «Severant» ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις των τελευταίων μηνών για τ’ ανυποψίαστα αυτιά μου. Ο ήχος των Vex’d εξαφανίστηκε στην πορεία προς μια πιο «καθαρή» μουσική, συμμετρική και πολυεπίπεδη. Dubstep μεν, αλλά με στοιχεία ambient και techno. Ακόμα και ‘80s συνθεσάιζερ ξεπροβάλλουν, στη λογική του Ryuichi Sakamoto ή του Vangelis. Τα beats δεν έχουν χαμηλώσει τόσο πολύ, όμως είναι εμφανής η έλλειψη του μπάσου, αυτού που «βρόμιζε» τον ήχο τους και τους ταυτοποιούσε. Είναι τόσο πολλοί οι δρόμοι που ανοίγει το «Severant» και τόσο άπλετοι οι ορίζοντες που του ανήκουν, που θα μπορούσε να ορίσει από μόνο του ένα ολόκληρο υποείδος. Ηλεκτρονική μουσική υψηλού επιπέδου.
Στον αντίποδα, o Roly Porter στο «Aftertime» δείχνει μπαφιασμένος απ’ τις dubstep λοξοδρομήσεις των Vex’d και προβάλλει τις ανησυχίες του σ’ έναν απροσπέλαστο experimental ήχο, βγαλμένο απ’ τις θορυβώδεις αναζητήσεις των SunnO))). Είναι τόσο πολλά τα είδη που μπλέκουν στο «Aftertime», που κάνουν την ταξινόμηση δύσκολη. Εκεί που νομίζεις πως ακούς το ηλεκτρονικό σάουντρακ από πειραματικά φιλμάκια των ‘70s, η μουσική μεταλλάσσεται σε modern classical και στη συνέχεια σε drone ηλεκτρονικούς παλμούς. Οι ακατανόητοι τίτλοι των κομματιών θυμίζουν Autechre, αν λέει κάτι αυτό. Δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους κυκλοφορίες, δύο σπουδαία άλμπουμ ωστόσο.
Το «Severant» του Kuedo κυκλοφορεί από την Planet Mu, ενώ το «Aftertime» του Roly Porter από τη Subtext.
σχόλια