«ΑΥΤΟΣ Ο ΝΕΑΡΟΣ παίζει τεχνικά ήδη καλύτερα από όλους μας», είπε αυτάρεσκα ο Άρθουρ Ρουμπινστάιν το 1960, όταν ο Μαουρίτσιο Πολίνι (Maurizio Pollini), που ήταν τότε μόλις δεκαοκτώ ετών, κέρδισε το βραβείο Σοπέν στη Βαρσοβία. Αυτό το ταλαντούχο αγόρι έγινε θρύλος ανάμεσα στους μεγαλύτερους πιανίστες διεθνούς φήμης. Πέθανε στα 82 του χρόνια και τον θάνατό του ανακοίνωσε το Teatro alla Scala στο Μιλάνο. Ο Πολίνι είχε αποσυρθεί από το 2022 λόγω καρδιακών προβλημάτων.
Ο Πολίνι με την απαράμιλλη τεχνική δεξιοτεχνία, την πολύ σκληρή πειθαρχία και με ένα ακλόνητο μέσα στον χρόνο φυσικό ταλέντο μάς κληροδότησε μια σειρά ηχογραφήσεων των Μπετόβεν και Σοπέν που σήμερα θεωρούνται κλασικές. «Οι πιανίστες βέβαια μεγαλώνουν», έλεγε, «αλλά έχουν ένα εξαιρετικό αντίδοτο του χρόνου στο πλευρό τους, τη μουσική. Το να παίζεις κάθε μέρα για ώρες και ώρες είναι καλύτερο από το να πηγαίνεις γυμναστήριο: κρατά τον εγκέφαλό σου σε εγρήγορση και τα χέρια σου ευκίνητα. Στα πλήκτρα ο πόνος περνά, τα χρόνια ξεχνιούνται. Μόνος, βυθισμένος στη μουσική, ο χρόνος σταματά. Μερικές φορές, μάλιστα, γυρνάς πίσω και ξαναγίνεσαι νέος».
Από τη «ρομαντική» εκδοχή του Μπαχ μέχρι την ποικιλία των ηχοχρωμάτων και των όψεων που έφερε στον Μότσαρτ, ο Πολίνι προσπαθούσε πάντα να εμπλέξει το κοινό στη δουλειά του.
Οι ΝΥΤ γράφουν ότι ο Ιταλός πιανίστας καθόρισε τον μοντερνισμό και τον αποκαλούν «σπάνιο πιανίστα που ανάγκαζε τους ακροατές να σκεφτούν βαθιά. Ήταν ένας καλλιτέχνης με αυστηρότητα και επιφυλακτικότητα, του οποίου η αυτοπεποίθηση, η ασυμβίβαστη αμεσότητα και η σταθερή αφοσίωση στα ιδανικά του ήταν απόδειξη αυτού που ο συνάδελφός του, Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, αποκάλεσε "μια πολύ υψηλή ηθική σεβασμού για τη μουσική"».
Όταν έπαιξε στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής στην Αθήνα το 2005 τρεις σονάτες Μπετόβεν, η ακρίβεια και η καθαρότητα της ανάγνωσής του ήταν αξιοθαύμαστες και η ερμηνεία του χειμαρρώδης. Ο Πολίνι έπαιξε για περισσότερο από μισό αιώνα και είτε ερμήνευε έργα του Μπετόβεν είτε του Σούμαν η ικανότητά του ήταν απαράμιλλη.
Chopin: 12 Études, Op. 10 - No. 1 in C Major "Waterfall"
Ο κριτικός Έντουαρντ Σάιντ είχε γράψει κάποτε ότι η τεχνική του «σας επιτρέπει να ξεχάσετε εντελώς την τεχνική». Ωστόσο δεν ήταν λίγες οι φορές που η τεχνική του ικανότητα προκαλούσε διαμάχες. Ο ίδιος, έχοντας ακλόνητη ερμηνευτική ακεραιότητα, αναγνωρίστηκε ως μοντερνιστής δεξιοτέχνης του πιάνου.
Η πίστη του στη μουσική ήταν τεράστια, αλλά με μεγάλο νεωτερισμό στην ερμηνεία. Από τη «ρομαντική» εκδοχή του Μπαχ μέχρι την ποικιλία των ηχοχρωμάτων και των όψεων που έφερε στον Μότσαρτ, ο Πολίνι προσπαθούσε πάντα να εμπλέξει το κοινό στη δουλειά του: «Πρέπει», εξηγούσε, «να μάθουμε να καταλαβαίνουμε τη σιωπή, τις παύσεις, ως βασικά στοιχεία της μουσικής, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τους συγχρόνους μας. Επιπλέον, οι καινοτομίες ήταν πάντα τρομακτικές και χρειάζονταν κάποιο χρόνο για να καθιερωθούν: όταν ο Μπετόβεν έγραψε την "Eroica", πολλοί είπαν "ας ελπίσουμε ότι θα επιστρέψει στη σύνθεση πιο ήπιας μουσικής". Αλλά στο μεταξύ η δημιουργία συνεχίζεται».
Μια ιστορία μουσικής και πολιτικής
Το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1972 η αίθουσα Βέρντι του Ωδείου του Μιλάνου ήταν γεμάτη από τα μέλη της αστικής τάξης της πόλης που είχαν φτάσει στην αίθουσα για να χειροκροτήσουν έναν πιανίστα της τάξης τους που ήταν ήδη διάσημος, όντας γιος του αρχιτέκτονα Τζίνο Πολίνι και ανιψιός του γλύπτη Φάουστο Μελότι.
Ο νεαρός μουσικός δεν πήγε να καθίσει στο πιάνο, αλλά έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του και άρχισε να διαβάζει ένα «μήνυμα», υπογεγραμμένο επίσης από τους Κλαούντιο Αμπάντο, Λουίτζι Νόνο και Μπρούνο Κανίνο, εναντίον των αμερικανικών βομβαρδισμών στο Βιετνάμ. Μόλις πρόφερε τη λέξη «Βιετνάμ» ήταν σαν να έσκασε μια βόμβα στην αίθουσα. Προσβεβλημένος από τα σφυρίγματα και τις ύβρεις, ο μουσικός έφυγε από την αίθουσα και δήλωσε στους διοργανωτές ότι θα επέστρεφε για να παίξει μόνο αν του επιτρεπόταν να διαβάσει το «μήνυμα». Αλλά δεν του επετράπη και η συναυλία δεν πραγματοποιήθηκε.
MAURIZIO POLLINI - Beethoven Piano Concerto # 5 (Emperor) / ABBADO /Sinfonica di Roma
Το επεισόδιο πυροδότησε μια σφοδρή διαμάχη. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ίντρο Μοντανέλι τάχθηκε κατά του Πολίνι, θεωρώντας την προσπάθειά του να αναμείξει την τέχνη και την πολιτική «ασυγχώρητη», ενώ ο Ουμπέρτο Έκο υπερασπίστηκε σθεναρά τον μουσικό σε ένα άρθρο που δημοσίευσε αργότερα, με τίτλο «Η μπριζόλα και η πολιτική» («The steak and politics»), στο βιβλίο του «Il costume di casa».
Αν ο Πολίνι –υποστήριξε ο Έκο– είχε διαβάσει «μια δήλωση συγκινητικής αλληλεγγύης» για τα θύματα μιας πλημμύρας στην Πολωνία ή ενός σεισμού στη Σικελία ή ενός τρομακτικού αεροπορικού δυστυχήματος, το ίδιο κοινό που δεν του επέτρεψε να μιλήσει για τα «θύματα άγριων βομβαρδισμών που συγκλόνισαν όλο τον κόσμο»» θα είχε σηκωθεί και χειροκροτήσει. Αυτό το ακροατήριο κάνει διάκριση μεταξύ θυμάτων και θυμάτων: «Επομένως, αυτοί που επιδίδονται σε ανοιχτή, δηλωμένη, βάναυση πολιτική είναι το κοινό που φίμωσε τον Πολίνι: του είπαν "αυτοί οι θάνατοι δεν ανήκουν σε όλους, όπως οι θάνατοι ενός σεισμού. Είναι μόνο δικοί σου και φίλοι σου. Υπάρχουν νεκροί και νεκροί"».
Ο Έκο παρατήρησε ότι οι καλλιτέχνες δεν έχουν το δικαίωμα αλλά το καθήκον να συνδέουν συνεχώς την τέχνη τους με τον περιβάλλοντα κόσμο: τελικά, οι μεγάλοι συγγραφείς των «κειμένων» που παίζει ο Πολίνι στο πιάνο έγραψαν τη μουσική τους «αντιδρώντας στις ιστορικές συνθήκες, στα συγκεκριμένα γεγονότα, στα πάθη της στιγμής». Αν ο Πολίνι είχε ξεχάσει το Βιετνάμ και τους άτυχους ανθρώπους που σφαγιάστηκαν από τις βόμβες, θα είχε περιορίσει τη συναυλία σε «τελετουργικό νεκροταφείου» και έτσι θα είχε ικανοποιήσει το κοινό που ήθελε ακριβώς αυτό, μια συναυλία παρόμοια με μια «κηδεία νεκρής μουσικής», έναν τόπο πνευματικού ευνουχισμού.
«Δεν είχα σκοπό να κάνω πολιτική προπαγάνδα», εξηγούσε αργότερα στην «Corriere della Sera», «ήταν μια απλή διαμαρτυρία ενάντια σε ένα βάναυσο επεισόδιο πολέμου». Η πολιτική δέσμευση του Πολίνι ήταν συχνά εμφανής: το 2011 υπέγραψε ένα κείμενο όπου πολλοί διανοούμενοι, όπως ο Ουμπέρτο Έκο και ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, ζητούσαν την παραίτηση του τότε πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Chopin: Nocturne No. 1 In B Flat Minor, Op. 9 No. 1
Μια ζωή μέσα στη μουσική
Ο Μαουρίτσιο Πολίνι γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 5 Ιανουαρίου 1942, γιος του ορθολογιστή αρχιτέκτονα Τζίνο Πολίνι και της μουσικού Ρενάτα Μελότι. «Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον ενθουσιασμού για την τέχνη γενικά», έλεγε. «Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί, η μητέρα μου τραγουδούσε, ο θείος μου έπαιζε πιάνο και θεωρούσε τη μουσική μια σπουδαία πηγή έμπνευσης για τα έργα του. Αυτό που θυμάμαι καλά και με ευχαρίστηση είναι η στάση απέναντι στο μοντέρνο: η αγάπη για το νέο, πάντα».
Άρχισε να σπουδάζει πιάνο και στα 18 του κέρδισε την πρώτη θέση στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Σοπέν, το 1960 στη Βαρσοβία.
Μετά από τις πρώτες του επιτυχίες περιόρισε τις συναυλίες του –στη δεκαετία του 1960– και αφοσιώθηκε στις σπουδές του, διευρύνοντας τη μουσική του εμπειρία και το ρεπερτόριό του. Σπούδασε με τον Αρτούρο Μπενεντέτι Μκελάντζελι, από τον οποίο λέγεται ότι απέκτησε «ακρίβεια στην τεχνική και συγκρατημένο συναισθηματισμό». Ο Αμερικανός μουσικοκριτικός Τζον Ρόκγουελ συνόψισε το «σκληρό και μοντέρνο» στυλ του Πολίνι ως ένα στυλ «ψυχραιμίας, έντασης και δεξιοτεχνίας», σημειώνοντας τον τονικό του έλεγχο και την «απόλυτη δεξιοτεχνία του».
Ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, έδωσε ρεσιτάλ και εμφανίστηκε με ορχήστρες στην Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Άπω Ανατολή. Ήταν αριστερός ακτιβιστής τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και συνδέθηκε με τα ίδια ιδανικά με τον Κλαούντιο Αμπάντο, δίνοντας συναυλίες στη Σκάλα του Μιλάνου για φοιτητές και εργάτες, με στόχο να δημιουργήσει ένα διαφορετικό κοινό, πιστεύοντας ότι όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση στην πνευματικότητα και την τέχνη.
Schubert / Pollini, 1983: Klaviersonate A-Dur D. 959 - Complete
Έπαιξε «καθοριστικό ρόλο» στο Φεστιβάλ Όπερας Ροσίνι στο Πέζαρο, διευθύνοντας τη «La donna del lago» το 1981. Η περίσταση ήταν ένα «ορόσημο» στη μεταπολεμική αναβίωση του Ροσίνι. Το 1987 έλαβε το τιμητικό δαχτυλίδι της Φιλαρμονικής της Βιέννης για τα κοντσέρτα για πιάνο του Μπετόβεν στη Νέα Υόρκη υπό τη διεύθυνση του Αμπάντο.
Έχοντας ένα ρεπερτόριο με έργα που κυμαίνονται από τον Μπαχ έως τον Μπουλέζ, τον Βέμπερν και τον Στοκχάουζεν, συχνά υπερασπίστηκε λιγότερο δημοφιλή και πιο πρόσφατα έργα που τα χρηματοδοτούσε, ενώ στις συναυλίες του προσέφερε χαμηλού κόστους, φοιτητικά εισιτήρια.
«Σίγουρα δεν είμαι υπέρ μιας ψυχρής προσέγγισης της μουσικής», έλεγε. «Αυτό θα περιόριζε τη δύναμη μιας μουσικής δημιουργίας. Την αντικειμενικότητα μπορώ να την καταλάβω με έναν ορισμένο τρόπο. Θέλω η μουσική να μιλάει από μόνη της, αλλά η μουσική που παίζεται ψυχρά δεν αρκεί. Θα ήταν λάθος να είμαστε αποστασιοποιημένοι».
«Η ίδια η τέχνη, αν είναι πραγματικά σπουδαία, έχει μια προοδευτική πτυχή που χρειάζεται μια κοινωνία, ακόμη και αν φαίνεται απολύτως άχρηστη από αυστηρά πρακτικής άποψης», δήλωσε στην «Guardian» το 2011. «Κατά κάποιον τρόπο, η τέχνη μοιάζει λίγο με τα όνειρα μιας κοινωνίας. Φαίνεται να συνεισφέρουν ελάχιστα, αλλά ο ύπνος και τα όνειρα είναι ζωτικής σημασίας, καθώς ένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτά, με τον ίδιο τρόπο που μια κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την τέχνη».
Maurizio Pollini ~ Schoenberg op. 11, 19, 23, 25, 33a, 33b ~ 1974 live
Ο Πολίνι παρακολουθούσε τη σύγχρονη τέχνη, διάβασε επανειλημμένα όλο τον Σαίξπηρ στα αγγλικά και στα ιταλικά και μελέτησε παρτιτούρες πολύ πέρα από εκείνες για πιάνο. Αλλά επέλεγε αυτά που εκτελούσε με προσοχή, δεσμευόμενος μόνο σε έργα που ήξερε ότι δεν θα βαριόταν ποτέ και που είχαν συμβάλει σε αυτό που θεωρούσε ως εξέλιξη της μουσικής. Ανάμεσα στις εξαιρετικές ηχογραφήσεις των κοντσέρτων του Μότσαρτ, του Μπετόβεν και του Μπραμς, ομολογούσε ότι άκουγε ακόμα και Ραχμάνινοφ από καιρού εις καιρόν.
«Έχουμε το πιο όμορφο ρεπερτόριο που έχει γραφτεί ποτέ για ένα όργανο», είπε σε συνέντευξή του στους «Times» το 2006. «Έχουμε στη διάθεσή μας έναν πλούτο. Και έπειτα έχουμε να κάνουμε με ένα όργανο που έχει απολύτως εξαιρετικές δυνατότητες. Δεν υπάρχουν όρια στο τι μπορείτε να κάνετε στο πιάνο».