Σε τι ωφελεί να παίζουμε Μπετόβεν όταν οι άνθρωποι πεινούν;
Miguel Angel Estrella
Le Monde Diplomatique, Ιούνιος 1989
Γεννημένος στην επαρχία Τουκουμάν (βόρεια Αργεντινή), ο Miguel-Angel Estrella είναι ένας πιανίστας διεθνούς φήμης. Οι ανθρωπιστικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν πολύ νωρίς να παίζει για τους πιο ταπεινούς. Οι στρατιωτικές αρχές τον ανάγκασαν, το 1976, να εγκαταλείψει τη χώρα του. Στην Ουρουγουάη, το 1977, υπέστη τη μοίρα των "εξαφανισμένων"... Μόνο χάρη σε μία παγκόσμια εκστρατεία αλληλεγγύης θα μπορέσει, το 1980, να ξανακερδίσει την ελευθερία του. Ζώντας στη Γαλλία, ίδρυσε την Musique Espérance (Μουσική της Ελπίδας).
*
Από την μέχρι τώρα εμπειρία μου, έχω κρατήσει ότι η μουσική είναι ένα είδος αποκάλυψης. Από τα εφηβικά μου χρόνια, και ακόμη και τώρα, όταν ανακαλύπτω νέα μουσικά έργα, αισθάνομαι τεράστια εσωτερική ευδαιμωνία. Γι' αυτό και έχω πειστεί ότι η μουσική έχει μεγάλη δύναμη επικοινωνίας και ότι όταν φτιάχνουμε μουσική, διηγούμαστε πράγματα, ακόμη και υποσυνείδητα. Μπροστά σε ένα κοινό που δεν έχει δει ποτέ του, για παράδειγμα, πιάνο ή κλαρινέτο, συνειδητοποιώ ότι η πρώτη επαφή με τη μουσική είναι μία αποκάλυψη και ότι δημιουργείται τότε ένα είδος θρησκευτικής σχεδόν ομοψυχίας μεταξύ της μουσικής και των ανθρώπων. Πιστεύω ότι η τέχνη μας έχει παρεκκλίνει εδώ και πολύ καιρό, ειδικά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η μουσική έχει γίνει το αντικείμενο ενός ανταγωνισμού με μοναδικό σκοπό τη φήμη ή τον πλουτισμό. Η μουσική έχει εκτραπεί από τον θεμελιώδη ρόλο της επικοινωνίας. Ποιος μπορεί, πράγματι, όπως αυτή, να μιλάει σε όλους χωρίς ο κόσμος να γνωρίζει τους κώδικές της;
Πριν από είκοσι χρόνια, ένας ατζέντης που έκλεινε συναυλίες μου είπε στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο: "Δεν χρειάζεται να δίνεις όλο σου τον εαυτό όταν παίζεις, παρά μόνο στις μεγάλες μητροπόλεις." Μου πρότεινε να παίζω διακόσιες πενήντα φορές το χρόνο και του είπα ότι για μένα αυτό ήταν εντελώς αδύνατο: κάθε συναυλία έχει πολύ μεγάλη συναισθηματική και νευρική φόρτιση· χρειάζομαι, μετά από μια συναυλία, τρεις μέρες ζωής και καθημερινής δουλειάς στο πιάνο μου. Μου απάντησε: "Μα αυτό είναι πολύ εύκολο. Τα δίνεις όλα στις μεγάλες πόλεις, αλλά για τις άλλες δεν χρειάζεται, απλώς βάζεις μπρος τη μηχανή."
Συμβαίνει, όταν παίζουμε, να είμαστε σε μια τέτοια υπερευαίσθητη κατάσταση που εκατοντάδες νέες ιδέες μας έρχονται στο μυαλό, εμπνευσμένες από την παρουσία του κοινού. Έτσι, για ορισμένα έργα όπου εμπλέκεται πολύ το συναίσθημα, το ρομαντικό ρεπερτόριο λόγου χάρη ή οι δραματικές σονάτες του Μπετόβεν, αρχίζουμε να βρίσκουμε τη γαλήνια και παθιασμένη γραμμή της μουσικής έκφρασης μόνο αφού τα παίξουμε είκοσι φορές μπροστά στο κοινό.
Στις φυλακές ή μπροστά σε αγρότες, παίζουμε το ίδιο κομμάτι πολλές φορές στη σειρά, κάτι που δεν γίνεται σε συναυλίες. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε την εικόνα που αντιστοιχεί στη μουσική, μια στιγμή δημιουργικότητας, μεγαλύτερης συνενοχής. Στη φυλακή Baumettes, στη Μασσαλία, έπαιξα ένα κομμάτι του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, και ένας κρατούμενος είπε ότι ένιωσε σαν να βρισκόταν αλλού, ότι είχε ταξιδέψει με αυτήν τη μουσική και ότι είχε καταλήξει στην Ελβετία, κάτι που του ήταν ωστόσο αδιάφορο· πίσω του είχε δει ένα κάστρο που ούτε κι αυτό τον ενδιέφερε, και μπροστά του ήταν μια λίμνη. Αυτή η λίμνη ήταν όμως σημαντική λόγω του χρώματος του νερού, που τέτοιο δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ένας άλλος μου είπε: "'Ημουν κι εγώ αλλού, καθόμουν στην άκρη ενός ποταμού όπου το νερό έρεε γαλήνια." Και ένας άλλος απλά σχολίασε: "Bρέχει." Ωστόσο εγώ δεν είχα φανερώσει καθόλου τα δικά μου συναισθήματα, είχα μόνο παίξει το κομμάτι τρεις φορές. Αργότερα, έβγαλα την παρτιτούρα όπου είχα σημειώσει τις πρώτες μου εντυπώσεις καθώς δούλευα πάνω σε αυτό το έργο: "Το νερό που ρέει γαλήνια". Έτσι, είχαμε μοιραστεί την ίδια ιδέα του νερού.
Μια μέρα, ένας κατάδικος μου μίλησε για μία μουσική, μάλλον εμπορική. Τον ρώτησα για ποιο πράγμα μιλούσε αυτή η μουσική. Μου είπε: "Αυτό λέγεται Γράμμα στη μητέρα μου." Και τότε τον ρώτησα: "Θέλεις να παίξω ένα γράμμα στη μητέρα σου;" - Βέβαια. - Πώς είναι η μητέρα σου; - Είναι καλή και αγαπάει τρελά, αυτή η γυναίκα."
Του έπαιξα ένα νοτούρνο του Γκαμπριέλ Φωρέ. Οι φυλακισμένοι το άκουσαν μέσα σε απόλυτη σιωπή και μου ζήτησαν να το επαναλάβω, κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Το ίδιο αυτό νοτούρνο το έπαιξα αργότερα στη Νικαράγουα μπροστά σε μια ομάδα αγροτών που δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένοι με το πιάνο. Το έπαιξα χωρίς να πω τίποτα. Στο τέλος, ένας χωρικός σηκώθηκε: "Βλέπεις, είναι σαν να είχαμε λύσει όλα τα προβλήματά μας και το μόνο που έμενε ήταν η αγάπη στη ζωή. Έτσι θα μπορούσαμε να κοιτάμε τον ουρανό και να νιώθουμε αγάπη ο ένας για τον άλλον. "Στην Αργεντινή, ένας αγρότης μετά από ένα αντάτζιο του Μπετόβεν σηκώθηκε μπροστά μου και άρχισε να φωνάζει: "Συνέχισε να προσεύχεσαι αδερφέ!" Και ήξερα ότι ήταν μια προσευχή.
Ο εξόριστος Σοπέν στους καταπιεσμένους Χιλιανούς
Οι καθηγητές των ωδείων δεν επιμένουν αρκετά σε αυτήν την πλευρά της άμεσης επικοινωνίας της μουσικής. Τους απασχολεί ιδιαίτερα η τεχνική τελειότητα, η μετρονομική εργασία και ξεχνάμε την ουσία που είναι η αναπνοή των ήχων, η ορμή, η ενέργεια που πρέπει να ψάξει κανείς εντός του για να μεταδώσει καλύτερα κάθε συναίσθημα. Η μουσική αποκαλύπτει μέσα μας πράγματα και αυτή η αποκάλυψη μπορεί να γίνει συλλογική. Έχω γνωρίσει πολύ έντονες στιγμές νιώθοντας μερικές φορές ότι άγγιζα το κοινό και επικοινωνούσα βαθιά μαζί του. Άλλοι μου έχουν πει ότι οι ήχοι τους χάϊδευαν.
Πρόσφατα, στην Αντίμπ, ήταν παρόντες πολλοί νέοι. Τους είπα: "Μπορώ να σας προσφέρω, αν θέλετε, μία συμβατική συναυλία ή μία συναυλία α λα καρτ. Φώναξαν: "Ψηφίζουμε α λα καρτ." Μερικοί, πολύ χαλαροί, με ρώτησαν: "Τι σημαίνει η αγάπη για σένα στη μουσική;" Έπαιξα Σούμαν και Μπραμς. Και μετά: "Τι είναι η ταραχή για σένα;" Και έπαιξα την ένατη σπουδή του Σοπέν. "Τι είναι ο θάνατος, ο αισθησιασμός;" Ήταν πολύ ωραίος αυτός ο γύρος των ανθρώπινων συναισθημάτων. Δεν ήθελα να φύγω και ούτε κι αυτοί, έτσι νιώσαμε ότι ζούσαμε μια πραγματικά εντελώς εξαιρετική στιγμή.
Πιστεύω πως εμείς οι μουσικοί, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι είμαστε κατ 'αρχήν πολύ γενναιόδωροι: χρειαζόμαστε την ανθρώπινη επαφή και έχουμε ανάγκη να είμαστε δοτικοί. Αλλά το περιβάλλον μας μάς δημιουργεί σιγά-σιγά, καθώς προχωράμε στο επάγγελμά μας, σκληρούς περιορισμούς, κυρίως υλικής φύσης. Επομένως, μας είναι πολύ δύσκολο να συνδυάζουμε αυτήν την ευαισθησία και την αγωνία της καριέρας. Έχει γίνει σχεδόν μόδα να παίζουμε για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εφ' όσον αυτό φέρνει μεγάλη δημοσιότητα. Ή να παίζουμε για τους πρόσφυγες, εφόσον αυτό γίνεται μπροστά σε όλες τις τηλεοράσεις του κόσμου. Είναι η εμπορική εκμετάλλευση μιας γενναιόδωρης ιδέας.
Τίποτα δεν αξίζει περισσότερο για έναν μουσικό όσο αυτό που βιώνει επί τόπου. Για παράδειγμα, είχα διαβάσει πολλά για τα παλαιστινιακά στρατόπεδα, αλλά όταν ήμουν εκεί κατάλαβα όλο το δράμα πολύ πιο γρήγορα, εξαιτίας των προσώπων και των βλεμμάτων που δεν έχω ξεχάσει. Μπορώ να βιώσω όλη αυτή την εμπειρία γιατί υπάρχει η Μουσική της Ελπίδας [η ΜΚΟ Διεθνής Συνομοσπονδία Μουσική της Ελπίδας (FIME) που δημιούργησε ο Miguel Ángel Estrella - σ.σ.] Διαφορετικά, θα ζούσα με έναν εντελώς διαφορετικό, πολύ απομονωμένο τρόπο.
Μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά ισχύει το ίδιο για όλους τους μουσικούς που εργάζονται για τη Μουσική της Ελπίδας. Όταν πήγαμε στη Χιλή, στις φτωχές συνοικίες του Σαντιάγο ή στις αγροτικές περιοχές, αισθανθήκαμε ότι συνεισφέραμε κάτι επειδή το κάναμε σε ένα πλαίσιο που ονομάζεται Μουσική της Ελπίδας. Δεν μιλούσαμε για τα ανθρώπινα δικαιώματα γιατί δεν θέλαμε να μας διώξουν, αλλά μιλούσαμε για τον Μπετόβεν, τη ζωή του, παίζοντας ορισμένα κομμάτια, και για όλα τα όνειρά του για τη Γαλλική Επανάσταση. Έπαιξα Σοπέν και διηγήθηκα την εξορία αυτού του Πολωνού συνθέτη και όλα ήταν τόσο συνδεδεμένα με τη χιλιανή ζωή που το κοινό εκφραζόταν με απίθανες φράσεις και κραυγές. Και όλοι έφευγαν από τη συναυλία λέγοντας: "Πρέπει να ξαναβρούμε τη δημοκρατία!"
Αισθάνομαι εδώ και πολύ καιρό ότι η μουσική έχει αυτή τη δύναμη μέσα της που καθιστά δυνατά πράγματα φαινομενικά αδύνατα. Όταν βγήκα από τη φυλακή στην Ουρουγουάη, κατάλαβα ότι αν δεν ήμουν μουσικός, δεν θα είχα μείνει ζωντανός. Αλλά το γεγονός ότι οι συνάδελφοί μου μουσικοί κατάφεραν να με απομακρύνουν από τη δραματική κατάσταση στην οποία είχα βυθιστεί με οδήγησε να σκεφτώ: "Είμαι ο πρώτος κρατούμενος που απελευθερώθηκε στην Ουρουγουάη χάρη στη διεθνή αλληλεγγύη." Χιλιάδες ενέργειες είχαν γίνει υπέρ των πολιτικών κρατουμένων στην Ουρουγουάη, αλλά ποτέ δεν έγινε εφικτό να απελευθερωθεί ένας κρατούμενος. Η μουσική το μπόρεσε. Έτσι είπα στον εαυτό μου: "Εάν ήταν δυνατό για πρώτη φορά στην Ουρουγουάη να απελευθερωθεί ένας κρατούμενος χάρη σε μία μουσική δράση, γιατί να μην φανταστούμε ότι η μουσική μπορεί να παίξει ένα μόνιμο ρόλο και όχι μόνο για ένα άτομο;"
Όταν η σύζυγός μου η Μάρθα και εγώ ξεκινήσαμε τα μουσικά μας πειράματα στις παραγκουπόλεις, στις πολύ φτωχές γειτονιές, στις περιθωριακές αγροτικές περιοχές, συνειδητοποιήσαμε πολύ καλά ότι η μουσική έκανε τους ανθρώπους καλύτερους. Όλο αυτό, οι στρατιωτικοί στη Νότια Αμερική το έβλεπαν με κακό μάτι. Αντιλαμβάνονταν πολύ καλά αυτή την κινητοποίηση που προερχόταν από τα κάτω. Γι' αυτούς ήταν επικίνδυνο. Αυτή η δουλειά κοντά σε φτωχές κοινότητες αντιπροσωπεύει επίσης μία μορφή σύγχρονης πίστης.
Γνώρισα έναν Λατινοαμερικανό αγρότη που διηγόταν πως έβλεπε τη ζωή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, είχε ερωτευτεί τη μουσική που δεν είχε ποτέ ξανακούσει. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο Μπαχ και πίστευε ότι ήταν σύγχρονος, από τη βόρεια Αργεντινή. Ο άνθρωπος αυτός διηγόταν σε χιλιάδες ανθρώπους, σε ένα διυλιστήριο ζαχαροκάλαμου, πως είχε ανακαλύψει τη μουσική του Μπαχ, και πως στο τέλος είχε μάθει πως ο Μπαχ δεν ζούσε πλέον σήμερα, αλλά ότι υπήρξε ένας υπέροχος μουσικός. Η ανάγνωσή του ήταν τόσο διαφορετική απ' αυτή που κάναμε στο Ωδείο. Γι' αυτόν, ο Μπαχ ήταν ένας αδελφός, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, αντιμέτωπος με τα προβλήματα του κόσμου, αλλά πάνω απ' όλα ένας στρατευμένος άνθρωπος, μαζί με την οικογένειά του, με θρησκευτικές πεποιθήσεις που προσπαθούσε να βιώνει πλήρως, και όχι για να είναι αρεστός στις εκκλησιαστικές αρχές σε μια εποχή που οι μουσικοί ήταν σκλάβοι. Και τότε μίλησε για τη σημασία της λαϊκής μουσικής στον Μπαχ. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ και όμως έχω περάσει τρία χρόνια από τη ζωή μου μελετώντας τον!
Ο πατερναλισμός σκοτώνει τον διάλογο
Η προσέγγιση της Μουσικής της Ελπίδας συνίσταται στο να ενθαρρύνει τους μουσικούς να δίνουν μεγάλη προσοχή, φυσικά, στην καριέρα τους, αλλά και να τους πει, ταυτόχρονα, ότι αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος ζωής. Η κοινωνική δραστηριότητα και η αλληλεγγύη εμπλουτίζουν σε μεγάλο βαθμό την τέχνη τους. Είναι μια διαφορετική μορφή επικοινωνίας από αυτήν που προσφέρει η καταναλωτική κοινωνία. Η αποκατάσταση της μουσικής στο ρόλο της ως κοινωνό της ομορφιάς είναι επίσης μια προσέγγιση που αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των νέων ταλαντούχων μουσικών που πρέπει να υποστηρίζονται. Έτσι, άν καταφέρναμε να κινητοποιήσουμε τον τομέα της μουσικής, ο οποίος, όπως όλοι οι τομείς που συνδέονται με την τέχνη, είναι πολύ ατομικιστικός, ο πατερναλισμός θα έδινε τη θέση του σε μια πιο δίκαιη στάση. Ακόμα κι αν η ισότητα δεν είναι πάντα εύκολη, γιατί, αν για παράδειγμα πρόκειται να αδελφοποιήσουμε ένα ωδείο στη Βέρνη με ένα χωριό στη Νότια Αμερική, οι κάτοικοι αυτού του τελευταίου πρέπει να είναι σε θέση να μιλούν σε ισότιμη βάση με τους Ελβετούς μουσικούς. Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο για τους νέους του ωδείου της Βέρνης να μην είναι πατερναλιστικοί, δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους του Νότου να μην πέσουν στον παρασιτισμό. Και αυτό πρέπει να μαθαίνεται. Και το μαθαίνεις μόνο στην πράξη. Είναι η πρακτική που μας επιτρέπει να κατανοούμε ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι, ότι πρέπει να είμαστε ταπεινοί και ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε αμέσως.
Το πατερναλιστικό πνεύμα, που υπονοεί ότι μόνο στις μεγάλες μητροπόλεις των μεγάλων κεντρικών χωρών μπορούμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα κάθε χώρας, είναι πολύ επιβλαβές για τον διάλογο. Περιφρονούμε πολύ τις πολιτικές ταυτότητες αυτών των χωρών, γιατί, στο Βορρά, πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα. Το λέω με πατρική γνώση. Η αδελφοποίηση, όπως σχεδιάστηκε μετά τον πόλεμο δεν αντιπροσωπεύει πολλά πράγματα, οι πολίτες δεν συμμετέχουν. Η προσέγγιση της Μουσικής της Ελπίδας είναι μια κοινωνική, ανθρωπιστική προσέγγιση, η οποία δεν επιδιώκει καμία πολιτική, θρησκευτική, εμπορική ή άλλη εξουσία.
Σε ένα χωριό στα βόρεια της Αργεντινής, το οποίο έχει αδελφοποιηθεί με το ωδείο της Βέρνης, ήταν πολύ δύσκολο να κάνουμε τους αγρότες να καταλάβουν ότι ήταν αυτοί οι ίδιοι η Μουσική της Ελπίδας. Πάρα πολλοί άνθρωποι της πόλης (που απείχε 100 χιλιόμετρα) είχαν έρθει σε αυτό το ορεινό χωριό. Αλλά οι άνθρωποι της πόλης είναι η κυρίαρχη μεσαία τάξη. Καθώς η Μουσική της Ελπίδας έχει μεγάλο κύρος και συνδέεται με πολύ γνωστά ιδρύματα όπως η UNESCO ή το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι άνθρωποι της πόλης, που λατρεύουν την εξουσία πάνω απ' όλα, είδαν στη Μουσική της Ελπίδας ένα μέσο για να αναδειχθούν. Έτσι εισέβαλαν στο μικρό χωριό και, στην επιτροπή, για ενάμιση χρόνο, υπήρχαν μόνο κάτοικοι της πόλης που έδιναν εντολές. Οι κανονικοί κάτοικοι δεν συμμετείχαν καθόλου. Και θύμωνα κάθε φορά που πήγαινα για να παίξω επειδή ήμουν μπροστά σε μια μικτή επιτροπή, όπου, όμως, οι μόνοι που μιλούσαν ήταν οι κάτοικοι που έρχονταν μόνο όταν επρόκειτο να παίξω. Κάποια στιγμή, είπα "Μπάστα. Δεν είναι η Μουσική της Ελπίδας εδώ. Αν δεν αναλάβετε την πρωτοβουλία να οργανωθείτε γύρω από την ανάγνωση που κάνετε εσείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεκδίκησης του πολιτισμού σας, νομίζω ότι είναι καλύτερο να παραμείνουμε πολύ καλοί φίλοι και να έρχομαι εδώ να παίζω μια φορά το χρόνο. Τελεία και παύλα. Αλλά αυτό δεν είναι η Μουσική της Ελπίδας."
Υπήρξε σε αυτό το χωριό μια πολύ σοβαρή ένταση η οποία και πολιτικοποιήθηκε, επειδή υπήρχαν ορισμένοι που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν πολιτικά αυτό το εργαστήριο. Τότε οι αγρότες κινητοποιήθηκαν, τα καθάρισαν όλα και έμειναν μόνοι. Από τότε, λειτουργεί υπέροχα. Φέτος η UNESCO έμαθε πώς λειτουργούσε αυτό το εργαστήριο, πώς οι αγρότες διεκδικούσαν τη μουσική τους, τον πολιτισμό τους και πώς ανοίγονταν και σε πολιτιστικές επιρροές από αλλού. Έχουν γίνει πολιτιστικοί αυτοδιαχειριστές. Η UNESCO μου ζήτησε, με σκοπό να ξεκινήσει την πολιτιστική δεκαετία της ανάπτυξης που είναι μια εξαιρετική ιδέα, να πάω να διηγηθώ σε ένα διεθνές συνέδριο την εμπειρία αυτού του χωριού ως παράδειγμα, το καλύτερο που είχαν, μιας πολιτιστικής αυτοδιαχείρισης που επωμίστηκαν οι αγρότες και πόσο αυτό είχε αλλάξει την ποιότητα ζωής τους. Σήμερα, αυτοί οι καλλιτέχνες αγρότες προσκαλούνται και αλλού.
Πήγαν πρόσφατα με είκοσι παιδιά Ινδικής καταγωγής στη Βολιβία για να εκπροσωπήσουν την Αργεντινή. Ήταν παιδιά μεταξύ οκτώ και δέκα ετών που είδαν μια πόλη για πρώτη φορά στη ζωή τους. Η ζωή τους έχει αλλάξει εντελώς. Τραγουδούν, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από δύο χρόνια, και δεν έχουν κόμπλεξ. Δόξα τω Θεώ, δύο εκπρόσωποι της καγκελαρίας της χώρας μου κατάλαβαν ότι αυτό το βήμα ήταν σημαντικό και μου επέτρεψαν να πάω στη Βολιβία με είκοσι πέντε παιδιά από την Tilcara για να εκπροσωπήσω την Αργεντινή. Οι συναυλίες είχαν στο πρόγραμμά τους Μπραμς, Σοπέν, Στραβίνσκι, και στο δεύτερο μέρος έπαιξα με τα παιδιά αυτά, τους λαϊκούς αυτούς μουσικούς. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο περήφανος που εκπροσωπούσα τη χώρα μου, συνοδευόμενος από αυτό το μέρος του πληθυσμού που εξέφραζε μία κουλτούρα που προερχόταν από πολύ μακριά, με πολύ ισχυρές ρίζες. Αυτό είναι ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα για το πώς μπορούμε να αλλάξουμε μία κατάσταση.
Είμαστε μουσικοί και μέσω της τέχνης μας προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής. Αυτό το κατάλαβα πριν από πολύ καιρό και αγωνίστηκα κατά των λατινοαμερικανών διανοουμένων που έλεγαν: "Σε τι ωφελεί να παίζουμε Μπετόβεν όταν οι άνθρωποι πεινούν; "Και τους απαντούσα: "'Οταν όμως ακούν τον Μπετόβεν, η ζωή τους αλλάζει. Και εμείς, επίσης, αλλάζουμε." Είναι πολύ όμορφο αυτό που ζούμε μαζί. Και θα έρθει η μέρα που αυτοί οι άνθρωποι θα γίνουν υπερασπιστές του πολιτισμού τους, του οποίου θα αντιληφθούν όλη την ομορφιά. Και θα είναι επίσης ένας τρόπος αντίδρασης απέναντι στην καταναλωτική αυτή μουσική που έχει κατακλύσει τον πλανήτη.
Miguel Angel Estrella
Μτφ. Σ.Σ.