Γεννήθηκα σε μια προσφυγική γειτονιά, στη Νέα Ιωνία, παρότι οι γονείς μου δεν ήταν πρόσφυγες, ήταν νησιώτες ‒ από τα Κύθηρα η μητέρα μου και από την Κεφαλλονιά ο πατέρας μου‒, σε μια δύσκολη περίοδο, μετά από παγκόσμιο πόλεμο και εμφυλίους, όταν η Ελλάδα ήταν ακόμα πληγωμένη.
Ωστόσο, τα παιδικά μου χρόνια τα θυμάμαι ωραία. Τα παιδιά ζούσαμε σε ένα αγνό και αυθεντικό περιβάλλον, σχεδόν γυμνό, είχαμε τα «πετράδια» μας και παίζαμε με αυτά, με πέτρες, εφευρίσκαμε παιχνίδια στη γειτονιά, καθόμασταν ώρες στην αλάνα έξω από το σχολείο. Υπήρχε ανεμελιά, υπήρχαν όμως και δύσκολες στιγμές. Κατά καιρούς έμπαινα στο νοσοκομείο λόγω της πολιομυελίτιδας, γιατί στην επιδημία δεν πρόλαβαν να μου κάνουν το εμβόλιο και είχα σχετικές ταλαιπωρίες. Δεν έβαλα νάρθηκες, αλλά είχα νοσοκομεία και εγχειρίσεις στα δυόμισι και στα δέκα. Σε όλα αυτά είχα συντροφιά το τραγούδι και, κυρίως, τη μουσική που άκουγα.
• Ο πατέρας μου τραγουδούσε καντάδες στο σπίτι και θυμάμαι τις Κυριακές τα μεσημέρια τους Κεφαλλονίτες συγγενείς μας και τους φίλους πάντα να τραγουδούν. Άκουγα πολύ ραδιόφωνο, θαύμαζα τη μουσική του ελαφρού, αλλά για μένα πολύ σημαντικού τραγουδιού, τον Χαιρόπουλο, τον Αττίκ, τον Γιαννίδη ‒ τον λάτρευα τον Γιαννίδη. Από παιδάκι έξι-επτά χρονών επέστρεφα από το σχολείο και η χαρά μου ήταν το ραδιόφωνο. Στο σχολείο τραγουδούσα σε γιορτές και επετείους, μου έδιναν δημοτικά τραγούδια και όλοι μου έλεγαν ότι έχω ωραία φωνή. Είχα από τότε συνείδηση του ότι δεν ήταν μόνο η αγάπη μου για το τραγούδι αλλά εξέπεμπα κάτι που ήταν καλό, γιατί οι δάσκαλοι έλεγαν στη μάνα μου «κυρία Ελένη, το παιδί σας να το πάτε στο ωδείο».
Αυτό που φοβάμαι πιο πολύ σε κοινωνικό επίπεδο είναι ο φασισμός σε όλες τις εκφάνσεις του. Βλέπουμε ότι ξεπηδάει πάλι και με βάζει σε μεγάλες σκέψεις, γιατί, αν δεν προσέξουμε, θα βρεθούμε προ τετελεσμένων γεγονότων. Δεν θα ήθελα να ξαναδώ στη χώρα μου, που είναι καθαρά δημοκρατική, τα άσχημα πράγματα που έχουμε ζήσει, όπως οι φασιστικές εκδηλώσεις κατά το πρόσφατο παρελθόν. Βλέπουμε απερίγραπτα πράγματα, γιατί λόγω των social media είναι εύκολο να τους ακούσεις μέσα στην αρνητικότητά τους και, κι αυτό με τρομάζει.
• Πού τέτοια τύχη όμως εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν ωδεία στη Νέα Ιωνία, μόνο στην Αθήνα και οι συνθήκες δεν βοηθούσαν ώστε να πάω. Όμως, μεγαλώνοντας, στην εφηβεία, πήγα σε μια χορωδία στη Νέα Ιωνία και η δασκάλα που μου έκανε τις πρώτες ασκήσεις φωνητικής επέμενε να κάνω τραγούδι ως μέτζο σοπράνο. Οι λυρικοί καλλιτέχνες έχουν μια άλλη τεχνική για να χειρίζονται τη φωνή, προς τα πάνω, ανεβάζοντας τις νότες από το διάφραγμα και κυρίως από το κεφάλι, κι εγώ είχα αυτή την ευχέρεια από παιδί. Μέσα από τη μουσική, το άλλο κομμάτι, το δύσκολο, της υγείας, το περνούσα μάλλον ελαφριά, δεν συνειδητοποιούσα ότι είχα κάτι σοβαρό, έλεγα «θα περάσει». Σημασία είχε η μουσική, ήταν ευλογία αυτή η αγάπη, ο έρωτας που είχα με τη μουσική. Ο θείος μου είχε ένα πικάπ και έπαιζα όλες τις όπερες του Βέρντι ώρες ατελείωτες, έλιωνα μέσα σε αυτές, ήταν μια αποκάλυψη για μένα.
• Θυμάμαι σε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο από τη Νέα Ιωνία προς την Αθήνα, με τον πατέρα μου και τους θείους μου, να ακούω το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» του Χατζιδάκι με τη Νάνα Μούσχουρη και να μου έρχεται ζάλη από την ομορφιά. Ήμουν δώδεκα χρονών και συγκλονίστηκα. Είχε πάρει το βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που τότε ήταν το μόνο φεστιβάλ. Δύο χρόνια αργότερα εμφανίστηκε ο Μίκης και πήρε το βραβείο με την «Απαγωγή» που έλεγε η Μαίρη Λίντα. Δεν ήμουν τόσο της παραδοσιακής σχολής, ήμουν του μπελκάντο, της μελωδικής σχολής, λόγω βιωμάτων.
• Στο γυμνάσιο όπου πήγαινα, στο 8ο, συνάντησα τη Νίκη Τυπάλδου, σπουδαία φωτογράφο, που μου είπε: «Γνωρίζουμε με την αδερφή μου τον Ζάκη Κουνάδη και τον Παναγιώτη Κουνάδη, τον ρεμπετολόγο. Έχουν κάνει έναν Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής και ακούνε νέα ταλέντα. Τα γραφεία τους είναι στην οδό Σόλωνος». Είχα κάνει ήδη μια απόπειρα να πάω στον Οικονομίδη ‒με πήγε η μητέρα μου‒, αλλά αυτοί είχαν άλλη αισθητική. Ανέβηκα στη σκηνή του Άλσους και τραγούδησα το «Ave Maria» και ο Οικονομίδης τα έχασε, μου είπε: «Κορίτσι μου, εσύ είσαι μεγάλη τραγουδίστρια, πρέπει να πας στο Ωδείο!».
Στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ) έφτιαχναν χορωδία, αλλά έδιναν και ευκαιρία για σόλο στους νέους τραγουδιστές, έτσι πήγα με τη μητέρα μου. Είχα την ευαισθησία μου, αλλά εκείνη την εποχή ήταν διαφορετικές και οι αντιλήψεις, θεωρούσαν ότι ο τραγουδιστής και ο ηθοποιός είναι άνθρωποι ελαφρών ηθών. Φτάνοντας στον ΣΦΕΜ συνάντησα τον Λεοντή και ένα παιδί με κατσαρά μαλλιά, άγνωστο τότε, που με ρώτησε «ποιο τραγούδι ξέρεις;». Ήταν ο Μάνος Λοΐζος.
Του λέω «ακούω ξένα», Πολ Άνκα, και ήξερα μόνο αυτά, δεν ήξερα ελληνικά. Ο Λοΐζος, που ήταν τρυφερός και γλυκός άνθρωπος, με ρωτάει «δεν ξέρεις κανένα ελληνικό;», του απαντάω «όχι, τραγουδάω αγγλικά και ιταλικά και αν θέλεις και κάτι πιο κλασικό». Λέει τότε: «Να μάθεις ένα ελληνικό και να ξανάρθεις. Να μάθεις τον “Καημό”». Τότε ακουγόταν πολύ το «Είναι μεγάλος ο καημός» με τον Καζαντζίδη. Πραγματικά, το έμαθα και ξαναπήγα. Και με κράτησαν, μου είπαν «έχεις ωραία φωνή, αλλά γιατί ακούς μόνο ξένα;». Αυτά μου άρεσαν. Και ο Χατζιδάκις, αισθητικά και συναισθηματικά. Πού να φανταζόμουν ότι σε λίγο θα έπεφτα μέσα στο μουσικό σύμπαν του Μίκη;
• Ο Μίκης εκείνη την εποχή, το 1962, είχε γράψει το «Άξιον Εστί» και είχε ακουστεί πολύ έντονα. Ήταν γνωστός και έξω, γιατί είχε κάνει το μπαλέτο «Αντιγόνη» στο Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο και έγραφε μουσική για ταινίες. Τη μέρα που τραγούδησα τον «Καημό» στον ΣΦΕΜ είχε έρθει και ο Μίκης. Μόλις είχα μάθει το τραγούδι, βγαίνω και το λέω και μόλις τελειώνω έρχεται και λέει στη μητέρα μου «κυρία Φαραντούρη, θα μου εμπιστευτείτε το μωρό σας; Γεννήθηκε για τα δικά μου τραγούδια». Γυρνάει και σ’ εμένα και με ρωτάει: «Εσύ το ξέρεις;». «Βεβαίως και το ξέρω!» του λέω με αυτοπεποίθηση. Ήμουν τολμηρή από μικρή γιατί ήξερα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να τραγουδάω, ότι είμαι γεννημένη γι’ αυτό.
• Από τότε έμεινα με τον Μίκη. Είχε κι άλλους τραγουδιστές, βέβαια, τον Μπιθικώτση, τη Σούλα Μπιρμπίλη, μια εξαιρετική τραγουδίστρια, η οποία έκανε τις «Μικρές Κυκλάδες» τότε. Με αυτούς κάναμε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Λέγαμε το «Ροδόσταμο», τη «Ροδιά Τετράκλωνη»... Για μένα εκείνη η εποχή ήταν μια συγκυρία συγκλονιστική και ίσως να μην είχα υπάρξει τόσο τυχερή αν ξεκινούσα τώρα. Ήξερα ότι ως κλασική τραγουδίστρια θα ήμουν μόνο κονσερτάντε.
Όταν πήγαμε στη Σοβιετική Ένωση το 1966 με άκουσαν ο Αράμ Ίλιτς Χατσατουριάν και ο Οδυσσέας Δημητριάδης, ένας Έλληνας αρχιμουσικός, και είπαν: «Κύριε Θεοδωράκη, αφήστε αυτό το κορίτσι να σπουδάσει εδώ, έχει σπουδαία φωνή, θα γίνει πολύ καλή σοπράνο». Ο Μίκης με ρώτησε «θέλεις να μείνεις;» κι εγώ απάντησα «όχι» γιατί ήξερα τα προβλήματα της όπερας. Μου έφτανε αυτό που είχα, τον μέντορα-πατέρα μου, την τρέλα του τη δημιουργική, οπότε αισθανόμουν μεγάλη σιγουριά μαζί του.
• Τότε μου είπε: «Γράφω τη μουσική για τις Φοίνισσες, την αρχαία τραγωδία» ‒την ανέβαζε ο Μινωτής και έπαιζαν ο ίδιος, η Παξινού και η Άννα Συνοδινού‒ «θα πας εκεί και θα ακούς που διδάσκει τον Χορό η Έλλη Νικολαΐδου». Έτσι πήγαινα και παρακολουθούσα κάθε μέρα και ήταν γοητευτικό να βλέπω το ιερό τέρας, την Παξινού, να πιάνει το βελονάκι, όταν σταματούσε, και να πλέκει καθισμένη σε ένα σκαλάκι. Ήταν ένα σημαντικό μάθημα για μένα, έμαθα πώς φέρνεις τη φωνή μπροστά, όλα τα στοιχεία τα τεχνικά, αλλά και το μέσα, την ψυχή, πώς ερμηνεύεις. Κάναμε ατέλειωτες πρόβες κάθε φορά γιατί είχε ένα δόγμα ο Μίκης: ενώ ήξερε από μουσική, δεν ήθελε λεπτεπίλεπτα πράγματα. Ήθελε δύο πολύ καλά μπουζούκια που έπαιζαν σαν έγχορδα ‒ ειδικά ο Παπαδόπουλος και ο Καρνέζης δεν έπαιζαν «μπουζουκίστικα». Είχε και τον Διδίλη στο πιάνο, σπουδαίος δάσκαλος για μένα.
• Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησα ήταν του Μίκη σε ποίηση του Γκάτσου, το «Ματωμένο Φεγγάρι», που το έγραψαν για το Νησί της Αφροδίτης. Την ίδια στιγμή μου έδωσε άλλα πέντε τραγούδια, πάλι σε στίχους Γκάτσου, αλλά και Λειβαδίτη και Γεράσιμου Σταύρου, που τα ονόμασε «Κύκλος Φαραντούρη». Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ αυτό, και δεν ξανάγινε, να αφιερώσει ο Μίκης σε τραγουδιστή ή τραγουδίστρια κύκλο τραγουδιών. Ακόμα μεγαλύτερη τιμή για μένα, όμως, ήταν όταν με κάλεσε στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη για να μου παίξει στο πιάνο το πρώτο έργο που έγραψε για τη φωνή μου, την «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό.
Όταν μπήκα στο σπίτι, ο Ιάκωβος ήταν ακουμπισμένος στο πιάνο και μιλούσαν. Κάθισα σε μια καρέκλα και μου είπε ο Μίκης «πάρε ένα μολύβι κι ένα χαρτί και γράψε τι μέρα είναι σήμερα, τι μήνας, τι χρόνος. Θα σου παραδώσουμε ένα έργο που θα γράψει ιστορία με τη φωνή σου». Με είχε σαν παιδί του, ήμουν ο άνθρωπός του και με εμπιστευόταν πολύ. Κι έμεινα φίλη του μέχρι τέλος, και στα καλά και στα δύσκολα.
Τότε ήμουν κοριτσάκι δεκαέξι χρονών και δεν μπορούσα να καταλάβω το μέγεθος του έργου. Μου εξήγησε ο Καμπανέλλης ότι αυτό το έργο το εμπνεύστηκε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης ‒ ξέραμε από το σχολείο χοντρικά τι είχε γίνει εκεί, όχι όμως λεπτομέρειες. Κάθισε στο πιάνο ο Μίκης και το τραγούδησε καταπληκτικά, εγώ έμεινα άναυδη. Δεν ήξερα τι να πω, μόνο: «Τι ωραία τραγούδια, σε ευχαριστώ».
• Στο μεταξύ άρχισαν να με πλησιάζουν οι δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και η Ολυμπία Καράγιωργα, η οποία κάθισε στα σκαλιά του σπιτιού μου και μου είπε «δεν ξέρεις τι τύχη είναι αυτή, σου παρέδωσε ένα έργο καταπληκτικό» ‒ όντως ήταν ένα έργο που παίχτηκε παντού, σε όλο τον κόσμο. Το 2000 το έπαιξα με τον Zούμπιν Μέτα στο Φεστιβάλ Αθηνών, το παίξαμε και στο Παρίσι όταν άλλαζε η χιλιετία, με την UNESCO. Επίσης, ήταν το έργο με το οποίο μπήκα για πρώτη φορά στο Ηρώδειο το 1992, με τη Συμφωνική του Ισραήλ. Είναι ένα έργο που έχει παιχτεί έξω με συμφωνικές, έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, το κυριότερο όμως, που δεν ξεχνιέται ποτέ, είναι ότι το τραγούδησα δύο φορές μέσα στο Μαουτχάουζεν, στην επέτειο, με παρόντες τον Πρόεδρο της Γερμανίας και όλους τους φορείς.
Το Μαουτχάουζεν είναι στο έδαφος της Αυστρίας, σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία, και έστησαν τη σκηνή μέσα στο στρατόπεδο, εκεί ακριβώς όπου έπαιζαν οι κρατούμενοι μουσικοί. Την ώρα που ούρλιαζαν στα υπόγεια όσοι πέθαιναν από τα αέρια αυτοί έκαναν μικρά ensemble. Έπαιζαν Μότσαρτ, γι’ αυτό και στον «Δραπέτη» έχει βάλει ο Μίκης ένα θέμα του Μότσαρτ. Μαζί μου τραγούδησε μια τραγουδίστρια από το Ισραήλ, η Έλινορ Μόαμπ και η Γερμανίδα Γκιζέλα Μέι, καταπληκτικές τραγουδίστριες, ο δε Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν πάνω στην σκηνή. Ο Μίκης διηύθυνε. Ο Ιάκωβος μας ξενάγησε στη σκάλα του θανάτου που αναφέρεται στο τραγούδι «Ο Αντώνης», «τη σκάλα την πλατιά» στο γνωστό νταμάρι του θανάτου.
Ο Ιάκωβος δεν ήταν Εβραίος, τον είχαν πιάσει στο εξωτερικό επειδή είχε φύγει κρυφά και ήταν χωρίς χαρτιά. Υπέθεσαν ότι το έσκασε επειδή ήταν Εβραίος και τον πήγαν στο Μαουτχάουζεν. Επειδή όμως ήξερε γερμανικά ‒ήταν μορφωμένο παιδί‒ τον έβαλαν στο γραφείο, ήταν τυχερός. Μπορούσε να επικοινωνεί με τους Έλληνες, ήξερε και λίγα γαλλικά, οπότε τους ήταν χρήσιμος. Έμεινε δυο χρόνια εκεί μέσα και αυτό περιγράφει στο έργο του. Η αρχή της μουσικής μου πορείας συναισθηματικά ήταν πολύ δυνατή, κάτι περισσότερο από την αρχή μιας καριέρας, και με σημάδεψε για πάντα.
Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν
• Μετά γράφτηκε η «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου και μαζί με το «Μαουτχάουζεν» ξεκίνησαν οι συναυλίες και οι περιοδείες. Παίξαμε στην ΑΕΚ, στο Καραϊσκάκη ‒ ο Μίκης ήταν ο πρώτος που εγκαινίασε τα γήπεδα ως χώρους συναυλιών, μέχρι τότε ήταν άγνωστη η έννοια του concert hall, παίζαμε σε κινηματογράφους. Κι εκεί που πήγαινε να ανοίξει κάτι με τον Μίκη, τον Μάνο, τους ποιητές, να δημιουργήσουν αυτό που ονειρεύονταν, τον νέο σύγχρονο πολιτισμό, επινοώντας πολύ ωραίους σύγχρονους μύθους και γράφοντας υπέροχα τραγούδια, ξεσπάει η στρατιωτική δικτατορία.
• Μόλις είχα τελειώσει το σχολείο και δεν φοβόμουν καθόλου, δεν ήμουν αριστερή, προερχόμουν από ένα οικογενειακό περιβάλλον δημοκρατικό κεντρώο, δεν ήμασταν ούτε σημαδεμένοι ούτε κομματικοποιημένοι. Ο Μίκης ασφαλώς ήταν ένας μαχόμενος αγωνιστής μέσα στην αριστερά, αλλά δεν μπορούσες να τον εντάξεις κάπου. Μόλις ξέσπασε η χούντα, πήγα και είδα τη Μυρτώ, τη σύζυγό του, στο σπίτι τους κι εκείνη τα έχασε, γιατί όλοι φοβόντουσαν. Μου είπε: «Πώς ήρθες εδώ, Μαρία;». Άφησα ένα χαρτί με μήνυμα για τον Μίκη, το πήρε εκείνη και το έδωσε στον Φιλίνη, τον μεγάλο αγωνιστή, κι αυτός του το πήγε εκεί όπου κρυβόταν. Τον ρωτούσα «τι θέλεις να κάνουμε;» και μου απάντησε με τον ίδιο τρόπο, σε ένα κουτάκι με τσίχλες, «φύγετε, να πάτε στο εξωτερικό», γιατί είχε απαγορευτεί ήδη η μουσική του, «βγείτε έξω και μη φοβάστε».
• Βγήκα με την ορμή ενός παιδιού που έπρεπε να πληροφορήσει τον κόσμο ότι εδώ απαγορεύεται η μουσική μας, η ποίησή μας, ό,τι καλύτερο έχουμε στον πολιτισμό μας, μας τα απαγορεύει η στρατιωτική ηγεσία. Καταλάβαινες τι ευαισθητοποίηση υπήρχε στο εξωτερικό από το ότι μας αγκάλιασαν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες, επιστήμονες, πολιτικοί, καλλιτέχνες, ο Ιβ Μοντάν, η Σινιορέ, όλοι οι ηθοποιοί από το Old Vic, το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου. Έρχονταν στις συναυλίες, μάλιστα διάβαζαν και αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.
Παίξαμε στις πιο μεγάλες αίθουσες. Το 1969 πήγα στο Λονδίνο, όπου μας κάλεσε ο Μίνως Βολανάκης, μεγάλος σκηνοθέτης. Μας οργάνωσε παραστάσεις σε διάφορα θέατρα εκεί και θυμάμαι να έρχονται να μας δουν γνωστοί τραγουδιστές, διάσημοι τότε, όπως ο Ντόνοβαν. Μετά ο Αλέξης Μάρδας, τον οποίο γνώριζα από την Ελλάδα, με κάλεσε να γνωρίσω τους Beatles στο Apple Studio. Πήγα μαζί με τον Κυριάκο Σφέτσα, τον σημερινό λόγιο συνθέτη, που τότε ήταν ο πιανίστας μου. Ήταν λίγο πριν διαλυθούν οι Beatles και θυμάμαι την τρομερή αυτή συνάντηση με τον Πολ Μακάρτνεϊ, τον Τζον Λένον και τη Γιόκο Όνο, τους άλλους δύο δεν τους είδα. Με ρωτούσαν «τι γίνεται στην Ελλάδα;», κυρίως ο Τζον. Μας ζήτησαν να παίξουμε τραγούδια και τους παίξαμε το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου», το «Μαρίνα» και το «Κράτησα τη ζωή μου», που τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Αρκετά χρόνια αργότερα αυτό το τραγούδι έκανε μεγάλη εντύπωση και στον Τσαρλς Λόιντ, γιατί έχει βυζαντινά στοιχεία. Με αυτό ξεκινάει και ο δίσκος που κάναμε.
• Σίγουρα βίωνα έντονες στιγμές, καταπληκτικές και μεθυστικές, αλλά δεν ήμουν ο τύπος που θα εκμεταλλευόταν τη δημοσιότητα. Ωστόσο οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν φοβερά πράγματα για μένα, η «Daily Telegraph», η «Times», η «Monde» στη Γαλλία. Βίωνα ένα μεγαλειώδες συναίσθημα αλλά και μια ευθύνη που είχαμε όλοι να πληροφορήσουμε τον κόσμο και να πούμε πόσο μεγάλη ανάγκη ήταν να πέσει η χούντα και να υπάρξει δημοκρατία στην Ελλάδα.
• Στα είκοσί μου είχα την τύχη να γνωρίσω τον Τηλέμαχο Χυτήρη στη Ρώμη. Ήταν φοιτητής στη Φλωρεντία, με δράση αντιδικτατορική, και ήρθε στη Ρώμη τον Δεκέμβρη του ’68. Με είδε να τραγουδάω και ζήτησε να τραγουδήσουμε, όλη η ομάδα, και στη Φλωρεντία. Έπεισε τον δήμαρχο εκεί να μας δώσουν την αίθουσα του Palazzo Vecchio στην Piazza della Signoria προς τιμήν της Ελλάδας, της χώρας όπου γεννήθηκε η δημοκρατία. Μετέφρασε τα τραγούδια στα ιταλικά και παρουσίασε τη συναυλία. Εκεί έμαθα ότι ήταν και ποιητής. Το καλοκαίρι του ’69 έκλεισε συναυλίες σε όλη την Τοσκάνη, στην Πίζα, στο Λιβόρνο. Τότε γνωριστήκαμε καλύτερα και είμαστε μαζί μέχρι σήμερα.
• Εκείνη την εποχή παίξαμε σε ολόκληρο τον κόσμο, σε πανεπιστήμια, στην Ευρώπη, στην Αμερική, στο Carnegie Hall. Τραγούδησα τρεις-τέσσερις φορές στο Carnegie, η τελευταία ήταν το 2018, σε ένα αφιέρωμα στον Μίκη, που ήταν δική τους παραγωγή. Η μουσική μας τραγουδήθηκε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου κι εμείς ζήσαμε μια πυκνή ιστορία που δεν είχε μόνο γνωριμίες, εξάρσεις και μέθεξη. Προσωπικά, είχα το πάντα άγχος πότε θα πέσει η δικτατορία για να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Περνούσε ο καιρός και είχα πίσω τους γονείς μου, τους οποίους κατά τη διάρκεια της Επταετίας είχα δει μόνο μία φορά, στην Κύπρο, το 1969, γιατί δεν τους έδιναν διαβατήριο για την Ευρώπη. Το 1972, όταν ήμουν στη Φλωρεντία, δυστυχώς πέθανε ο πατέρας μου και με βοήθησε ο Μάνος να έρθω στην Ελλάδα για την κηδεία, για σαράντα οκτώ ώρες.
• Πάντα είχα επαφή με τον Μάνο, την άνοιξη του 1969 ήρθε στο Παρίσι και μου πρότεινε να τραγουδήσω την «Εποχή της Μελισσάνθης». Έπαιξε το έργο στο πιάνο, στο διαμέρισμα ενός φίλου του, και μετά πήραμε τον Τηλέμαχο και βγήκαμε στους δρόμους, στους πανηγυρισμούς για την πρώτη επέτειο του Μάη του ’68. Όλο το Παρίσι γιόρταζε. Τη «Μελισσάνθη» τη γράψαμε σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1980, στη Μεταπολίτευση, και την παρουσιάσαμε στο Θέατρο Πειραιά. Ο Μάνος μού έδωσε και τα «Παράλογα» του 1976 και πριν φύγει από τη ζωή η ευχή του ήταν να τραγουδήσω την «Αμοργό», την οποία ολοκλήρωσε ο Κυπουργός. Και την τραγούδησα.
• Όταν ακόμα ο Μίκης ήταν στη Ζάτουνα υπό περιορισμό, έστελνε κρυφά κασέτες με έργα του. Από κει έστειλε και την «Κατάσταση Πολιορκίας», τη μελοποίηση ενός κατεξοχήν ερωτικού ποιήματος που εκφράζει τον εσωτερικό εγκλεισμό, τον υπαρξιακό και τον κοινωνικό, γραμμένου μέσα στη φυλακή από μια σπουδαία ποιήτρια, τη Ρένα Χατζηδάκη (που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Μαρίνα), κόρη της συγγραφέως Λιλής Ζωγράφου. Ανήκε σε μια αντιστασιακή ομάδα μαζί με τη Σύλβα Ακρίτα και μέσα στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν φυλακισμένος και ο Θεοδωράκης, έγραφε ποιήματα.
Η Σύλβα έδωσε την «Κατάσταση Πολιορκίας» στον Μίκη, ο οποίος τη μελοποίησε μέσα στη φυλακή. Τις παρτιτούρες τις έβγαζε από τη φυλακή με τη βοήθεια ανθρώπων που δεν ήταν στοχοποιημένοι, ένα μεγάλο μέρος τους τις μετέφερε στο Λονδίνο ο Τζον Μπάρι, δημοσιογράφος των «Times», κρυμμένες μέσα στα μεγάλα κουμπιά ενός σακακιού ‒ είχε πάει στην Αρκαδία, όπου συνάντησε τον Μίκη. Τότε ο Μαρκόπουλος τύχαινε να ζει στο Λονδίνο, έτσι πήγα και τον βρήκα, κάναμε μαζί την αποκρυπτογράφηση του έργου και του ζήτησα να το ενορχηστρώσει. Και όντως, το έκανε.
Με τη βοήθεια του Μίνου Βολανάκη, που ήξερε τους χώρους του Λονδίνου, το παρουσιάσαμε στο θέατρο Roundhouse, όπου γίνονταν τα πιο τρελά πράγματα. Εκείνη την περίοδο παιζόταν εκεί με τεράστια επιτυχία το μιούζικαλ Hair και οι πρωταγωνιστές της παράστασης έδειξαν μεγάλη ευαισθησία για τη συναυλία μας. Ανέβηκαν πάνω στη σκηνή και διάβασαν το ποίημα. Είναι ένα συγκλονιστικό ποίημα, και συγκλονιστική καντάτα το «Κατάσταση Πολιορκίας», ένα έργο βαθιά υπαρξιακό και μοντέρνο που μιλάει για τον εσωτερικό και τον πολιτικό εγκλεισμό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, δίνοντας όμως ελπίδα για ζωή, έναν δρόμο γεμάτο ελπίδα μέσα από το σκληρό βίωμα.
Τη συναυλία μας ο Θεοδωράκης την άκουσε από τη μετάδοση του BBC στα βραχέα, κρυφά, από ένα τρανζιστοράκι που είχε κρύψει από τους δεσμοφύλακές του. Αργότερα το έργο είχε την τύχη να ενορχηστρωθεί για συμφωνική ορχήστρα και το τραγουδήσαμε στη Γερμανία και στην Αυστραλία. Θα ήθελα πολύ να το παρουσιάσω ξανά με καινούργια προσέγγιση και ενορχήστρωση.
Κατάσταση Πολιορκίας
• Ακολούθησαν το μεγάλο έργο του Άγγελου Σικελιανού «Πνευματικό Εμβατήριο», που τραγουδήσαμε με τον Αντώνη Καλογιάννη στη μεγάλη αίθουσα Albert Hall και τη συνοδεία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου, ο «Ήλιος και ο Χρόνος», ένα σουρεαλιστικό έργο που ο Μίκης έγραψε μέσα στη φυλακή, σε δική του ποίηση, το «Μιλώ» και ο «Χάρης» του Μανόλη Αναγνωστάκη, τραγούδια-ποταμοί, και ο «Επιζών» του Σινόπουλου, άλλο ένα υπαρξιακό έργο, που δεν γράφηκε για τη χούντα. Μου έλεγε: «Εσύ, Μαρία, είσαι η τραγουδίστρια των ιστορικών μου έργων». Μην ξεχνάμε και το «Κάντο Χενεράλ» του Πάμπλο Νερούδα, που τραγούδησα με τον Πέτρο Πανδή στη Νότια Αμερική και σε όλη την Ευρώπη.
• Ήταν πολύ έντονη η ζωή τότε, ήρθαμε σε επαφή με πάρα πολύ κόσμο και έζησα καταστάσεις και εικόνες που δεν θα ξεχάσω ποτέ, τα απελευθερωτικά κινήματα, εξεγέρσεις φοιτητικές, στα πανεπιστήμια σε κάθε μέρος του κόσμου υπήρχε ανατρεπτικό κλίμα. Ήταν άλλες εποχές, ανεπανάληπτες σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Το πρώτιστο ήταν να επανέλθει η δημοκρατία, γιατί τα είχε διαλύσει όλα η χούντα.
• Το «Γελαστό Παιδί» γράφτηκε για το έργο του Μπρένταν Μπίαν Ένας όμηρος, το οποίο ανέβασε ο Τριβιζάς το ’62-’63 σε μουσική του Μίκη. Γι’ αυτό το έργο γράφτηκε και το «Άνοιξε λίγο το παράθυρο». Ήταν πολύ επίκαιρο, μιλούσε για το πώς οι βρετανικές δυνάμεις ήθελαν να εξουσιάσουν τον λαό της Ιρλανδίας, έτσι βρήκαν έναν όμηρο, αλλά ουσιαστικά όλοι έγιναν θύματα, και οι μεν και οι δε. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους πολέμους. Το 1963 δολοφονήθηκε ο Λαμπράκης, ο Μίκης τού αφιέρωσε το «Γελαστό Παιδί» και το τραγούδι πήρε άλλη διάσταση. Το τραγούδησα τότε στις πορείες ειρήνης στον Μαραθώνα, στον δρόμο, μικρούλα και άγνωστη. Μετά το τραγούδησα και σε δίσκο και έμεινε στην Ιστορία.
Το γελαστό παιδί
• Ξέρουμε από τους Αρχαίους ότι στη δημοκρατία πρέπει να αγωνίζεσαι για το καλύτερο, σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, παντού, δεν είναι ένα σύστημα σταθερό. Και πρέπει να πούμε ότι έγιναν πολλά από τη Μεταπολίτευση και μετά, σιγά σιγά, όμως πρέπει να γίνουν κι άλλα. Απ’ όταν γεννήθηκα ακούω για κρίση, οικονομική, κοινωνική, και όταν ξεπερνιέται με θυσίες του κόσμου, μας περιμένει κάποια άλλη. Τώρα, σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, έχουμε και την πανδημία.
Δεν μου αρέσει ο κόσμος να είναι φοβισμένος πότε λόγω του πολέμου, πότε λόγω των οικονομικών, πότε λόγω της κοινωνικής αδικίας, πότε από τα συμφέροντα, πότε από τους ιούς. Με τον φόβο δεν υπάρχει ελευθερία. Ας ελπίσουμε να ξεπεραστεί τώρα η πανδημία, αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει όλοι να εμβολιαστούμε. Πώς όταν αρρωσταίνεις τρέχεις στο νοσοκομείο και παίρνεις φάρμακα και στον κορωνοϊό ξαφνικά αμφισβητείς την επιστήμη; Συν Αθηνά και χείρα κίνει, έλεγαν Αρχαίοι. Αν δεν κινηθούμε κι εμείς, θα μείνουμε τελευταίοι και χαμένοι.
• Εμείς τότε, ως ρομαντικά παιδιά, πιστεύαμε ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, όμως η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο, λίγο τον ομορφαίνει, τον παρηγορεί, τον ευαισθητοποιεί. Η τέχνη δεν πρέπει να είναι στρατευμένη αλλά αυτόνομη, κι ας τη χρησιμοποιούν τα κόμματα και οι ιδεολογίες κατά καιρούς ‒ ακόμα και το πιο ακραίο πράγμα πρέπει να εκφράζεται αυτόνομα. Την εποχή εκείνη έπαιξε μεγάλο ρόλο γιατί διώκονταν και οι άνθρωποι και τα τραγούδια, οπότε έπρεπε να αντιδράσεις, ήταν μοιραίο να κάνεις αντίσταση.
Το πρόβλημα είναι τι κάνουμε πλέον με τους στρατευμένους ανθρώπους. Ο Μίκης ήταν στρατευμένος, αλλά το έργο του ήταν όλη του η ζωή, ήταν στρατευμένος σε αυτό που πίστευε, το ίδιο και ο Μάνος. Είναι σαν να τους βλέπω τους δυο στο ίδιο δωμάτιο, ο ένας, ο χειμαρρώδης Μίκης, να σπάει το τζάμι για να βγει, και από την άλλη μεριά ο Μάνος να κλείνει τη γρίλια.
• Δεν υπάρχει ζωή χωρίς ελπίδα. Ακόμα και σε στιγμές απογοήτευσης, ακόμα και στα χειρότερα, πιστεύω στον άνθρωπο και η ελπίδα μου είναι να μπορούν να στέκονται όλοι όρθιοι μέσα από κάθε περιπέτεια που βιώνουν. Μπορεί να έχει περιοριστεί η δύναμη της ελπίδας που είχαμε όταν ήμασταν νέοι για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, γιατί τα βλέπαμε και λίγο ρομαντικά τα πράγματα τότε, αλλά από αυτήν τη βαθιά πίστη έμεινε το πάθος. Ένας καλλιτέχνης που δημιουργεί πάντα έχει μια ελπίδα. Ελπίζω η φωνή μου να είναι καλή και να τραγουδώ όσο μπορώ, για να φέρω εις πέρας αυτό που ονειρεύομαι.
• Δεν έχω μάθει να σκέφτομαι τη ζωή με όρους μοίρας. Η μοίρα είναι μία, η ζωή και ο θάνατος. Τον θάνατο δεν τον ελέγχουμε, ας προσπαθήσουμε να ελέγξουμε τη ζωή μας. Αλλιώς τι αξία θα έχει;
• Αυτό που φοβάμαι πιο πολύ σε κοινωνικό επίπεδο είναι ο φασισμός σε όλες τις εκφάνσεις του. Βλέπουμε ότι ξεπηδάει πάλι και με βάζει σε μεγάλες σκέψεις, γιατί, αν δεν προσέξουμε, θα βρεθούμε προ τετελεσμένων γεγονότων. Δεν θα ήθελα να ξαναδώ στη χώρα μου, που είναι καθαρά δημοκρατική, τα άσχημα πράγματα που έχουμε ζήσει, όπως οι φασιστικές εκδηλώσεις κατά το πρόσφατο παρελθόν. Βλέπουμε απερίγραπτα πράγματα, γιατί λόγω των social media είναι εύκολο να τους ακούσεις μέσα στην αρνητικότητά τους και αυτό με τρομάζει.
• Τώρα που μεγάλωσα είμαι πιο επιλεκτική στις δουλειές μου. Μου αρέσει να ασκούμαι φωνητικά κάθε μέρα και να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα στον χώρο μου, να βλέπω κάτι που με εμπνέει. Μου αρέσει, επίσης, πολύ να καλώ τους φίλους μου και να πίνω κρασάκι μαζί τους, να συζητάμε, να βλέπω τον γιο μου, ότι είναι ευτυχισμένος, να παρακολουθώ τι γίνεται στον κόσμο, τον Τηλέμαχο να μαγειρεύει ‒και μαγειρεύει καταπληκτικά‒, και να περνάμε ωραία, απλά πράγματα.
• Με ενοχλούν η φτήνια και η αμάθεια που πλασάρονται ως κάτι λαμπερό, το δήθεν και το ψεύτικο που παρουσιάζονται ως μεγάλα, κι αυτό ισχύει και στη δημόσια ζωή και στην τέχνη. Με ενοχλεί η υποκρισία. Εκτιμώ το γνήσιο, που συνήθως είναι αθόρυβο. Προσπαθώ να το βρω στον χώρο μου, στη μουσικής και στο τραγουδιού, κυρίως στους νέους, και να το βοηθήσω να φανεί. Με ενοχλούν ο τραμπισμός που επιβλήθηκε και εξαπλώνεται, η κακοποίηση της γυναίκας. Είναι φοβερό να βλέπεις ότι έχουν δολοφονηθεί δεκαπέντε γυναίκες μέσα σε έναν χρόνο, το αρσενικό χάνει τη δύναμή του και δεν το αντέχει. Με ενοχλούν οι κακές συμπεριφορές, οι ύβρεις αντί της ευγένειας και των επιχειρημάτων, η αγνόηση των λίγων –που μπορεί να είναι και πολλοί‒ που αξίζουν σε κάθε τομέα της ζωής.
• Δεν είναι ασχολία για μένα η μουσική, είναι υπαρξιακή ανάγκη. Είναι ένας ωραίος αγώνας να υλοποιήσεις το όνειρό σου, αυτό που πιστεύεις βαθύτερα, με όλες τις δυσκολίες. Αλλά είναι αφοσίωση πλήρης. Δηλαδή είμαι άξια μόνο γι’ αυτό, τα βιβλία μου, τον κόσμο μου τον ποιητικό ‒ δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα.
• Τον Τσαρλς Λόιντ τον γνώρισα στη Σάντα Μπάρμπαρα, στο πανεπιστήμιο, όπου πήγα να τραγουδήσω. Εκεί υπάρχει έδρα για το ελληνικό τραγούδι και κάποιος φίλος Έλληνας τον έφερε. Δεν ξέρω τι λειτούργησε μέσα του, ίσως κάτι βιωματικό, και ξετρελάθηκε. Μου είπε «όταν θα είμαι στην Ευρώπη, θέλω να έρθεις στη Γερμανία», έτσι βρήκα τον Σινόπουλο και του ζήτησα να πάμε να κάνουμε guest. Ενθουσιάστηκε και ήθελε να γράψουμε τραγούδια μαζί, κι έτσι έγινε το διπλό CD το 2010, με Θεοδωράκη, κομμάτια του Λόιντ και ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια. Ο Τζέισον Μοράν διηύθυνε και ντραμς έπαιζε ο Έρικ Χάρλαντ, ιερά τέρατα. Παίξαμε τρεις φορές, στον Λυκαβηττό, στο μέγαρο το 2011 και στο Ηρώδειο το ’14. Μετά φύγαμε αμέσως για Αυστραλία. Ήταν μια συγκλονιστική συνάντηση, γιατί και εγώ έμαθα απ’ αυτόν, και αυτός από εμάς. Αυτή ήταν άλλη μια ενότητα μουσική για μένα. Η τζαζ είναι μια άλλη σχολή και ευτύχησα να κάνουμε μια μεγάλη περιοδεία μαζί σε ολόκληρο τον κόσμο.
• Ο γιος μου ο Στέφανος γεννήθηκε ενώ έκανα συναυλίες εκτός Ελλάδας και με τον Τηλέμαχο να εργάζεται στην πρεσβεία μας στο Λονδίνο, ανήμερα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου. Ο Μάνος Χατζιδάκις σχολίασε το ευτυχές γεγονός στο περιοδικό «Τέταρτο»: «Εθνική εορτή (συνήθης ετησία). Έκλειψη ολική Σελήνης (ασυνήθης). Γεννήθηκε ο γιος της Μαρίας της Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη. Το μόνο πρωτογενές γεγονός της ημέρας. Να τους ζήσει. Μ’ όλες μας τις ευχές. Μ’ όλη μας την καρδιά. Μ’ όλη μας την αγάπη». Ο Στέφανος είναι μουσικός, έκανε experimental progressive jazz στη Νέα Υόρκη.
• Το ΠΑΣΟΚ ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ήμουν ταυτόχρονα και φίλη με τη Μελίνα και κάναμε παρέα. Το 1989 μου ζήτησε ο Ανδρέας να ηγηθώ του ψηφοδελτίου επικρατείας για να ασχοληθώ με τα πολιτιστικά. Ήμασταν με τη Μελίνα και τον Μπένο στο κομμάτι το πολιτιστικό, αλλά στην αντιπολίτευση, γιατί τότε ήταν πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης. Η πολιτική είναι γόνιμη, αλλά όχι για έναν καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης, όταν έχει όραμα και κάτι να δώσει, ένα όνειρο να υλοποιήσει, δεν μπορεί να το θάψει μέσα σε κανένα κοινοβούλιο. Κάποιος άλλος, που είναι πραγματικά αφοσιωμένος στην πολιτική, μπορεί να το κάνει. Δεν είμαι εναντίον, αλλά εγώ είχα μπροστά μου τη μουσική, οπότε μπήκα για τρία χρόνια και έφυγα.
• Ευελπιστώ ότι αυτά που δημιουργήθηκαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 θα ξαναφωτιστούν και θα γίνουν κτήμα της νέας γενιάς. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που είναι για μένα μεγάλος φιλόσοφος, Γερμανός, Εβραίος, είχε πει ότι «ποτέ δεν ξέρεις πού και πώς θα φωτιστεί ξανά το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον». Πιστεύω ότι οι αξίες δεν πεθαίνονυ, πάντα θα υπάρχουν τα τραγούδια και τα έργα των μεγάλων μας δημιουργών που θα τραγουδιούνται. Από κει που δεν το περιμένεις, κάτι πυροδοτείται κάποια στιγμή και βγαίνει ένας νέος κύκλος τραγουδιών, ένα ποίημα, ένα θεατρικό έργο.
Ο Κούντερα στις Προδομένες Διαθήκες γράφει ότι «όταν περπατάμε, περπατάμε στην ομίχλη, αλλά αυτοί που έρχονται θα ανακαλύψουν πώς βαδίζαμε». Πάντοτε έτσι είναι η Ιστορία, όταν βιώνεις τα γεγονότα είναι πολύ έντονα, αλλά δεν ξέρεις πότε αποκτούν ιστορικότητα. Πιστεύω ότι η τέχνη δεν χάνεται, η αληθινή τέχνη. Δεν μπορούν να μείνουν όλα, αλλά κάποια πράγματα θα μείνουν. Ως περσόνα, ως φιγούρα μυθική, θα μείνει και ο Μίκης.
• Για να σχολιάσεις τη μουσική πρέπει να βλέπεις το κριτήριο της εποχής και σήμερα στη μουσική τα κριτήρια είναι τελείως διαφορετικά, επομένως πρέπει να την κρίνεις με τα καινούργια κριτήρια. Σίγουρα υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι που κάνουν ωραία πράγματα, δυστυχώς δεν έχω την ευχέρεια να μπαίνω στον ωκεανό των social media για να ακούω και να βλέπω, αλλά αυτά που αντιλαμβάνομαι με τον τρόπο μου έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν άλλες, νέες προσεγγίσεις και στηρίζονται και στην παράδοση, όπως ο Μαραμής, που είναι μια αξιόλογη περίπτωση. Μου αρέσουν πολύ όλοι οι εναλλακτικοί της γενιάς που έδωσε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Μάλαμα, τον Θηβαίο, τον Κότσιρα και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, γιατί έχουν μια αλήθεια και κάτι προσπαθούν να υπαινιχθούν με έναν ποιητικό τρόπο. Υπάρχουν και νεότεροι που δεν μπορώ να τους παρακολουθήσω, πολύ νέα παιδιά, που ασχολούνται με πειραματικές μουσικές και όσο ψάχνονται και μελετούν, θα βρίσκουν νέους τρόπους έκφρασης. Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχει και το τραγούδι, εμείς στην Ελλάδα το ξέρουμε αυτό.
• Τώρα οι νέοι ακούνε ραπ, συνθηματικά πράγματα, σίγουρα όμως κάτι υπαινίσσονται, δεν ξέρω πού είναι η ποίηση, αλλά φαντάζομαι ότι κι αυτοί έχουν τη δική τους. Με τον θάνατο του νεαρού ράπερ, του Mad Clip, είδαμε τρομερά πράγματα για μια μουσική που δεν ξέραμε ότι υπήρχε. Αν δεν πέθαινε ο Μίκης και είχε χαθεί μόνο αυτό το παιδί, οι αντιδράσεις του νέου κόσμου θα ήταν κάτι που δεν είχαμε διανοηθεί. Στη μουσική πάντα υπήρχε το γκροτέσκο και η διασκέδαση.
• Τα μουσικά σχολεία και τα ωδεία δεν διδάσκουν Χατζιδάκι και Θεοδωράκη γιατί το σύστημα θέλει να κρατάει τους μουσικούς τους λόγιους, των ωδείων. Θέλουν την ακαδημαϊκή πλευρά. Δεν μπορούν να κάνουν μια ακαδημία μουσικής γιατί τα ωδεία εν την αφήνουν να γίνει. Δεν μπορούν να κάνουν μια ακαδημία θεάτρου, γιατί δεν αφήνουν οι δραματικές σχολές. Επί Καραμανλή το έβαλε μπρος ο Τερζόπουλος, οι δραματικές σχολές δεν το άφησαν να γίνει. Θέλει ο καθένας τη βολή του.
• Πιστεύω ότι είναι καλύτερα να ψάχνεις εσύ, όχι να παίρνεις ό,τι σου δίνουν. Ψάχνοντας διαμορφώνεις αισθητική και γούστο. Κάθε τέχνη θέλει απαιτείς να από αυτήν, τότε σε ανταμείβει.
• Μέσα στην καραντίνα μού έφερε ένας νέος φιλόλογος, ο οποίος κάνει μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά, ο Θάνος Τσακνάκης, ένα βιβλίο των εκδόσεων Το Ροδακιό με τίτλο «Των Σιωπηλών Σπαράγματα, Ποιήτριες του Αρχαίου Κόσμου» με πενήντα δύο αρχαίες ποιήτριες, οι οποίες ήταν αφανείς. Μόνο από τις δεκαπέντε από αυτές σώζονται ποιήματα, κάποια σπαράγματα, που μιλάνε για τον έρωτα, τη φύση, την ισότητα – παράδειγμα η καταπληκτική ποιήτρια του Άργους, η Τελέσιλλα, η οποία έγραφε το 4ο αιώνα για την ισότητα! Σκέφτηκα ότι πρέπει να τα μελοποιήσει γυναίκα. Τα πήγα στη Λένα Πλάτωνος, την οποία θεωρώ σπουδαία συνθέτρια, και ενθουσιάστηκε. Μετά ξεκίνησε η προεργασία.
Είναι ποιήματα από οκτώ ποιήτριες, αλλά κάναμε και ένα αφιέρωμα σε αυτές των οποίων δεν σώθηκαν έργα και τις είπαμε «σιωπηλές». Γι’ αυτές έγραψε ποίημα ο ίδιος ο Θάνος. Μην ξεχνάμε ότι τότε η κοινωνία ήταν ανδροκρατούμενη και τις ποιήτριες τις κυνηγούσαν οι άντρες. Όταν κάποια φανερωνόταν με τον λόγο της, την έλεγαν «εταίρα». Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι κάποια γυναίκα μπορούσε να έχει ευαισθησία. Είναι ένα έργο που ακόμα το δουλεύουμε και θέλουμε να το πάμε σε όλο τον κόσμο.
• Αν δεν υπήρχε ο Μάνος, δεν θα υπήρχε ο Μίκης και το αντίστροφο, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Ήταν πάντα ένα δίπολο, σαν τους Beatles με τους Rolling Stones. Όταν βγήκαν οι Beatles έπρεπε να βγουν οπωσδήποτε και οι Stones, για να υπάρχει ισορροπία στο σύστημα. Και δεν ήταν μόνο η μουσική, οι δυο τους ήταν και ποιητές και σχολιαστές της επικαιρότητας, δύο τρομερές προσωπικότητες.
Δεν βγαίνουν σήμερα προσωπικότητες με το ίδιο εκτόπισμα γιατί ήταν άλλες εκείνες οι εποχές. Ήθελαν να δώσουν μια συνέχεια στην Ελλάδα και στον πολιτισμό της, γιατί η χώρα ήταν παντοδύναμη στην αρχαία ιστορία της, αλλά μετά πέρασε στο σκότος με τους Οθωμανούς κ.λπ. Όλοι οι μεγάλοι της περιόδου του ’60 ήθελαν να επανεφεύρουν τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό έτσι ώστε να ακουμπάει στους μύθους της αρχαιότητας, αλλά προσπάθησαν να επινοήσουν και σύγχρονους. Ήθελαν να δώσουν μια συνέχεια στο πρόσωπο της χώρας, να ενισχύσουν τον σύγχρονο πολιτισμό της.
• Και δεν ήταν μόνο ο Μίκης και ο Μάνος, ήταν και οι ποιητές, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ζωγράφοι, μουσικοί, συνθέτες, όλοι οι δημιουργοί, έτσι έγιναν όλα τα μεγάλα έργα τη δεκαετία του ’60. Ήταν παγκοσμίως μια δημιουργική περίοδος, στην Αμερική υπήρχε το κίνημα των χίπηδων, βγήκε ο Ντίλαν, η Τζόαν Μπαέζ, συγκροτήματα με ευαισθησία, τα κινήματα της Ευρώπης, ο Μάης του ’68. Η τέχνη δεν είναι ποτέ έξω από το «γίγνεσθαι» και τη ροή των πραγμάτων.
• Το ένα φέρνει το άλλο κι έτσι ήταν μια περιπέτεια η ζωή μου από τότε που γνώρισα τον Μίκη, σαν ένα παραμύθι, από τότε που με άκουσε δεκαέξι χρονών και είπε «θα γίνεις η ιέρειά μου». Το κρατάω πάντα μέσα στην ψυχή μου αυτό, έκανα ένα τεράστιο ταξίδι που δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ο Μίκης έφυγε, αλλά δεν φεύγουν έτσι οι μύθοι. Δεν τελειώνουν. Μπορεί ένα μέρος του αργότερα να διαβαστεί διαφορετικά. Τώρα, με τον χαμό του, όλοι οι λαοί τού έκαναν αφιερώματα, και ξέρεις γιατί; Γιατί ο Μίκης είναι ένα φαινόμενο.
Υπήρχαν πάρα πολλοί επαναστάτες, αλλά εκείνος, με τις αντιφάσεις του, τα ωραία του, τη χειμαρρώδη ζωή του, τον ερωτισμό του, ήταν και μουσικός ‒ αυτό το δίπολο δεν υπήρχε. Όλο αυτό είναι πολύ ιδιαίτερο πράγμα, το οποίο έκανε μεγάλη εντύπωση στους ξένους. Όταν πέθανε, έγραφαν όλοι «έφυγε ο συγγενής μας, έφυγε ο φίλος μας», άνθρωποι που δεν τον είχαν συναντήσει ποτέ. Μια εφημερίδα έγραψε ότι είναι «ο Έλληνας Τσε». Έχει ανάγκη ο κόσμος από σύμβολα, γιατί εδώ και χρόνια ζούμε σε μια κοινωνία που τα έχει ισοπεδώσει όλα η τεχνολογία και κάτι να ξεχωρίσει, έστω λίγο, δημιουργεί έναν συμβολισμό.
• Ακόμα μαθαίνω απ’ τη ζωή. Έμαθα να μην επαναπαύομαι. Μεγαλώνοντας, κάνεις μια αποτίμηση όλης της δουλειάς σου, του έργου σου και λες «άλλα πήγαν καλά, άλλα θα μπορούσα να τα είχα κάνει αλλιώς, άλλα τα έκανα πολύ ωραία». Δεν θέλω να χάσω, όμως το μέλλον, όσο μου απομένει, θέλω να ζω αρμονικά με αυτά και αυτούς που αγαπάω. Δεν θέλω τρομερά πράγματα, θέλω τους αγαπημένους μου, τους φίλους, ένα καλό βιβλίο, μια καλή μουσική, αυτό περιμένω πλέον από τη ζωή. Είμαι πολύ χορτασμένη και ευγνώμων από τη ζωή γιατί ταξίδεψα, γνώρισα πολύ κόσμο. Από δεκαεφτά χρονών ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο, κι ακόμα το κάνω. Με άλλα μάτια τον βλέπεις όταν είσαι 20, με άλλα στα 40 και άλλα στα 60...
Αποφεύγω να τα αναπολώ, για να μπορώ να είμαι μάχιμη. Ένα χρόνο τώρα είμαι ερωτευμένη με το έργο για τις ποιήτριες, για να μπορέσω να το αποδώσω σωστά. Η ζωή είναι μικρά πράγματα που κάνεις, που σκέφτεσαι να υλοποιήσεις. Όπως λέει και το τραγούδι, «Ιθάκη, για μας το πέλαγο το ξέσκεπο γεμίσαν με μνηστήρες τα λιμάνια, ο κόσμος πάντα βρίσκει καινούργιο βασιλιά κι εμείς μονάχοι ποιητές θα μείνουμε…».
H μουσικοθεατρική παράσταση «Αρχαίες ποιήτριες των σιωπηλών σπαράγματα - Μορφές γυναικών στο ελληνικό τραγούδι» σε μουσική Λένας Πάτωνος και τη Μάρια Φαραντούρη στο τραγούδι είναι σε στάδιο προετοιμασίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.