Για τους λάτρεις της τζαζ, οι Necks αποτελούν ένα από τα κορυφαία σχήματα της τελευταίας εικοσαετίας. Προέρχονται από τη μεγάλη τζαζ σκηνή της Αυστραλίας και έχουν καταφέρει να ξεχωρίσουν χάρη σε μια σειρά από εξαιρετικές ηχογραφήσεις και χάρη στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Τα μέλη του συγκροτήματος είναι οι Chris Abrahams στο πιάνο, Tony Buck στα ντραμς και Lloyd Swanton στο μπάσο.
Στη σελίδα τους στη Wikipedia γράφει ότι είναι ένα avant-garde τρίο, κάτι που δεν ισχύει απόλυτα. Αν ακούσει κανείς προσεκτικά τα άλμπουμ τους, από το πρώτο, «Sex», μέχρι το τελευταίο, «Travel», διαπιστώνει ότι οι μακρόσυρτες μελωδίες τους δεν είναι ακριβώς avant-garde, ούτε ambient ή μινιμαλισμός, και ορισμένες στιγμές αισθάνεσαι ότι δεν ακούς ούτε τζαζ.
Όταν μιλάμε για μακρόσυρτες μελωδίες εννοούμε ότι το άλμπουμ μπορεί να περιέχει μόνο ένα κομμάτι που διαρκεί πάνω από 60 λεπτά, όπως το «Open» που κυκλοφόρησαν το 2013 ή το πιο παλιό και πολυβραβευμένο «Drive By» του 2003. Άνετα θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάνουν πειραματική μουσική, αλλά είναι τόσο άμεσες και οργανικές οι συνθέσεις τους που θα τις αδικούσε, ενώ απουσιάζουν τα σόλο από το παίξιμό τους, κάτι που τους διαφοροποιεί από ένα κλασικό τζαζ τρίο.
Οι live εμφανίσεις αντιμετωπίζονται σαν μια μοναδική μυστηριακή εμπειρία που ξεπερνά τις μουσικές κατηγοριοποιήσεις και είτε θα ξετρελάνει ορισμένους ή θα τους εκνευρίσει. Στηρίζονται κυρίως στον αυτοσχεδιασμό και το σετ τους μπορεί να διαρκέσει από 40 λεπτά μέχρι πάνω από μια ώρα.
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο που οι συναυλίες τους θεωρούνται θρυλικές. Οι live εμφανίσεις αντιμετωπίζονται σαν μια μοναδική μυστηριακή εμπειρία που ξεπερνά τις μουσικές κατηγοριοποιήσεις και είτε θα ξετρελάνει ορισμένους ή θα τους εκνευρίσει. Στηρίζονται κυρίως στον αυτοσχεδιασμό και το σετ τους μπορεί να διαρκέσει από 40 λεπτά μέχρι πάνω από μια ώρα χωρίς διάλειμμα.
Οι Necks σχηματίστηκαν από το τηλέφωνο το 1986. Ο Abrahams ήταν συμμαθητής με τον Buck και αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, γνώρισε τον Swanton όταν σπούδαζαν και οι δυο στο Sydney Conservatorium of Music, ένα ιστορικό ωδείο της Αυστραλίας. Για τα επόμενα έξι χρόνια παίζανε μαζί σε διαφορετικά γκρουπ. «Eίναι σημαντικό να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν ήμασταν άγνωστοι μεταξύ μας στη σκηνή του Σίδνεϊ πριν φτιάξουμε το σχήμα» τονίζει ο Chris Abrahams.
«Όταν αρχίσαμε να παίζουμε ως Necks, τα πράγμα άρχισε να λειτουργεί πολύ γρήγορα. Καταφέραμε να βρούμε έναν ελεύθερο χώρο για πρόβες και για έξι μήνες παίζαμε αρκετές φορές την εβδομάδα. Η ιδέα για το πώς θα κινηθούμε ως συγκρότημα προέκυψε σχεδόν αμέσως. Φαινόταν φυσικό να παίζουμε κομμάτια που διαρκούσαν 45 λεπτά, που "χτίζονταν" με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Κανείς δεν έλεγε στον άλλον τι να παίξει και απλά όλοι καταλήξαμε ότι αυτό πρέπει να κάνουμε. Ήμασταν προετοιμασμένοι γι' αυτό».
Σύμφωνα με τον Tony Buck, η μουσική που άκουγαν εκείνη την εποχή ήταν καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισαν να προσεγγίσουν το παίξιμό τους. «Ήμασταν όλοι αρκετά αναμεμειγμένοι με τη σκηνή της τζαζ του Σίδνεϊ εκείνη την εποχή», αναφέρει. «Αν και αυτή η μουσική αποτελούσε και αποτελεί μεγάλο μέρος του μουσικού μας λεξιλογίου, μοιραζόμασταν μια κοινή αγάπη για μουσικές από την Αφρική, την Ινδονησία και την Ινδία και τότε ακούγαμε πολύ soul, reggae, afrobeat αλλά και "νέα" κλασική μουσική. Νομίζω ότι καλλιτέχνες όπως ο Steve Reich ή ο Morten Feldman μας επηρέασαν αρκετά, όπως και η ηλεκτρονική σκηνή των '80s.
Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή ήμουν πολύ ενθουσιασμένος με μερικούς από τους δίσκους των Cabaret Voltaire, για παράδειγμα, και με τους dub δίσκους του Adrian Sherwood και του OnU sound. Νομίζω ότι το ενδιαφέρον μας για νέους καλλιτέχνες και προσεγγίσεις δεν κόπασε ποτέ. Και βέβαια ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός και ο τρόπος που εξελίχθηκε μας έχει επηρεάσει αρκετά. Επιπλέον, όλοι μας παίζαμε μουσική εκτός των Necks και αυτά τα πρότζεκτ συχνά αντανακλώνται στην μπάντα όταν βρισκόμαστε ξανά για να ηχογραφήσουμε ή να παίξουμε μαζί».
The Necks | In Session at Sydney Opera House
Και όντως από τότε μέχρι σήμερα οι Necks είναι ένα από τα αμέτρητα πρότζεκτ που έχει ο καθένας τους. Για παράδειγμα, ο Abrahams είναι πολύ ενεργός μουσικός στην Αυστραλία. Σε κάποιο σημείο μου αναφέρει την καταπληκτική εμπειρία που είχε ζήσει όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα. Τότε έπαιζε με τους Triffids όταν είχαν επανασυνδεθεί το 2010 και είχαν εμφανιστεί στο Gagarin205 στο πλαίσιο της περιοδείας τους. Επιπλέον, είναι φαν των Xylouris White που τους θεωρεί απίθανους, όπως προσθέτει.
Αναρωτιέμαι πώς βλέπουν τη σημερινή σκηνή της τζαζ. Όχι μόνο στην Αυστραλία αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Μου απαντάει ο Swanton, κάπως απαισιόδοξα. «Ίσως δεν είμαι το καλύτερο άτομο για να απαντήσω, επειδή ζω πολύ μακριά από κάθε είδους πολιτιστικό κέντρο, στα βουνά έξω από το Σίδνεϊ. Λόγω των οικογενειακών μου υποχρεώσεων, δεν έχω πραγματικά χρόνο να τσεκάρω πολλά νέα πράγματα. Διακρίνω, όμως, μια πολύ σαφή αλλαγή στην ποικιλομορφία – όχι μόνο όσον αφορά το καυτό ζήτημα της εκπροσώπησης, αλλά και στο ύφος της μουσικής που δημιουργείται.
Ως κάποιος που υπερασπίζεται εδώ και καιρό μια πιο εκλεκτική προσέγγιση στη μουσική, είμαι πολύ ενθουσιασμένος όταν βλέπω ότι η τζαζ έχει ξεφύγει σε μεγάλο βαθμό από τους αυστηρούς περιορισμούς του παρελθόντος και πλέον αγκαλιάζει και πάλι και ενσωματώνει διαφορετικά στυλ, παραδόσεις και όργανα.
Έτσι ξεκίνησε άλλωστε η τζαζ. Νομίζω ότι από την άποψη της δημιουργικότητας και των τρόπων έκφρασης, η σκηνή δεν ήταν ποτέ πιο υγιής. Από την άλλη, όσον αφορά τη σκηνή ως ένα βιώσιμο οικονομικό οικοσύστημα, η κατάσταση είναι πραγματικά απελπιστική. Ως ενεργοί μουσικοί τόσα χρόνια, πάντα στηριζόμασταν οικονομικά από τη συναυλιακή αγορά, πολύ πριν αυτό γίνει ο κανόνας και για τους υπόλοιπους. Και αυτή η υποβάθμιση για τόσους πολλούς καλλιτέχνες έχει κάνει την κατάσταση ακόμα πιο αβέβαιη, κατά την άποψή μου. Ίσως με τόσους πολλούς από εμάς τώρα στην ίδια βάρκα να αλλάξουν τα πράγματα.
Παλιότερα υπήρχε η άποψη ότι το να αφιερώσει κανείς τη ζωή του σε κάτι τόσο εξειδικευμένο όπως η τζαζ και ο αυτοσχεδιασμός ήταν μια επιλογή που έτσι και αλλιώς δεν θα του απέφερε πολλά. Τώρα, όμως, όταν βλέπεις ανθρώπους που ξεκίνησαν τη ζωή τους πιστεύοντας ότι θα έχουν μια καλή, σταθερή δουλειά για πάντα, σε έναν τομέα που τους ενδιαφέρει, να δουλεύουν delivery για την Uber Eats, είναι αδύνατο να αγνοήσεις το πρόβλημα».
Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι τα τρία μέλη του γκρουπ βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη και αυτό κάνει τη χημεία μεταξύ τους επί σκηνής τόσο εντυπωσιακή. Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν έχουν διαλυθεί, παρά την απόσταση.
Ο Buck, λίγο μετά τη δημιουργία του γκρουπ, μετακόμισε στην Ιαπωνία για λίγα χρόνια, για να μεταφερθεί μετά στο Άμστερνταμ. Σήμερα ζει στο Βερολίνο, ενώ οι άλλοι δυο σε απομακρυσμένα σημεία της αυστραλιανής ηπείρου. Πώς ακριβώς έμειναν μαζί όλα αυτά τα χρόνια;
«Όταν φτιάξαμε το συγκρότημα, το κάναμε πραγματικά για τη μουσική. Απλά για να εξερευνήσουμε μαζί αυτό το είδος χωρίς την πίεση του κοινού και χωρίς να πρέπει να είμαστε διασκεδαστικοί ή ιδιαίτερα εντυπωσιακοί», λέει ο Tony. Όταν τελικά παρουσιάσαμε το γκρουπ στο κοινό, ήμασταν αρκετά ξεκάθαροι για το τι κάναμε και παίζαμε ακριβώς όπως παίζαμε στις πρόβες. Φάνηκε να αρέσει στον κόσμο και δεν αισθανθήκαμε την ανάγκη να προσαρμόσουμε το στυλ μας για να το κάνουμε να λειτουργήσει στη συναυλία.
Αυτό έβγαλε από πάνω μας την αίσθηση της πίεσης. Όπως και η ίδια η μουσική, αισθάνομαι ότι πάντα είχαμε τη τάση να μην πιέζουμε τίποτα. Δεν πιέζαμε τη μουσική και ομοίως δεν πιέζαμε την καριέρα του συγκροτήματος. Όταν μετακόμισα στο εξωτερικό, οι ευκαιρίες να παίξουμε στην Αυστραλία ήταν αρκετά περιορισμένες. Αυτό σήμαινε ότι όταν βρισκόμασταν ξανά στην ίδια χώρα, προσπαθούσαμε να αξιοποιούμε τον χρόνο μας σωστά, οργανώνοντας συναυλίες και ηχογραφήσεις. Έτσι, χωρίς το βάρος να παίζουμε εδώ και εκεί, γίναμε πολύ παραγωγικοί.
Αυτό σήμαινε επίσης ότι το κοινό μας δεν θεωρούσε δεδομένο ότι μπορούσε να μας βλέπει να παίζουμε συχνά, οπότε όταν παίζαμε, το αισθανόταν σαν μια ειδική περίσταση. Επιπλέον δεν "ζούσαμε ο ένας στην τσέπη του άλλου", για να το πω απλά, και έτσι η φιλία μεταξύ μας παρέμεινε ισχυρή, αποφεύγοντας εντάσεις και ασήμαντα ζητήματα που συχνά μπορεί να είναι μέρος του να παίζεις σε μια μπάντα και να είσαι συνεχώς μαζί».
– Υπήρχε κάτι αρνητικό σε όλη αυτήν τη συνθήκη;
Μας πήρε λίγο χρόνο να βγούμε εκτός Αυστραλίας (περίπου 10 χρόνια), και, με ισχυρές επαφές στην Ευρώπη, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε μερικές ωραίες ευκαιρίες για να παίξουμε σε μέρη όπου ίσως να μη μας ανακάλυπταν αλλιώς. Όλα αυτά συνέβαλαν στη μακροζωία του γκρουπ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και νομίζω ότι όλοι μας εξακολουθούμε να αισθανόμαστε την ίδια δέσμευση και τον ίδιο ενθουσιασμό που νιώθαμε όταν ξεκινήσαμε το γκρουπ το 1986, τόσο ως φίλοι όσο και ως συνάδελφοι.
– Τι κάνει, όμως, τις συναυλίες σας τόσο ξεχωριστές;
Είμαι πεπεισμένος περισσότερο από ποτέ ότι στη μουσική, όπως και σε όλα τα πράγματα, το σύνθετο μπορεί να είναι στην πραγματικότητα πολύ απλό, αλλά το απλό μπορεί να αποδειχθεί φοβερά πολύπλοκο και ο κόσμος απολαμβάνει να αναγνωρίζει αυτό το στοιχείο σε εμάς όταν παίζουμε.
Ζώντας σε μια οικονομία που βασίζεται στην ατελείωτη «ζάχαρη» που προσφέρει το διαδίκτυο, η ιδέα του να κάθεσαι ήσυχα για μια ώρα περίπου σε ένα δωμάτιο, ενώ τρεις μουσικοί δημιουργούν σιγά σιγά έναν μουσικό κόσμο τριγύρω σου, είναι κάτι που βρίσκουν αρκετά αναζωογονητικό.
The Necks - Sex
Οι Necks θα εμφανιστούν το Σάββατο 9 Δεκεμβρίου στο Ωδείο Αθηνών. Είσοδος: 25-33 ευρώ