Οι Gioumourtzina - προφέρεται Γκιουμουρτζίνα - είναι ένα ηλεκτρονικό σχήμα από την Θεσσαλονίκη. Σχηματίστηκαν πριν από 2 χρόνια από τον Ανέστη Νείρο και τον Γιάννη Τσέλικα. Είχαν κάνει αμέσως εντύπωση από την αρχή που εμφανίστηκαν με μια σειρά από σποραδικές εμφανίσεις στην Αθήνα, κυρίως από στόμα σε στόμα αλλά και λόγω του περίεργου και προκλητικού ονόματος τους. Γκιουμουρτζίνα είναι η τουρκική ονομασία της Κομοτηνής και όπως μας αποκαλύπτει ο Γιάννης ήταν επιλογή του Ανέστη. Και ήταν πολύ πετυχημένη επειδή αμέσως σου τραβάει την προσοχή. Βέβαια, παίζουν τελείως διαφορετική μουσική από αυτήν που αρχικά φαντάζεσαι. Καμία σχέση με έντεχνο, παραδοσιακά ή ελληνικά.
Πρόσφατα κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ στην Inner Ear που έχει επίσης έναν ανορθόδοξο τίτλο, το βάφτηκαν ανορθόγραφα Blakk Metall. Δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με το μέταλ. Τους αρέσει να παίζουν με τους τίτλους. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ, καλοφτιαγμένο και σχεδόν instrumental με τα φωνητικά στα λιγοστά κομμάτια να έχουν τον δεύτερο λόγο και να ακούγονται στο βάθος. Θυμίζει λίγο Stereo Nova και έχει κυρίως 70s και 80s επιρροές πάντοτε με βάση τα επικά synthesizers. Είναι το ίδιο αξιοπρόσεκτος δίσκος με το όνομα τους κι από τα τα καλύτερα πράγματα που έχει κυκλοφορήσει τελευταία η συγκεκριμένη δισκογραφική.
Ο πρώτος δίσκος περιλαμβάνει την απόπειρα μας να «βρεθούμε» μεταξύ μας. Συνεπώς ο δίσκος έχει πολλές από τις διαφορετικές επιρροές μας. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ήχος μας, αν και αναγνωρίσιμος, δεν θεωρώ ότι έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, με την έννοια ότι δεν είναι εύκολο να τον εντάξεις σε ένα συγκεκριμένο μουσικό είδος.
«Η βάση του είναι ηλεκτρονική, απλώς δεν επικεντρωθήκαμε τόσο σε ένα είδος. Έχει μίξεις αρκετών ειδών που μας αρέσουν και που θεωρούμε πως του προσδίδουν ενδιαφέρον. Αυτό πιθανόν να δυσαρεστήσει κάποιους, οι οποίοι θα μιλήσουν για "έλλειψη ταυτότητας". Βέβαια, δε μας απασχολεί το τι θα πουν οι άλλοι, έτσι προέκυψε και το όλο concept με το εξώφυλλο και το όνομα. Υποδηλώνει ουσιαστικά πως πρέπει να κάνεις ότι σε εκφράζει αληθινά, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Δε μπορείς να κρύβεσαι απ' τον ίδιο σου τον εαυτό, τον καταδικάζεις. Στα διαδικαστικά τώρα, ο Ανέστης τράβηξε μια φωτογραφία στις Καβουρότρυπες Χαλκιδικής το περασμένο καλοκαίρι, την επεξεργάστηκε, έβαλε κι ένα ωραίο ροζουλί ανάποδο σταυρό (γιατί είμαστε και βαθιά θρησκευόμενοι πάντα) και έγινε. Αρχικά δε μου άρεσε ως ιδέα αλλά μετά τη συνήθισα και σκέφτηκα ότι είναι πανέξυπνο. Σου μιλάω απόλυτα ειλικρινά, ως συλλέκτης δίσκων -από περιέργεια και μόνο- θα τον αγόραζα για να δω τι περιέχει», λέει ο Γιάννης για το δίσκο και ο Ανέστης συμπληρώνει: «Ο πρώτος δίσκος περιλαμβάνει την απόπειρα μας να «βρεθούμε» μεταξύ μας. Συνεπώς ο δίσκος έχει πολλές από τις διαφορετικές επιρροές μας. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ήχος μας, αν και αναγνωρίσιμος, δεν θεωρώ ότι έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, με την έννοια ότι δεν είναι εύκολο να τον εντάξεις σε ένα συγκεκριμένο μουσικό είδος. Όσον αφορά τη γενικότερη αισθητική μας, η αντισυμβατική επιλογή του artwork και του ονόματος του δίσκου ήταν προφανώς ειρωνική ώστε ακριβώς να υπονοεί ότι δεν θεωρούμε εφικτό αλλά ούτε σκόπιμο να χαρακτηριστούμε και να κατηγοριοποιηθούμε μουσικά. Με λίγα λόγια δε θέλουμε ταμπέλα στη μουσική μας. Επίσης μου αρέσει το ροζ».
Οι Gioumourtzina ως γνήσιοι Βορειοελλαδίτες έχουν πηγαίο χιούμορ. Ο ένας πειράζει τον άλλον συνέχεια και αυτοσαρκάζονται συχνά. Τους ρωτάω πώς γνωρίστηκαν μεταξύ τους. Ο Γιάννης το θυμάται χαρακτηριστικά όπως λέει.
«Γνωριστήκαμε μέσω του κοινού μας φίλου Αlessio, στις 25 Απριλίου του 2014, σε ένα καφέ δίπλα στην αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης. Εκείνη την περίοδο ήμουν αρκετά απογοητευμένος και σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να επιστρέψω στο πατρικό μου στην Εύβοια ενώ ο Ανέστης είχε μόλις έρθει από Κομοτηνή και ψαχνόταν να κάνει κάτι μουσικά. Γι' αλλού πηγαίναμε κι αλλού καταλήξαμε. Αρχικά το πλάνο ήταν να παίξουμε με άλλους δύο κάποια έτοιμα shoegaze/electronica κομμάτια του Ανέστη κι εν τέλει μείναμε οι δυο μας γράφοντας νέο υλικό. Ελπίζω πως κάποια στιγμή θα τα κυκλοφορήσει κι εκείνα, ήταν πολύ αξιόλογα κομμάτια», αναφέρει. «Τον καιρό εκείνο ο Γιάννης έπαιζε μπάσο στα «Φρούτα του Δάσους». Όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά δεχόταν όντως επιθέσεις αγάπης από τη Μία και επικοινωνιακό βομβαρδισμό από μένα. Η δική μου πρώτη εντύπωση ήταν ότι τον βασάνιζε κάποια στομαχική ίσως διαταραχή αλλά όπως στην πορεία αποδείχθηκε, αυτό είναι το στυλ του. Δεν είναι κλασσικός μπασίστας συν ότι είχε πολύ καλό εξοπλισμό και αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το μπάσο σαν κιθάρα. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε και δεν αργήσαμε να διακρίνουμε το πόσο δεν ταιριάζουμε. Αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίσαμε να παίζουμε», λέει ο Ανέστης.
Πέρα από την μουσική, o Ανέστης ασχολείται με την γραφιστική και ο Γιάννης έχει σπουδάσει φυσική ενώ δεν αποκλείει να ασχοληθεί και με την μαγειρική. Και οι δύο ήξεραν πιάνο από μικροί πριν τους κερδίσει η ηλεκτρονική μουσική. Τι ακούγατε μικροί; «Πόσο μικροί εννοείς;», ρωτάει ο Γιάννης «Επειδή θυμάμαι αμυδρά τον εαυτό μου να τραγουδάει τον Σκορπιό του Κορκολή, το μη με τρυπάς σαν το τριαντάφυλλο του Τριαντάφυλλου και να γουστάρω φουλ Μιχάλη Ρακιντζή» ενώ ο Ανέστης δηλώνει ότι δεν άκουγε μουσική μικρός «Αντ’ αυτού συνήθως μαζευόμασταν για να πετάξουμε ντομάτες σε ανυποψίαστους περαστικούς, φτιάχναμε βόμβες με αλουμινόχαρτο και υδροχλωρικό οξύ και παίζαμε ποδόσφαιρο χρησιμοποιώντας για τέρμα 2 πέτρες. Άγνωστο το πώς με επηρεάζουν καλλιτεχνικά τα παιδικά μου χρόνια!»
— Πώς βλέπετε την σκηνή της Θεσσαλονίκης; Υπάρχει σκηνή;
Γιάννης: Η Θεσσαλονίκη είναι μπουζούκια, rock ή metal (όπου ίσως υπάρχει σκηνή), νοοτροπία κολλημένη σε Τρύπες και Σπαθιά και ανερχόμενες διασκευομπάντες σε τεράστιο ποσοστό. Στο είδος μας τώρα, υπάρχουν αρκετές μπάντες που παίζουν ηλεκτρονική μουσική και κάποιες καταφέρνουν σημαντικά πράγματα. Από τη δική μου προσωπική εμπειρία μπορώ με απόλυτη βεβαιότητα να σου πω ότι δεν αντιλήφθηκα ποτέ την έννοια της σκηνής - όπως την έχω εγώ τουλάχιστον στο μυαλό μου. Τις περισσότερες φορές δημιουργούνται κόντρες μεταξύ των συγκροτημάτων δίχως ουσιαστικό λόγο ή υπάρχει εκμετάλλευση από επίδοξους managers. Ξέρεις, θα ήταν πολύ εύκολο να σου πω "όλα είναι τέλεια, είμαστε όλοι πολύ αγαπησιάρηδες εδώ στη Θεσσαλονίκη" αλλά δεν είναι έτσι κι εύχομαι να αλλάξει αυτό κάποια στιγμή! Εννοείται πως υπάρχουν εξαιρέσεις πάντα. Είναι όμως ένα χαρακτηριστικό που το έχουμε γενικά ως λαός και πρέπει να το εξαλείψουμε.
Ανέστης: Φυσικά και υπάρχει σκηνή, μπορώ να αναφέρω κάποιες αξιόλογες μπάντες όπως οι Tendts, οι Vagina Lips, οι Psychedelic trips to death και το one man project του Destroy all horizons. Ηλεκτρονική σκηνή συγκεκριμένα δε θα έλεγα ότι υπάρχει, όχι με την έννοια ότι δεν γίνονται πράγματα, αλλά περισσότερο με την έννοια ότι δεν υπάρχει και τόση σύμπνοια ανάμεσα στις μπάντες.
— Τι θα αλλάζατε γενικά στην μουσική σκηνή της χώρας;
Γιάννης: Θα ήθελα, όπως γίνεται αντιληπτό κι από την παραπάνω απάντησή μου, να υπάρχει αλληλοσεβασμός και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των μουσικών ανεξαρτήτως του χώρου στον οποίο ανήκουν. Αυτό, μετά από 12 χρόνια ενασχόλησης με τη μουσική, το ένιωσα για πρώτη φορά στο Westside Festival της Πατρας. Ήταν απίστευτο συναίσθημα, έφυγα από εκεί νιώθοντας ότι έχω αποκτήσει δεκάδες νέους φίλους.
Ανέστης: Θα ήθελα περισσότερους συναυλιακούς χώρους και τη διοργάνωση περισσότερων φεστιβάλ εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, δηλαδή Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
— Πώς βλέπετε την κατάσταση;
Γιάννης: Πρέπει να τη βλέπεις ψύχραιμα για να έχεις την ικανότητα να κρίνεις αντικειμενικά και σωστά. Γενικά, χρειάζεται πάντα και λίγο χιούμορ γιατί αλλιώς θα τρελαθείς.
Ανέστης: Είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε post-apocalyptic καταστάσεις.
To Blakk Metall κυκλοφορεί από την Inner Ear.