Ο ξαφνικός και αναπάντεχος χαμός του Νότη Μαυρουδή, στα 77 χρόνια του, που μαθεύτηκε το βράδυ της Τρίτης 3 Ιανουαρίου, μας οδηγεί να θυμηθούμε μία από τις πολύ πρώτες, και οπωσδήποτε ξεχασμένες δουλειές του – ένα σάουντρακ για μιαν μάλλον άγνωστη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Νότης Μαυρουδής ξεκινά από πολύ μικρός στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 να δουλεύει στις μπουάτ της Πλάκας, ενώ πολύ γρήγορα, κάτω από τα 20 χρόνια του, μπαίνει και στη δισκογραφία, δίνοντας τα πρώτα τραγούδια του (σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη), τα οποία θα απέδιδε ο Γιώργος Ζωγράφος. Τα τραγούδια είχαν τίτλους «Άκρη δεν έχει ο ουρανός / Τα γιορτινά σου φόρεσε» και θα κυκλοφορούσαν σ’ ένα δίσκο 45 στροφών, στις 3 Οκτωβρίου 1964, από την Lyra.
Μέσα στο άρτι δημιουργηθέν Νέο Κύμα ο Νότης Μαυρουδής έχει, από το ξεκίνημά του, βασική θέση – καθότι και ως κιθαρίστας ταιριάζει «γάντι» με το κλίμα των μπουάτ, που δεν απαιτούν την εξαλλοσύνη, αλλά την ηρεμία, την ολιγάρκεια και την απλότητα.
Φαίνεται πως κάτι υπήρχε και ξεχώριζε τελικά σ’ εκείνη την ταινία, και αυτό δεν θα ήταν άλλο από τη μουσική της, που ήταν συντεθειμένη από τον Νότη Μαυρουδή. Και κάπως έτσι το σάουντρακ θα κυκλοφορούσε σ’ ένα 7ιντσο six-tracks EP, που γύριζε στις 45 στροφές, το φθινόπωρο του ’66, όταν ο συνθέτης είχε κάνει πλέον «όνομα» μέσα στο Νέο Κύμα.
Και αν οι μπουάτ με την δισκογραφία αποτελούσαν το ένα μέρος της επαγγελματικής καθημερινότητας των μουσικών, ο κινηματογράφος ήταν ένα άλλο (μέρος). Στα μέσα του ’60 υπήρχε, εννοούμε, μία παράλληλη ανάπτυξη και του κινηματογραφικού κυκλώματος, στη χώρα, με τις δεκάδες ταινίες που γυρίζονταν να προσφέρουν επιπλέον ευκαιρίες απασχόλησης σε συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές.
Το 1966, στα 21 χρόνια του, δηλαδή πολύ νέος ακόμη, ο Νότης Μαυρουδής ανακατεύεται με το σινεμά, καθώς συμμετέχει ως συνθέτης σε μερικές ταινίες – μία εκ των οποίων είναι και η «Δάφνις και Χλόη 66» της Μίκας Ζαχαροπούλου.
Η Ζαχαροπούλου ξεκινά με μία μικρού μήκους ταινία στην Έκτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (20-26 Σεπτεμβρίου 1965), την «Συνάντηση», η οποία βραβεύεται κιόλας με «τρίτη τιμητική διάκριση» και 10.000 δραχμές, ενώ το 1966 περνά στις μεγάλου μήκους ταινίες με την «Δάφνις και Χλόη 66», που προβάλλεται στο «7ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» –όπως είχαν μετονομαστεί πλέον οι Εβδομάδες–, το οποίο πραγματοποιείται στο διάστημα 22-28 Σεπτεμβρίου 1966.
Έχουμε να δούμε πολλά χρόνια την «Δάφνις και Χλόη 66» κι έτσι δεν θέλουμε να πούμε κάτι ιδιαίτερο γι’ αυτήν – παρότι μια γενική εντύπωση έχει διατηρηθεί στη μνήμη μας. Θα ανατρέξουμε, όμως, σε μερικές πηγές, προκειμένου να δώσουμε μιαν εικόνα. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ελληνικός Κινηματογράφος», από τον Οκτώβριο του ’66, ο Φώτης Αλεξίου (Αλέξης Γρίβας) γράφει:
«Η περίπτωση της Μίκας Ζαχαροπούλου και του “Δάφνις και Χλόη 66” είναι απλή. Αν από τη μια μεριά μπορούμε να της καταλογίσουμε μια ευγενή πρόθεση, για κάτι που ξεπερνάει τα πλαίσια του καθιερωμένου, από την άλλη έχουμε το ατελές σενάριο, την απειρία στο δούλεμα των ηθοποιών και τέλος το ότι η σκηνοθέτιδα καταπιάστηκε με μεγάλου μήκους ταινία –περνώντας λίγο καιρό στη μικρού μήκους–, πριν αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια, για να αντιμετωπίσει τις συγκεκριμένες απαιτήσεις. Αποτέλεσμα καταστροφικό από κάθε άποψη, τόσο εμπορική, μια και το φιλμ πολύ δύσκολα θα μπορέσει να βρει εκμεταλλευτή (σ.σ. διανομέα) και κυρίως κοινό, όσο και καλλιτεχνική. Κάτι ιδιαίτερα θλιβερό, αν αναλογιστούμε πως παρ’ όλη την βιογραφική έμπνευση του σεναρίου, δεν υπάρχει, σε όσα συμβαίνουν μπροστά μας, πάνω στο πανί, ούτε το ελάχιστο ίχνος πειστικότητας».
Και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος στην εφημερίδα «Ελευθερία» (11 Οκτ. 1966):
«Η ταινία “Δάφνις και Χλόη 66” αποκάλυπτε μόνον την γνώση μιας κάπως κομψής γραφής από την σκηνοθέτιδα Μίκα Ζαχαροπούλου και ορισμένες στιγμές της είχαν μια γεύση αυτοβιογραφικής γνησιότητας. Όμως η ταινία ήταν ισχνότατη θεματικά, οι διάλογοι κενοί ή φιλολογούντες και η διεύθυνση των ηθοποιών ατελέστατη».
Με τι καταπιανόταν η ταινία «Δάφνις και Χλόη 66» της Μίκας Ζαχαροπούλου; Με μια μεταφορά του κλασικού μύθου του Λόγγου (3ος αι. μ.Χ.) στη σύγχρονη εποχή. Όπως διαβάζουμε στο ellinikoskinimatografos.gr:
«Η δωδεκάχρονη Χλόη ζει με τη μητέρα της σ’ ένα ψαροχώρι, έχοντας ως σύντροφο στα παιχνίδια της τον Γιώργο, γιο ενός ψαρά. Η μητέρα προσπαθεί να παντρέψει την Χλόη με τον δεκαεξάχρονο Γιάννη, αλλά εκείνη αδιαφορεί παντελώς γι’ αυτόν. Η άφιξη του Μίλτονα, πρώην εραστή τής μητέρας και παλιού ηθοποιού, ο οποίος συμπαθεί τον Γιώργο, αναστατώνει την Χλόη, η οποία διαπληκτίζεται έντονα με τον Γιάννη. Κάποτε μαθαίνει από την παραμάνα της το μύθο του Δάφνιδος και της Χλόης και συνειδητοποιεί ότι ο δικός της Δάφνις είναι ο μικρός ψαράς Γιώργος. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Δάφνις-Γιώργος, με τη βοήθεια του Μίλτονα, γίνεται ηθοποιός και βρίσκεται στο Παρίσι. Η Χλόη φτάνει στη γαλλική πρωτεύουσα με την ελπίδα να ξαναβρεί τον Δάφνι της. Η συνάντησή τους φέρνει ανάγλυφες τις παιδικές εικόνες τής χαμένης αθωότητας, που τώρα μπλέκονται με τον σαρκικό έρωτα και τα ηδονικά παιχνίδια. Οι ειδυλλιακές εικόνες που δέσποζαν στο νου τής Χλόης διαλύονται, όταν έρχονται αντιμέτωπες με την πραγματικότητα. Η ώρα που σμίγουν οι δύο εραστές είναι και η στιγμή του χωρισμού τους, μόνο που τώρα δεν υπάρχει πια ελπίδα ούτε υπόσχεση για να ξαναβρεθούν κάποτε, στο μέλλον».
Η ταινία, στην οποίαν πρωταγωνιστούσαν οι Τέλης Ζώτος (Γιώργος-Δάφνις), Έλλη Ρωμανού (Χλόη-παιδί), Elizabeth Wiener (Χλόη-μεγάλη) (γνωστή γαλλίδα ηθοποιός και μουσικός), Αλεξάνδρα Λαδικού (μητέρα Χλόης), Θάνος Παππάς (Γιάννης), Charles Jarrel (Μίλτον) κ.ά. βγαίνει στις αίθουσες τη χειμερινή σεζόν 1966-67, αλλά πατώνει σε εισπράξεις, καθώς κόβει μόλις 26.170 εισιτήρια στις αίθουσες πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων (107η από τις 117 ταινίες της σεζόν).
Και όμως... φαίνεται πως κάτι υπήρχε και ξεχώριζε τελικά σ’ εκείνη την ταινία, και αυτό δεν θα ήταν άλλο από τη μουσική της, που ήταν συντεθειμένη από τον Νότη Μαυρουδή. Και κάπως έτσι το σάουντρακ θα κυκλοφορούσε σ’ ένα 7ιντσο six-tracks EP, που γύριζε στις 45 στροφές, το φθινόπωρο του ’66, όταν ο συνθέτης είχε κάνει πλέον «όνομα» μέσα στο Νέο Κύμα.
Στο EP εκείνο υπήρχαν: ένα τραγούδι, σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη, το «Δάφνις και Χλόη 66», που απέδιδε ο Αλέξης Γεωργίου και πέντε ορχηστρικά, του Νότη Μαυρουδή, που είχαν τίτλους «Ο μύθος», «Ο ερχομός», «Νυχτερινό», «Χορός» και «Καλπασμός».
Το τραγούδι με τον Αλέξη Γεωργίου, που ήταν μπαλάντα φυσικά, ακούστηκε περισσότερο, αφού μπήκε και στο LP-συλλογή «Νέο Κύμα 3» [Lyra, 1966], όπως και σε ουκ ολίγες μεταγενέστερες συλλογές, ενώ τούτο διακρινόταν για την προσεγμένη ενορχήστρωσή του (ακούς άρπα, σαντούρι, κιθάρες, κρουστά, έγχορδα κ.λπ., με τρόπο ταιριασμένα), δημιουργώντας μια κάπως παραμυθένια ατμόσφαιρα (ίσως θα ήταν ακόμη πιο ωραίο, το τραγούδι, αν το έλεγε μια γυναικεία φωνή της εποχής –η Καίτη Χωματά ή η Σούλα Μπιρμπίλη ας πούμε– αλλά, ok, και ο Αλέξης Γεωργίου έχει το δικό του ύφος).
Αλέξης Γεωργίου - Δάφνις και Χλόη 66, Μαυρούδης Κακουλίδης
Όμως και τα υπόλοιπα ορχηστρικά θέματα του Νότη Μαυρουδή, από το «Δάφνις και Χλόη 66», ήταν ωραία, με ενορχηστρώσεις πλουμιστές (και με φλάουτα, κρουστά κ.λπ. πλην των οργάνων που προαναφέραμε), πάντα κοντά ή εντός της νεο-κυματικής αισθητικής.
Να πούμε, με την ευκαιρία, πως και στις άλλες ταινίες εκείνης της εποχής, με τις οποίες ασχολήθηκε, ο Νότης Μαυρουδής είχε γράψει πολύ ωραία θέματα – ή και ακόμη καλύτερα από αυτά του «Δάφνις και Χλόη 66».
Λέμε για την ταινία «Κλεμένη Αγάπη» (1966) του Κώστα Λυχναρά (έτσι ήταν γραμμένη η λέξη «κλεμμένη», στους τίτλους, με ένα «μ»), στην οποία ακούγονται επιπλέον τραγούδια από τους Πέτρο Πανδή («Φέρτε γλυκό κρασί») και Γιώργο Ζωγράφο (το φοβερό «θεοδωρακικό» «Ποιος είδε την αγάπη μου»), αμφότερα σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη και ακόμη για την ταινία «Αγωνία για τον Έρωτα» (1969) του Γιάννη Κοκκόλη, στην οποίαν είχαμε αναφερθεί παλαιότερα εδώ στο LiFO.gr.
Ωραίο θα ήταν να βλέπαμε κάποια στιγμή και μια έκδοση με τα κινηματογραφικά-τηλεοπτικά θέματα του Νότη Μαυρουδή, που επεκτείνονται βεβαίως και στις επόμενες δεκαετίες.
Γιώργος Ζωγράφος - Ποιος είδε την αγάπη μου