Ο Πάνος Ιωανννίδης είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές πιάνου παγκοσμίως και ένας από τους ελάχιστους αυτήν τη στιγμή που το προσαρμόζει στα χέρια του πιανίστα, στη μουσική και στην αισθητική του.
Στο εργαστήριό του λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στον δρόμο για Χαλκιδική, στη Νέα Γωνιά, κατασκευάζονται πιάνα που είναι από τα καλύτερα του κόσμου, με τεχνογνωσία, που είναι αποτέλεσμα 40 χρόνων εμπειρίας και με μεγάλη αγάπη για τη μουσική.
«Αυτό που κάνουμε, ιστορικά, δεν το έκανε ποτέ κανείς σε ένα μικρό εργαστήριο» μας εξηγεί την ώρα που μας δείχνει τα κομμάτια ενός πιάνου 130 χρόνων που επισκευάζει (το ξαναφτιάχνει από την αρχή). «Το πιάνο είναι προϊόν της μεγάλης βιομηχανίας πια και, ούτε λίγο ούτε πολύ, εδώ και 150 χρόνια φτιάχνονται πανομοιότυπα πιάνα. Από τότε που "μετανάστευσαν" από το μικρό εργαστήρι στη βιομηχανία, από τότε που δημιουργήθηκε η μέση αστική τάξη στην Eυρώπη και η παραγωγή τους έγινε μαζική, άλλαξε μόνο το λούστρο, μπήκαν πολυεστέρες και πολυουρεθάνες. Δεν βγαίνει πλέον από ανθρώπους που είναι τρελαμένοι με τη δουλειά τους αλλά ακολουθούν συγκεκριμένα βήματα για να φτάσουν στο τελικό προϊόν. Έτσι, τα μεγάλα εργοστάσια που έβγαζαν τα σούπερ πιάνα έχασαν την πελατεία τους. Γιατί δεν στηρίζονταν στα λίγα, σούπερ πιάνα που πήγαιναν στις αίθουσες παρά σε αυτά που αγόραζαν οι γονείς για τα παιδιά τους. Οι τελευταίοι απευθύνονται στους Κινέζους, που κάνουν μαζική παραγωγή. Έτσι κατέρρευσαν και τα σούπερ πιάνα και τα σούπερ εργοστάσια. Από την άλλη μεριά, μεταπολεμικά όλα τα πιάνα πέρασαν στα χέρια των Κορεατών και των Γιαπωνέζων που έκαναν τον ήχο σκληρό και επιθετικό. Ακούγεται περισσότερο σαν κρότος παρά σαν μουσικός ήχος γιατί συνέπεσε με την ηχογράφηση και αυτός ο ήχος περνούσε καλά στο μικρόφωνο. Πριν από δέκα χρόνια ο κόσμος είπε "αρκετά!", επειδή βελτιώθηκαν οι ηχογραφήσεις και έμαθε να ακούει.
Ιστορικά, οι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ να ακούνε μουσικούς τόνους, ζούσαν με κρότους, με θορύβους, με κουδουνάκια, με συναγερμούς. Τώρα ζουν τον αιώνα του ήχου και ένας πιανίστας εκπαιδεύεται όπως ο σομελιέ. Μόνο ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να μετρήσει μια τόσο περίπλοκη αίσθηση, γιατί στο πιάνο συνδυάζονται δύο, η ακοή και η αφή.
Ιστορικά, οι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ να ακούνε μουσικούς τόνους, ζούσαν με κρότους, με θορύβους, με κουδουνάκια, με συναγερμούς. Τώρα ζουν τον αιώνα του ήχου και ένας πιανίστας εκπαιδεύεται όπως ο σομελιέ. Μόνο ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να μετρήσει μια τόσο περίπλοκη αίσθηση, γιατί στο πιάνο συνδυάζονται δύο, η ακοή και η αφή.
Εδώ, χρησιμοποιώντας υλικά άριστης ποιότητας, τα καλύτερα, ξανασχεδιάζουμε ένα πιάνο με το δικό μας γούστο –το οποίο με τις δεκαετίες έχει αλλάξει‒ και πιστεύουμε ότι είμαστε ένα σκαλάκι μπροστά, γιατί τα αποτελέσματά μας είναι πολύ καλύτερα από αυτά των πιάνων του εμπορίου. Είναι κάτι που θέλει πολυπραγμοσύνη, γνώση από πολλές διαφορετικές ειδικότητες, πρέπει να γνωρίζεις το μέταλλο, το ξύλο, από σχεδιασμό, μαθηματικά. Είναι κάτι πολύ δύσκολο, αλλά είναι και ένα όνειρο».
— Πώς ασχοληθήκατε με τα πιάνα;
Σπούδασα στο Λονδίνο μηχανικός, αλλά λίγο πριν έρθω στην Ελλάδα αποφάσισα για προσωπικούς λόγους να ασχοληθώ μαζί τους. Ξεκίνησα πριν από περίπου σαράντα χρόνια από μια σχολή συντηρητών πιάνου. Είχα πάει να μάθω να συντηρώ το πιάνο, να καλύπτω τις φθορές που γίνονται με το παίξιμο, κούρδισμα, σέρβις, ρεγουλάρισμα, αλλά για τη βελτίωσή του δεν υπήρχε -και δεν υπάρχει- τίποτα. Αν θέλεις, δε, να κατασκευάσεις ένα πιάνο, εκεί η κατάσταση είναι μαύρο χάος. Διεθνώς δεν υπάρχουν ούτε σχολές ούτε βιβλία.
Καταρχάς, πήρα το θάρρος να το κάνω φτιάχνοντας λατέρνες. Η λατέρνα είναι ένα μικρό πιάνο, με ηχείο, μπαλκόνι και μηχανισμό με σφυριά, μόνο που, αντί για πλήκτρα, έχει τα δόντια που χτυπούν πάνω στον κύλινδρο που περιστρέφεται. Φτιάχνοντας αυτό, έπρεπε να λύσω μεγάλα θέματα τεχνικά, όπως αυτά που αντιμετωπίζεις όταν κατασκευάζεις ένα πιάνο. Έφτιαχνα για 20 χρόνια λατέρνες και μετά πήγα ένα βήμα παραπέρα λόγω προσωπικής φαγούρας, γιατί πάντα πίστευα ότι τα πιάνα είναι σκληρά, άτονα και ότι σηκώνουν πολλή βελτίωση. Κι αυτό κάνω.
Έμαθα πολλά δίπλα σε μεγάλους τεχνίτες και τώρα κάνω κυρίως πιάνα. Συνεχίζω να φτιάχνω και λατέρνες, αλλά έχω καταμαγευτεί με αυτό το πράγμα που λέμε ήχο. Είναι το τούβλο με το οποίο χτίζουμε το δικό μας το σπίτι: ο μουσικός τόνος. Εκεί έχει πολύ πράγμα να μπεις, να εμβαθύνεις, να εξηγήσεις, να ανακαλύψεις.
Όταν είδα ότι μετά το σέρβις υπάρχει μαύρο χάος και ανεξερεύνητο έδαφος, άρχισα να κάνω πειράματα. Μετά από δέκα χρόνια πειραμάτων, αρκετού κόστους και χιλιάδες ώρες έρευνας, πήρα το βαλιτσάκι μου και άρχισα να ψάχνω άλλους στον πλανήτη που έχουν κάνει το ίδιο με μένα. Αυτοί οι άλλοι ήταν διευθυντές παραγωγής σε εργοστάσια πιάνου, καθηγητές σε κάποια πανεπιστήμια, ή ερευνητές που άφησαν συγγράμματα πίσω τους. Βρίσκεις αυτούς τους ελάχιστους σε όλο τον κόσμο, έρχεσαι σε επαφή μαζί τους και παίρνεις το αεροπλάνο και ταξιδεύεις.
Τα πρώτα χρόνια έδινα μέχρι 1.000 ευρώ την ημέρα για ιδιαίτερα. Είναι ένα τρομακτικό ποσό που το έδωσα κάποιες φορές, αλλά αν έχεις και εσύ κάτι να δώσεις, αν δεν πουλάς μούρη και δουν αυτοί οι άνθρωποι ότι πραγματικά ενδιαφέρεσαι, τους κερδίζεις γιατί έχεις και εσύ κάτι να δώσεις για να πάρεις, και επίσης τους κερδίζεις από την τρέλα σου. Γιατί όλοι αυτοί έχουν μια κοινή τρέλα.
Κι οπότε, έτσι αρχίζεις και κερδίζεις χρόνια από τη ζωή σου, γιατί όταν πηγαίνεις ακόμα και μια ημέρα σε έναν τέτοιο άνθρωπο, έχεις μαζέψει στο καλάθι σου γνώση αιώνων. Γιατί και αυτός από κάπου αλλού την πήρε, κάπου αλλού έψαξε. Όταν πρωτοξεκίνησα τη δουλειά στις αρχές της δεκαετίας του '80 στη Θεσσαλονίκη, υπήρχε ένα τραγικό καθεστώς.
Υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήταν έντιμοι, και υπήρχε και μία κακή ηθική: όταν ένας δάσκαλος πιάνου, ένας διευθυντής ωδείου ή ένας καταστηματάρχης ή οποιοσδήποτε σου σύστηνε κάποιον για δουλειά, έπρεπε να πάρει τα μισά. Τους τα έκοψα όλα αυτά. Στην αρχή δεν είχα πολλή δουλειά αλλά στην πορεία κέρδισα επειδή το έκανα. Σιγά-σιγά άλλαξε η επαγγελματική στάση, η ηθική, η συμπεριφορά στη δουλειά, οι τιμές...
— Δουλεύετε πιο πολύ με ξένους;
Δουλεύω και με Έλληνες και με ξένους. Τα πιάνα που φτιάχνω χρειάζονται από έξι μήνες μέχρι έναν χρόνο για να ολοκληρωθούν και κοστίζουν πολύ, αλλά είναι πολύ φτηνότερα από τα αντίστοιχα καινούργια που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Εδώ φτιάχνουμε πιάνα από δύο μέτρα και πάνω. Είναι σαν να θες να φτιάξεις ένα σούπερ αυτοκίνητο 800 κυβικών και κάνεις τόσο μεγάλες αλλαγές που είναι σαν το δικό σου το αυτοκίνητο να κινείται με υδρογόνο αντί με πετρέλαιο. Πρόκειται κυρίως για πιάνα πολύ υψηλών απαιτήσεων που τα παίρνουν ιδιώτες και όχι εταιρείες».
Μας ξεναγεί στην αίθουσα με τα πιάνα και βάζει να παίξουν (μόνα τους!) τα κομμάτια που έχουν παίξει γνωστοί και άγνωστοι πιανίστες σε αυτά. Βρίσκει τον πιανίστα που είναι καταχωρημένος στο iPad, συνδέεται με Wi-Fi με το πιάνο και το βάζει να ξαναπαίξει το κομμάτι που ηχογράφησε (οι κινήσεις από τα δάχτυλά του έχουν αποθηκευτεί με υπέρυθρη ακτινοβολία). Πάνω από 1.000 πιανίστες είναι καταχωρημένοι στο iPad, όσοι έχουν περάσει από το εργαστήριό του.
«Αυτό το πιάνο δεν είναι πιο δυνατό» μας εξηγεί παίζοντας ο ίδιος, «έχει όμως πολύ περισσότερη λεπτομέρεια, κατεβαίνει πολύ πιο χαμηλά σε πιανίσιμο, έχει μεγαλύτερες δυναμικές, είναι σαν ένα μπουκέτο με λουλούδια που ανθίζει και βγάζει εκατομμύρια χρώματα. Θέλει λίγο μύηση, να προσαρμοστείς, για να ανακαλύψεις όλο αυτό που σου βγάζει.
Όσοι έρχονται και παίζουν εδώ, αυτό που κάνουν σε λίγα δευτερόλεπτα είναι να χαμηλώσουν την ένταση, γιατί ό,τι θέλουν να βγάλουν βγαίνει σε χαμηλότερες εντάσεις. Και μετά ανοίγει αυτό που λέμε δυναμικός φάκελλος. Όταν χτυπάς ένα πλήκτρο ακούς πρώτα ένα τακ, μετά το σφυράκι που χτυπάει στο μέταλλο της χορδής και μετά αρχίζει και δονείται η χορδή και γίνεται αυτό που λέμε διαστολή, ένα ντουμ και ανοίγει ο ήχος.
Σε αυτό το πιάνο που είναι τόσο καλό, το κομμάτι του τακ που είναι κυρίαρχος μουσικός τόνος εδώ, σχεδόν δεν ακούγεται. Είναι σαν δοξαριά, δεν έχεις κρούση στον ήχο γιατί όλη η ακουστική ενέργεια από το ηχείο βγαίνει στη διαστολή. Οπότε, είναι και η αίσθηση διαφορετική.
Ένα τέτοιο πιάνο έξω στοιχίζει τέσσερις φορές περισσότερο από ό,τι κάνει αυτό εδώ γιατί στην Ελλάδα, για να καταφέρεις κάτι πρέπει να είσαι ή πολύ φτηνότερος για να είσαι πολύ ανταγωνιστικός, ή πρέπει να είσαι πολύ καλύτερος, γιατί έχουμε να παλέψουμε με θηρία, δεν είναι εύκολα τα πράγματα.
— Πόση είναι η διάρκεια ζωής ενός πιάνου;
Κάθε 20 χρόνια χρειάζεται αλλαγή σφυριών, αλλαγή κλαβιέ, γεωμετρία, ρυθμίσματα voicing, ήχου κ.λπ. Για αυτά βγάζεις το κομμάτι του πιάνου που είναι φορητό, που λέγεται μηχανή, και το επισκευάζεις. Σε ακραία περίπτωση, για αυτούς τους πολύ λίγους που καταλαβαίνουν ότι το πιάνο έχει ημερομηνία λήξης και ότι πεθαίνει κάποια στιγμή, μεταφέρεται όλο το πιάνο εδώ, όπως καλή ώρα αυτό που βλέπετε, που το ξηλώνουμε τελείως και το ξανακάνουμε από την αρχή. Θέλει ριζική λύση, και ή να πάει για πέταμα, ή να γίνει πλήρης ανακατασκευή.
— Πόσο κοστίζει ένα πιάνο σας;
Ένα πιάνο είναι αναγκαστικά ακριβό, γιατί θέλει έναν χρόνο για να γίνει, μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Τα ανταλλακτικά του μόνο στοιχίζουν 15-20 χιλιάδες. Και ένα μόνο λάθος μπορεί να σε πάει εννέα μήνες πίσω στη δουλειά. Τα μεγέθη είναι πολύ δύσκολα, για αυτό γίνεσαι και σοβαρός με αυτό που κάνεις. Δουλεύω παράλληλα τρία πιάνα, 5-6 ώρες την ημέρα δουλεύω με αυτά και άλλες τόσες με το σέρβις. Το ένα συμπληρώνει το άλλο.
— Ο κάθε μουσικός έχει τον δικό του ήχο στο πιάνο;
Ναι, βέβαια. Είναι σαν να βλέπεις πολλούς όμορφους άντρες ή γυναίκες, όλες κούκλες, αλλά η μία φαρδιά, ή άλλη στενή, η μία κοντή, η άλλη ψηλή, η άλλη άσπρη, άλλη κίτρινη, άλλη μαύρη. Αυτός είναι και ο ορισμός της ομορφιάς και της τέχνης. Θέλεις πιάνο για μπαρόκ, πιάνο κλασικό, πιάνο για τζαζ και πιάνο για σύγχρονη μουσική, όσον αφορά δηλαδή τον χαρακτήρα. Και μετά θέλεις πιάνο για τον Χ ο οποίος έχει νευρικά χέρια, μεγάλα, βαριά δάχτυλα και πιάνο για τον Ψ, ο οποίος έχει βελούδινα χέρια και ανταποκρίνεται διαφορετικά. Θέλεις πιάνο για stage και για αίθουσα με 1000 άτομα -η ανθρώπινη σάρκα ρουφάει τον ήχο και τον διαλύει, τον εξαφανίζει, έχει τρομερή απορρόφηση και πρέπει αυτός ο ήχος να σταθεί στο βάθος της αίθουσας- και θέλεις και πιάνο για ηχογράφηση και μουσική δωματίου.
Και αυτή η ιδέα δεν είναι πρωτόγνωρη, όταν ένας επαγγελματίας βιολιστής ψάχνει για βιολί και θέλει να κάνει καριέρα, πάει στην Κρεμόνα ή στο Παρίσι και μπαίνει σε ένα δρομάκι όπου υπάρχουν τα εργαστήρια στη σειρά και μέσα σε αυτά τεχνίτες πασχίζουν να σκαλίσουν ένα όργανο επί ένα χρόνο.
Ο επαγγελματίας μουσικός ξέρει ότι πρέπει να βρει τον κατάλληλο τεχνίτη που θα έχει το όργανο στα μέτρα του και θα ανταποκρίνεται και στο είδος μουσικής που παίζει. Αυτό κάνουμε εδώ. Και βλέπεις γύρω σου διαφορετικά πιάνα, ένα για stage, ένα για μπαρόκ, ένα για κλασική μουσική και για ηχογράφηση, οπότε για πρώτη φορά, επιτέλους, κάποιος μπορεί να διαλέξει τον ήχο που θέλει και όχι μόνο αυτό, αλλά και το πώς θα δείχνει το πιάνο του. Έχουμε ξεφύγει από τη μαύρη κασέλα που μοιάζει με νεκροκασέλα και χρησιμοποιούμε υλικά που χρησιμοποιούσαν από πάντα οι μερακλήδες οι οργανοκατασκευαστές όπως φίλντισι, ελεφαντόδοντο, όστρακα, χρυσό, σύγχρονα λούστρα, οτιδήποτε.
Γενικά βλέπουμε αποτελέσματα, είμαστε σε μια ρέντα που κάθε πιάνο βγαίνει καλύτερο από το προηγούμενο. Το προτιμώ αυτό, με όλον τον κόπο και το ρίσκο που συνεπάγεται, γιατί το κάθε πιάνο βγαίνει καλύτερο και έχω την μεγάλη τύχη και ελευθερία να κάνω ό,τι θέλω. Ενώ στη βιομηχανία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Έχουν research και development departments, αλλά είναι για να βγαίνουν πιο γρήγορα τα πιάνα και όχι πιο αποδοτικά. Αυτή τη στιγμή το μόνο που με απασχολεί είναι να βγει ό,τι καλύτερο, γιατί αυτά τα πιάνα που φτιάχνω εδώ γίνονται για πρώτη φορά. Κάνουμε καινούργιο σχεδιασμό ηχείου, καινούργιο καβαλάρη, καινούργια scalings, πράγματα που εμφανίζονται για πρώτη φορά παγκοσμίως. Και βλέπουμε ότι αξίζει τον κόπο πραγματικά.
Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα σε αυτό που κάνω. Το κεντρικό σημείο του πιάνου που είναι μία μεταλλική άρπα από χυτοσίδηρο –μαντεμένιες άρπες πάνω στις οποίες στηρίζονται οι χορδές με καρφάκια και τεντώνονται– ζυγίζει από 200 έως 400 κιλά και αυτό είναι και το μεγαλύτερο βάρος του πιάνου. Αυτά τα κρατάω από παλιά πιάνα ιστορικά, τα οποία διαλέγω για να έχουν τις ανάλογες προϋποθέσεις και τα βάζω στα πιάνα μου. Γιατί είναι το μόνο κομμάτι στο παλιό πιάνο που γίνεται καλύτερο με το χρόνο. Όλο το υπόλοιπο πάει για πέταμα.
— Αυτό γιατί γίνεται καλύτερο;
Επειδή αυτό το υλικό, ο χυτοσίδηρος, ο μαύρος σίδηρος, το μαντέμι, έφτασε στο ζενίθ της εξέλιξής του πριν από 150 χρόνια. Δεν είναι κανένα χάι τεκ μέταλλο, δεν είναι κάτι το οποίο έγινε πρόσφατα, από τότε είχαμε πολύ καλά μαντέμια. Αλλά τι κάνει ο χρόνος; Έτσι όπως βγαίνει από τον κλίβανο και είναι κόκκινο και ρευστό σε πάρα πολλούς βαθμούς, καθώς ψύχεται συστέλλεται και δημιουργεί μέσα του τέτοιες τρομακτικές πιέσεις από την διαφορετική συστολή που σκίζεται, σπάει, γι' αυτό και στα καλά εργοστάσια τα αφήνουν έξω 10-20 χρόνια για να «τραβήξει» το μέταλλο. Εδώ είναι τραβηγμένο 130 χρόνια. Και είναι και οι προδιαγραφές του αντίστοιχες. Έχω μια πρώτη ύλη πολύ καλύτερη από αυτή που θα κατασκεύαζα σήμερα αν πήγαινα σε ένα χυτήριο. Δεν το κάνω για οικονομία, το κάνω επειδή αυτό το κομμάτι είναι απίστευτα καλύτερο από το να έβαζα ένα καινούργιο. Αυτή είναι η καρδιά του πιάνου, η ψυχή του, εδώ είναι τα πάντα. Κι αυτά που υπάρχουν στο πατάρι από παλιά σούπερ πιάνα που υπήρχαν σε όπερες και σε ορχήστρες, ζυγίζουν λιγότερο από το μισό και είναι πολύ πιο stiff (δεν υπάρχει λέξη στα ελληνικά, η πιο κοντινή λέξη είναι η λέξη ακαμψία).
Το stiffness σημαίνει ότι έχει την ικανότητα να αντανακλά επίσης την ενέργεια λόγω σκληρότητας και πρέπει να μπορεί να το κάνει με ελάχιστο βάρος. Όταν η χορδή δονείται μόνη της σε ένα τραπέζι ή οπουδήποτε δεν ακούγεται τίποτα, είναι σαν ένα κινητό που δονείται στο χέρι σου και δεν ακούς τη δόνηση, απλώς την αισθάνεσαι. Πάρε όμως το κινητό την ώρα που δονείται και βάλτο στο ηχείο του πιάνου, θα χαλάσει τον κόσμο. Θα κάνει έναν φοβερό κρότο. Αυτό κάνει η χορδή, αυτό κάνει το ηχείο. Αυτό κάνουμε και εμείς σε αυτό εδώ το εργαστήριο. Προσπαθούμε να καταλάβουμε και να μεγαλώσουμε αυτόν τον ήχο, να το κάνουμε πιο αποτελεσματικό. Το ηχείο δεν είναι ενισχυτής, είναι transduser, μεταλλάκτης ενέργειας.
Mεταπολεμικά όλα τα πιάνα πέρασαν στα χέρια των Κορεατών και των Γιαπωνέζων που έκαναν τον ήχο σκληρό και επιθετικό. Ακούγεται περισσότερο σαν κρότος παρά σαν μουσικός ήχος γιατί συνέπεσε με την ηχογράφηση και αυτός ο ήχος περνούσε καλά στο μικρόφωνο. Πριν από δέκα χρόνια ο κόσμος είπε "αρκετά!", επειδή βελτιώθηκαν οι ηχογραφήσεις και έμαθε να ακούει
Επίσης, έχουν μεγάλη σημασία τα υλικά. Χρησιμοποιούμε ένα μοναδικό υλικό που υπάρχει στον πλανήτη το οποίο έχει το μεγαλύτερο δυνατό stiffness με μικρότερο χαμηλό βάρος, το sitka spruce, το χριστουγεννιάτικο δέντρο αλλά από συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου, στα σύνορα Αλάσκας-Καναδά, από κάποια νησιά στον Ειρηνικό. Έχουν βγει ένα σωρό σύγχρονα συνθετικά υλικά, αλλά ξαναγυρίζουμε σε αυτό. Είναι μοναδικό. Οπότε, σε αυτό το εργαστήριο βασικά έχουμε ξανασχεδιάσει το ακουστικό μέρος του πιάνου.
Με αυτό που κάνω εδώ, που παίρνω το μεταλλικό κομμάτι της άρπας, έχω ένα επιπλέον μπόνους που δεν έχει κανένας στον πλανήτη. Είμαι από τους ελάχιστους τυχερούς που όταν διαλύω το πιάνο βλέπω σαν να έχω μπροστά μου ζωντανούς όλους αυτούς που το έφτιαξαν, οι οποίοι χάθηκαν και δεν άφησαν πίσω τους ίχνη. Δεν τους ξέρει κανένας πια, αλλά βλέπω τη δουλειά που έχουν κάνει και από αυτά που βλέπω μπορώ να σου μιλάω για το κάθε πιάνο για ώρες.
Αν δεις τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι, οι προηγούμενοι, θα τρελαθείς με τον τρόπο που σκέφτονταν, τα πειράματα που έκαναν. Όλο αυτό το πράγμα είναι μια ζωντανή διαδικασία. Πολύ σημαντικό επίσης, ειδικά στις μέρες μας, είναι ότι είναι οικολογικά σωστό να το κάνεις, γιατί αντί να πάει όλο το πιάνο για απόσυρση, σώζεις ένα κομμάτι από ένα ιστορικό πιάνο τρομερά μεγάλης ιστορικής αξίας, όπως αυτό που φτιάχνω τώρα, που ο σκελετός του κατασκευάστηκε το 1884. Ήταν από τα πρώτα πιάνα που έδωσαν το δείγμα για το πώς θα γίνει ένα σύγχρονο πιάνο. Έχει ενέργεια μέσα του το νέο πιάνο που θα φτιάξω και είναι και δύσκολο να περιγράψεις αν είναι καινούργιο, ανασκευασμένο, ή αναπαλαιωμένο. Οι λέξεις δεν είναι αρκετές.
— Τι ακριβώς είναι;
Στην πραγματικότητα είναι ένα καινούργιο μουσικό όργανο, γιατί ό,τι αφορά την παραγωγή του ήχου και την απόδοση του πλήκτρου έχει να κάνει με καινούργια υλικά και σχεδιασμό. Έχει όμως και κάποια στοιχεία από το παλιό, όπως τον μεταλλικό σκελετό και ίσως αυτό το γύρω-γύρω, το χείλος, που μας επιταχύνει πολύ τη διαδικασία γιατί για να φτιάξουμε ένα νέο, από την αρχή, χρειάζεται μια πολύπλοκη, πολύ βαριά πρέσα για αυτό το σχήμα.
Είμαστε καμία 20αριά σε όλο τον πλανήτη που φτιάχνουμε πιάνα με αυτόν τον τρόπο. Οι 17 το κάνουν με καινούργιο μεταλλικό σκελετό, είμαστε μόνο δυο-τρεις που παίρνουμε από παλιό πιάνο. Ένας από τους μέντορές μου, από αυτούς που έψαξα και βρήκα και πλήρωσα για να πάω στο εργαστήριό του στην πορεία έγινε φίλος μου. Γιατί αρχή πληρώνεις, αλλά αν όλα πάνε καλά, στην τρίτη ή τέταρτη φορά δεν σου παίρνει λεφτά, και αν πάλι όλα πάνε καλά, από τη δέκατη φορά εκτός από φίλος γίνεσαι και και συνεργάτης.
Είχα μεγάλες και σοβαρές προτάσεις να πάω στο εξωτερικό να ανοίξω ένα εργοστάσιο πιάνου, αλλά δεν το ρίσκαρα, γιατί δεν είναι καλά τα παραδείγματα. Επειδή είχα ένα μωρό παιδί και ήξερα και μια πικρή αλήθεια την οποία είναι καλό κανείς να την ξέρει πριν να κάνει το πρώτο βήμα οπουδήποτε: τα πιάνα που υπάρχουν στην αγορά είναι όλα πάνω του μετρίου, δεν υπάρχει σκάρτο πράγμα που να πουλάει καλά, αλλά από την άλλη μεριά δεν είναι προϋπόθεση το να είναι εξαιρετικό κάτι για να πουλήσει καλά.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν πάρα πολλά εξαιρετικά προϊόντα, απίθανα προϊόντα που δεν τα έχει δει ούτε η μάνα τους και χάθηκαν στην αφάνεια. Αυτό με συγκράτησε. Ο φίλος μου στην Αμερική έφτιαξε το καλύτερο όρθιο πιάνο του κόσμου αλλά δεν πήγε καλά, έχασε όλη την περιουσία του και την περιουσία της γυναίκας του και καταστράφηκε. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για την επιτυχία. Για μένα το να βγάζω ένα καλύτερο πιάνο κάθε χρόνο είναι πολύ πιο σημαντικό από το να μπω σε όλο αυτό το λούκι.
Γιατί εκεί τα πράγματα είναι ζόρικα, υπάρχουν δύσκολοι κανόνες γιατί εκεί έξω γίνεται πόλεμος. Έχω να παλέψω με θηρία και δεν είμαι σίγουρος αν θα βγω νικητής. Άσε που στον πόλεμο όλοι βγαίνουν χαμένοι. Από τη στιγμή που είμαστε ευχαριστημένοι και κοιμόμαστε καλά το βράδυ, ικανοποιημένοι από τον τρόπο που πέρασε η μέρα μας, γιατί να το κάνουμε;
— Έμαθα ότι βάζετε και νέα μουσική στις λατέρνες που φτιάχνετε.
Θέλουμε να βάλουμε καινούργια μουσική στη λατέρνα για να μείνει ζωντανή, αν μείνουμε στο «Γιλεκάκι που φορείς» και τα «Άστα τα μαλλάκια σου», ζήτω που καήκαμε. Οι Kronos Quartet έκαναν έναν διαγωνισμό πριν από έναν χρόνο, τον οποίο τον κέρδισε μία Ελληνίδα, η Μάγδα Γιαννίκου. Ζει στη Νέα Υόρκη εδώ και πολλά χρόνια. Είχε γράψει ένα έργο για κουαρτέτο και λατέρνα κι εμείς φτιάξαμε τον κύλινδρο, ο οποίος είχε τη μεταφορά της μουσικής της. Στείλαμε την λατέρνα και έπαιξε στη Νέα Υόρκη και γύρισε πίσω. Ήταν πολύ ωραίο, γιατί πέτυχε τον στόχο, να χρησιμοποιηθεί η λατέρνα σε σύγχρονη μουσική, σε νέες συνθέσεις.
Θα θέλαμε και προτάσεις από άλλους συνθέτες στο να γίνει μια τέτοια μεταφορά. Πριν από λίγο καιρό ήρθαν εδώ ο Εισβολέας με τον Νίκο Ορδουλίδη και ηχογράφησαν κάποια κομμάτια για λατέρνα και εγώ συγκινήθηκα τόσο πολύ που έτρεμα, δεν άντεξα και έφυγα από το δωμάτιο. Την άλλη μέρα στο γραφείο μου βρήκα την χαρτοπετσέτα με τους στίχους ενός από αυτά, για τους Σύριους με παιδιά που έρχονται με φουσκωτή βάρκα από την Τουρκία, το είχε γράψει ο Εισβολέας σε μια ταβέρνα. Το έχω κορνιζάρει. Να σας πω και μια ιστορία με την λατέρνα που είναι πολύ συγκινητική, για να δείτε πόσο την εκτιμάει ο κόσμος.
Το 2008 είχε γίνει ένας διαγωνισμός στο Παρίσι για ποια πόλη θα πάρει το ΟΚ για να φιλοξενήσει την παγκόσμια έκθεση Philoxenia του 2012. Ήταν τρεις οι υποψήφιες πόλεις και μία από αυτές ήταν η Θεσσαλονίκη, και αυτοί που το οργάνωναν αυτό ζήτησαν από εμένα να πάω εκεί με μία λατέρνα για αναλάβω το κομμάτι της ψυχαγωγίας. Έτσι και έγινε.
Πάω στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος και τους βάζω έναν όρο, ότι η λατέρνα δεν θα ταξιδέψει εκεί που βάζουν τα μπαγκάζια, γιατί είναι ένα πολύ ευαίσθητο και πολύτιμο μουσικό όργανο και ζήτησα να αγοράσω δύο εισιτήρια στην καντίνα των επιβατών, να σηκωθεί το χερούλι, να ακουμπήσει στις δύο καρέκλες και να δεθεί με ζώνη ασφαλείας. Εγώ να καθόμουν δίπλα της, στην Τρίτη θέση. Μπήκαμε τελευταίοι σε ένα Τζάμπο που πήγαινε στο Παρίσι, γεμάτο κόσμο, 20 λεπτά πριν πετάξουμε γιατί ο ελεγκτής μας έβαλε να περάσουμε από ακτίνες στο υπόγειο, στο μηχάνημα που ήταν για τα cargo. Εκεί είδα την ακτινογραφία της λατέρνας και τρελάθηκα! Άρχισα να φωνάζω «σας παρακαλώ, κάντε μου ένα print out, θέλω να το κάνω πόστερ!». Ήταν σαν να μάλωναν δέκα σκαντζόχοιροι μαζί, δεκάδες καρφιά, πράγματα.
Τέλος πάντων, παίρνει Ok η λατέρνα, πάμε να μπούμε στο παρά πέντε με αρκετή ώρα καθυστέρηση και στο διάδρομο η λατέρνα δεν χωρούσε για πέντε εκατοστά! Αποφασίσαμε να την πάμε πάνω από τα καθίσματα, αλλά ήταν γεμάτο κόσμο και έπρεπε να αδειάσει όλο το αεροπλάνο για να χωρέσει. Έβλεπες φάτσες αγριεμένες και τη λατέρνα να πάει πετώντας πάνω από τα καθίσματα. Τη δέσαμε και καθίσαμε στη θέση μας τρέμοντας επειδή είχαμε προκαλέσει τόση καθυστέρηση, και όταν απογειωθήκαμε και βρισκόμασταν πάνω από το Ιόνιο, αναφέρει ο πιλότος θέση, θερμοκρασία και πόση ώρα θα είναι το ταξίδι και λέει «να ζητήσω και συγνώμη για την καθυστέρηση (δύο ώρες παρά κάτι!) αλλά υπήρχε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, έχουμε μέσα στο αεροπλάνο μία λατέρνα» και εξήγησε ποιος ήταν ο λόγος και πέφτει ένα χειροκρότημα από όλους τους επιβάτες που μείναμε κόκαλο. Είναι κάτι στιγμές για τις οποίες αξίζει να ζεις...
Info
Πάνος Ιωαννίδης
Νέα Γωνιά Χαλκιδικής, 23990 48100
σχόλια