Για τον Barış Manço είχα γράψει για πρώτη φορά στο περιοδικό «Jazz & Τζαζ» τον Ιούνιο του 2001, σε μιαν εποχή όπου το όνομά του ήταν άγνωστο στην Ελλάδα (για να μην πω τελείως άγνωστο). Αφορμή ήταν μια πολύ καλή συλλογή με επανεκτελέσεις των ωραιότερων τραγουδιών του, που είχε πέσει τότε στα χέρια μου και που είχε τίτλο “Mançologi 1943-”.
Βασικά επρόκειτο για ένα διπλό CD, που είχε κυκλοφορήσει στην Τουρκία στις αρχές του 1999, ένα πολύ δυνατό άλμπουμ, πλήρως ενδεικτικό του τραγουδοποιητικού ταλέντου του Barış Manço, στο οποίο περιλαμβάνονταν μεγάλες στιγμές της διαδρομής του ανάμεσα στα χρόνια 1963 και 1998.
Δυστυχώς, ο πλήρης τίτλος του CD θα συμπληρωνόταν λίγο καιρό αργότερα, καθώς ο Barış Manço θα πέθαινε από καρδιακή προσβολή την 1η Φεβρουαρίου 1999, στα 56 χρόνια του, σε μια φάση της καλλιτεχνικής του πορείας, γεμάτη από πλατιά αναγνώριση και συνεχείς επιτυχίες. Το λέμε, γιατί για την απώλειά του θα θρηνούσε ολόκληρη η Τουρκία –κάτι σαν εθνική κηδεία– με το όνομά του να δίνεται, τιμητικά, σε δύο δρόμους της Κωνσταντινούπολης, σε πέντε πάρκα, σε δύο κέντρα νεότητας, σε μία γέφυρα, ακόμη και σ’ ένα πλεούμενο στον Μαρμαρά...
Για την απώλειά του θα θρηνούσε ολόκληρη η Τουρκία –κάτι σαν εθνική κηδεία– με το όνομά του να δίνεται, τιμητικά, σε δύο δρόμους της Κωνσταντινούπολης, σε πέντε πάρκα, σε δύο κέντρα νεότητας, σε μία γέφυρα, ακόμη και σ’ ένα πλεούμενο στον Μαρμαρά...
Ο Barış Manço είχε γεννηθεί το 1943 στην Κωνσταντινούπολη, με την διαδρομή του στα μουσικά πράγματα να ξεκινά στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο ακόμη.
Το 1962 ο Barış Manço παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην δισκογραφία, μέσα στην τρέλα του twist, με τα κομμάτια “Twistin USA”, “Τhe twist” και “Let’s twist again”, σκορπώντας τα πρώτα vibes στην τούρκικη νεολαία της εποχής – και ήταν τότε (1963), όταν θα έπαιρνε υποτροφία, για να σπουδάσει Καλές Τέχνες στην Βασιλική Ακαδημία του Βελγίου.
Εκεί ο Barış Manço θα τραγουδήσει με την περίφημη ορχήστρα του Jacques Denjean (που είχε συνοδεύσει τον Johnny Hallyday, την Νάνα Μούσχουρη, την Françoise Hardy κ.ά.), ηχογραφώντας με το βελγικό γκρουπ Les Mistigris και γνωρίζοντας επιτυχία τόσο στο Βέλγιο όσο, κυρίως, στην Τουρκία – στην οποία θα επέστρεφε σχηματίζοντας μια άλλη μπάντα, τους Kaygısızlar και ηχογραφώντας μαζί τους διάφορα φοβερά κομμάτια. Ανάμεσά τους την πολύ ωραία μπαλάντα “Kol düğmeleri” (1967), το εντυπωσιακό γκαραζοψυχεδελικό “Trip (To a fair)” (1968), το πιο moody “Bebek” (1968), το πιο psych “ Boğaziçi” (1968) κ.λπ.
Barıs Manco - Trip
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, πάντα πρωτοπόρος, ο Barış Manço θα μπει ακόμη πιο βαθιά στο ροκ, ηχογραφώντας κομματάρες όπως το “Derule” (1970), βάζοντας μαζί με τους Moğollar, τους Cem Karaca & Apaşlar, τους Beybonlar, τους Bunalımlar, τον Erkin Koray, τον Edip Akbayram και μερικούς ακόμη τις βάσεις εκείνου του στυλ, που θα ονομαζόταν anadolu rock. Παρένθεση. Όλα αυτά τα ονόματα τα είχαμε πληροφορηθεί τότε (στις αρχές των 00s), βασικά, μέσω της ολλανδικής συλλογής “Turkish Delights” [Grey Past Records, 2001], που κυκλοφορούσε στα αθηναϊκά δισκάδικα και που ήταν πλημμυρισμένη με «αριστουργήματα» των παραπάνω, μα ακόμη και από κομμάτια των Selçuk Alagöz, Mavi Işıklar, Cahit Oben, Haramiler κ.ά. Κλείνει η παρένθεση.
Από την ίδια εποχή (αρχές 70s) και το περίφημο “Dağlar dağlar” (1970) («Βουνά, βουνά / σας ικετεύω, αφήστε με να περάσω / αφήστε με να δω την αγάπη μου, για τελευταία φορά»), που θα πουλούσε επτακόσιες χιλιάδες δίσκους, μετατρέποντας αυτομάτως τον Barış Manço σε ροκ ήρωα, το έξοχο ροκ-τσιφτετέλι “İşte hendek işte deve” (1971), με στίχους που περιγράφουν κάποιες παραδοσιακές αντιλήψεις επί των οικογενειακών σχέσεων κ.λπ. στην Ανατολή, το oriental psych-prog “Binboğanın kızı” (1971) κ.λπ., με κάποια εξ αυτών να ακούγονται και στο πρώτο LP του τούρκου τραγουδοποιού, το “Dünden Bugüne...”, που θα κυκλοφορούσε, επίσης, μέσα στο 1971.
Barış Manço - Dağlar Dağlar (1.Versiyon) 1970 REMASTERED
Την ίδια χρονιά (1971) ο Barış Manço θα σχηματίσει τους Kurtalan Ekspres (αναφορά σ’ ένα τραίνο, που ένωνε την πόλη Kurtalan στην ανατολική Τουρκία, με την ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης), το συγκρότημα δηλαδή με το οποίο θα έγραφε χρυσές σελίδες στην ιστορία του τουρκικού ροκ, στρεφόμενος μαζί τους σε περισσότερο δημοφιλείς φόρμες, χωρίς ποτέ να χάσει, σαν τραγουδοποιός, την αξία του.
Ακούγοντας, μάλιστα, σήμερα τα συγκεκριμένα LP τού Manço τείνω να πω πως αυτή ακριβώς η στροφή στην καριέρα του θα έδινε πολύ περισσότερα ώριμα άλμπουμ, απ’ όσο εκείνη η εποχή, που, ως νεότερος, ψαχνόταν με τους garage και ψυχεδελικούς ήχους.
Πρώτη μεγάλη στιγμή με τους Kurtalan Ekspres υπήρξε το “Nazar eyle, nazar eyle” (κυκλοφόρησε σε δισκάκι το 1974) –με τα σημερινά δεδομένα πρόκειται για έναν ethnic σκοπό με πολλά στοιχεία από τις μουσικές της Ανατολίας–, για να ακολουθήσει το 1975 το “Ben bilirim ben bilirim” (ωραίο east-funk) κι ένα χρόνο αργότερα το oriental disco-funk “Nick the chopper” (με αγγλικούς στίχους), το οποίο θα συμπεριλαμβανόταν στο αγγλόφωνο φερώνυμο LP του, που θα κυκλοφορούσε στο Βέλγιο από την CBS το 1976, αλλά και στην Τουρκία λίγο αργότερα. Επρόκειτο, βασικά, για την ιστορία ενός παραδομένου στο κέρδος ξυλοκόπου, τον οποίον εκδικούνται τα δέντρα, πνίγοντάς τον με τα κλαδιά τους!
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 ήταν όμως η εποχή των μεγάλων δίσκων. Όπως στην Ελλάδα έτσι και στην Τουρκία η μικρή φόρμα (το single, το 45άρι) εγκαταλείφθηκε, με τα LP να αρχίζουν να προβάλλουν τις περισσότερο compact ιδέες των συνθετών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Barış Manço ηχογραφεί το “2023” (1975), το πρώτο μέρος μιας μελλοντολογικής τριλογίας, η οποία θα ολοκληρωνόταν με τα tracks “2024” από το LP “Yeni Bir Gün” (1979) και “2025 (Üçüncü ve son yolculuk)” από το LP “Sözüm Meclisten Dışarı”(1981). Εδώ ο τούρκος μουσικός προσεγγίζει περισσότερο το electronic progressive rock, δίνοντας όμως και πάλι το προσωπικό του χρώμα στις συνθέσεις (με τις μελωδίες να επενδύουν στα anadolu χρώματα).
Το “Yeni Bir Gün” ήταν σίγουρα η καλύτερη δουλειά του εκείνη την εποχή (anadolu rock με αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία, δανεισμένα τόσο από τα σίξτις, όσο και από τα σέβεντις). Ξεχώριζαν, εκτός του “2024”, τα “Sarı çizmeli Mehmet Ağa”, “Aynalı kemer ince bele” και κυρίως το “Ne ola? Yar ola” με την πολύ ωραία δουλειά στα πλήκτρα και τα ηλεκτρονικά (moog synthesizer κ.λπ.).
Πάνω-κάτω στο ίδιο ύφος και το LP “Sözüm Meclisten Dışarı” κερδίζει τις εντυπώσεις με το ταξιδιάρικο “2025 (Üçüncü ve son yolculuk)” (με υπαινιγμούς από Pink Floyd ή και με κάτι που θυμίζει την μελωδία από το «Τσοπανάκος ήμουνα») και κυρίως το φοβερό “Gülpembe” (ο Manço γράφει στους στίχους για τη γιαγιά του, που την αποκαλεί «ροζ τριαντάφυλλο»), μια σύνθεση του Ahmet Güvenç, μπασίστα των Kurtalan Ekspres.
Gülpembe
Το “Estağfurullah... Ne Haddimize!” από το 1983 έχει αβανταδόρικο εξώφυλλο, αλλά σαν άλμπουμ δεν έχει την αξία του “Yeni Bir Gün”. Ξεχωρίζει το εναρκτήριο “Halil İbrahim Sofrası” καθώς και η επανεκτέλεση του “Kol düğmeleri” από το 1967.
Από ’κει και κάτω θα ακολουθήσουν διάφορα LP και αργότερα CD, τα οποία κινούνταν σε ακόμη περισσότερο popular φόρμες, χωρίς όμως να λείπουν και από αυτά τα ωραία τραγούδια, όπως ας πούμε το “Gibi gibi” (από το “24 Ayar” του 1985), το “Unutamadim” (από το “Değmesin… Yağlı Boya” του 1986) ή το “Yolla yarim tez yolla” (από το “Müsaadenizle Çocuklar” του 1995). Μνεία βεβαίως και στο CD “Live in Japan” (1996), καθώς ο τούρκος μουσικός ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλής και στην Ιαπωνία!
Πρέπει να πούμε, επίσης, πως τα τραγούδια του Barış Manço δεν χάλαγαν κόσμο μόνο στην Τουρκία ή στην Άπω Ανατολή, αφού αγαπήθηκαν, μεταφράστηκαν και τραγουδήθηκαν στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τις αραβικές χώρες και βεβαίως στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα; Ναι αμέ!
Ο Αντώνης Λορέντζος, ο ετεροθαλής αδελφός του Γιάννη Φλωρινιώτη, είχε τραγουδήσει το 1980 στο λαϊκό άλμπουμ του «Πω! Πω! Φωτιές» [Panivar / Victory] κάμποσες μελωδίες του Barış Manço (σε λόγια Δημήτρη Σφακιανού), προσαρμοσμένες βεβαίως στα δικά μας ενορχηστρωτικά πρότυπα (από τον Φαίδωνα Λιονουδάκη μάλλον). Λέμε για τα κομμάτια «Δικά μας είναι τα κορμιά» (το “Ben bilirim ben bilirim” του 1975), «Τώρα που σε βρήκα δεν σε χάνω» (το “Nick The Chopper” του 1976), «Είμαι μόνος» (το “Gamzedeyim deva bulmam” του 1972) και «Δύο χείλη ψέμμα μου ’πανε» (το “Nazar eyle, nazar eyle” του 1974).
Επίσης η Καίτη Γαρμπή το 1999 θα τραγουδούσε στο άλμπουμ της «Δώρο Θεού» [Columbia] τις «Άγκυρες» (Σάββας Angin-Ελένη Γιαννατσούλια), με μελωδία «προσαρμοσμένη» από το κλασικό “İşte hendek işte deve” (1971). Άμα ψάξεις μπορεί να βρεις κι άλλα... κι άλλα δεν λέμε.
Barış Manço - İşte Hendek İşte Deve (1971) Remastered
Το 1988 υπήρξε μια χρονιά-σταθμός στην πορεία του Barış Manço, αφού θα ξεκινούσε, στο πρώτο κανάλι της τουρκικής τηλεόρασης, το TRT 1, το σώου του “7'den 77'ye” (Από 7 μέχρι 77), η επιτυχία του οποίου υπήρξε απόλυτη – όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και σε όλη την ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, μέσω των δορυφορικών αναμεταδόσεων.
Η βασική ιδέα του σώου στηριζόταν στα ταξίδια του Barış Manço σε κάθε γωνιά του κόσμου, εκεί όπου αναζητούσε χαμένους πολιτισμούς και ανώνυμους ανθρώπους, επιχειρώντας να αναδείξει τις διαφορετικές κουλτούρες, μέσα από κοινές αγωνίες και οράματα.
Εκατόν πενήντα χώρες, δεκατρείς φορές ο γύρος του κόσμου, πεντακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα μετακινήσεων είναι μερικά μόνον από τα νούμερα που θα εκτόξευαν τη φήμη του Barış Manço στα ύψη, μετατρέποντάς τον σ’ έναν ξεχωριστό TV-celebrity.
Ο απρόσμενος θάνατός του, όπως είπαμε και στην αρχή, θα τάραζε την Τουρκία. Θα έλεγαν γι’ αυτόν πολλά, και πρώτοι απ’ όλους οι πολιτικοί, που δεν χάνουν με τίποτα τέτοιες «ευκαιρίες», αλλά το σημαντικότερο όλων ήταν ο θρήνος εκατομμυρίων απλών ανθρώπων, που είχαν μεγαλώσει με τα τραγούδια και τις διδακτικές ιστορίες του, για σχεδόν 40 χρόνια.
Barış Manço - Binboğanın Kızı (1971) [Remastered]