«Μαζί με την Mahalia Jackson, τον Jorge Ben και τους Beatles στα ακούσματά μας υπήρχαν ακόμη οι Mothers of Invention, o James Brown, o John Lee Hooker, oι Pink Floyd και οι Doors. Βέβαια, ποτέ δεν σταματήσαμε ν’ ακούμε τον João Gilberto και φυσικά κάθε βραζιλιάνο μουσικό, είτε ηχούσε κοντά σ’ εμάς είτε όχι» — Caetano Veloso
Ο θάνατος της Gal Costa, μιας από τις μεγαλύτερες βραζιλιάνες τραγουδίστριες, από το ’60 και μετά, που ανακοινώθηκε στις 9 Νοεμβρίου, μας οδηγεί να ανοίξουμε και πάλι το «βιβλίο» της tropicália, ώστε να δούμε, με κάποιες λεπτομέρειες, το πώς πορεύτηκε η Gal με τους συνοδοιπόρους της εκείνα τα τόσο καθοριστικά χρόνια (στο τέλος της δεκαετίας του ’60).
Ζούγκλα γίναμε
Κατά έναν όχι παράξενο τρόπο η tropicália, η βραζιλιάνικη άποψη για μία πιο συνειδητοποιημένη ποπ, έρχεται (και επανέρχεται) ανά τακτά διαστήματα στο προσκήνιο. Το μεγάλο comeback συνέβη εκεί περί το 2000, όταν άρχισε να επανεκδίδονται το ένα μετά το άλλο όλα τα ιστορικά άλμπουμ από τα late sixties, για να υπάρξουν έκτοτε κάμποσες ακόμη αναζωπυρώσεις. Μία συνέβη το 2002, όταν κυκλοφόρησε στην αγγλική το βιβλίο του Caetano Veloso “Tropical Truth, A story of music & revolution in Brazil” [Alfred A. Knopf, New York, 2002], που θα το βλέπαμε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ηλέκτρα, το 2007, μιαν άλλη ζήσαμε τo 2005 με την έκδοση της εταιρείας Soul Jazz “Tropicalia, A Brazilian Revolution in Sound” και η ιστορία συνεχίζεται...
Βεβαίως, μέγα ρόλο στην δεκαετία του ’90 έπαιξε πρώτος απ’ όλους ο David Byrne (και η Luaka Bop), o oποίος έκανε παγκοσμίως γνωστούς μέσα από σύγχρονες δουλειές ήρωες της tropicália, όπως φερ’ ειπείν τον Tom Zé (το άλμπουμ του “Com Defeito De Fabricação” από το 1998 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πιο σύγχρονη άποψη του είδους), ξεθάβοντας ταυτοχρόνως για το μεγάλο κοινό το γκρουπ-σύμβολο της κίνησης, τους Mutantes, προσφέροντας τη συλλογή “Everything Is Possible” (1999). Kαι αν ο Βyrne έπραξε εκείνο που θα έπρεπε να πράττει κάθε παραγωγός του βεληνεκούς του, δεν ήταν λίγοι οι νέοι μουσικοί (από τον Βeck, μέχρι τον Devendra Banhart κι ένα σωρό άλλους) που επηρεάστηκαν από την... τροπική ψυχεδέλεια, δημιουργώντας έναν καινούριο ήχο που έπαιξε, παίζει και θα παίζει πάντα στην ψυχή μας.
Ξέρω αρκετούς που ψάχνουν δίσκους στο Μοναστηράκι και στα υπόλοιπα παζάρια και όσοι απ’ αυτούς αγοράζουν χωρίς αισθητικές παρωπίδες σίγουρα θα είχαν ακούσει το πώς ηχούσε η tropicália πριν ακόμη και από τον David Byrne.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, φερ’ ειπείν, είχα βρει στο γιουσουρούμ το φερώνυμο άλμπουμ του Jorge Ben από το 1969 [Philips], το οποίο είχα αγοράσει εξαιτίας του ψυχεδελικού εξωφύλλου του. Τον Βen τον ήξερα βεβαίως, όπως όλος ο κόσμος, από το θρυλικό “Mas que nada”, όμως αγνοούσα οτιδήποτε άλλο είχε κάνει στη ζωή του. Ακούγοντας εκείνη την εποχή το “Jorge Ben” δεν μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί. Το περίμενα πιο ζωηρό, πιο ηλεκτρικό. Αντιθέτως, εκείνο παρουσίαζε μία κάπως freaky-folk άποψη, πλαισιωμένη από afro στοιχεία και κυρίως με μία πολύ εκλεπτυσμένη χρήση των strings – κάποιος… Rogerio Duprat είχε βάλει το χέρι του.
Περίπου την ίδιαν εποχή και πάντως πριν το ’95, είχα αγοράσει κι ένα δίσκο της Maria Bethânia, το “Recital Na Boite Barroco” [Odeon, 1968]. Τον είχα επιλέξει ανάμεσα από 5-6(!) άλλους της ίδιας καλλιτέχνιδος, που τους είχα βρει όλους μαζί, επειδή το εξώφυλλό του έμοιαζε μ’ εκείνο του Jorge Ben (η ίδια ψυχεδελική αποτύπωση της τροπικής ζούγκλας). Από τα κομμάτια του άλμπουμ, που ήταν ακόμη πιο folk από εκείνα του Ben, μου είχε κάνει εντύπωση το “Baby” (κάποιου... Caetano Veloso). Αργότερα έμαθα πως το “Baby” υπήρξε κομμάτι σύμβολο της tropicalia, ασχέτως του γεγονότος ότι πολλοί εξακολουθούν να μη θεωρούν την Maria Bethânia ως εκπρόσωπο του είδους.
Πριν, λοιπόν, φθάσω να δω, τα επόμενα χρόνια, και άλλα τέτοια τροπικά lay-out είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι κάτι συνέβαινε τελικώς με όλη αυτή την ιστορία και πως η διάθεση των γραφιστών να αποτυπωθεί, σαν σε κόμικ, η πολύχρωμη ζούγκλα της Αμαζονίας στα εξώφυλλα συμβόλιζε, πιθανώς, κάτι ουσιαστικότερο. Την ανάγκη μιας ομάδας τραγουδοποιών, εννοώ, να επικοινωνήσουν με το βαθύ παρελθόν τους, δημιουργώντας ένα υβρίδιο που θα μπορούσε να σταθεί στα ταραγμένα χρόνια του ’60.
Και γιατί «ταραγμένα»; Γιατί από τον Απρίλιο του ’64 και για τα επόμενα 21 χρόνια οι στρατιωτικές χούντες θα κυβερνούσαν τη Βραζιλία. Είχε, βεβαίως, προηγηθεί μία τρίχρονη περίοδος δημοκρατίας (με τη στήριξη μιας ευρύτερης Αριστεράς) υπό τον João Goulart, η οποία μπήκε, όμως, από πολύ νωρίς στο μάτι της CIA.
Μπορεί, ακόμη τότε, αρκετοί από τους κατοπινούς πρωταγωνιστές τής tropicália να μην είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στα καλλιτεχνικά πράγματα, όμως η εποχή παρείχε τα κίνητρα ώστε ν’ ασχοληθούν (και) με την πολιτική παραλλήλως με τη μουσική ή το τραγούδι. Θυμάται ο Veloso (από το “Tropical Truth”):
«Η πολιτική δεν ήταν το φόρτε μας, αλλά το 1963 –με τους φοιτητές να πιέζουν τον Πρόεδρο Goulart για μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις και με τον Miguel Arraes, που έκανε εξαιρετική δουλειά ως Κυβερνήτης στο Pernambuco, στοχεύοντας σε βοήθεια των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων– μπήκαμε κι εμείς στο κόλπο, γράφοντας τραγούδια με ανάλογο περιεχόμενο. Η χώρα φαινόταν πως θα μπορούσε να μετακινηθεί από το παραδοσιακό βαθειά άδικο προφίλ της, επιτυγχάνοντας τρόπους δράσης μακριά από την αμερικανική επικυριαρχία. Αργότερα, βεβαίως, διαπιστώσαμε ότι όλοι εκείνοι οι μετασχηματισμοί δεν ήταν επαρκείς, δημιουργώντας σε πολλούς από μας την αυταπάτη, ή την ψευδαίσθηση αν θέλετε, ότι κάτι σημαντικό θα γινόταν. Εκείνη ακριβώς η χαμένη ελπίδα υπήρξε ο καταλύτης για την έλευση της χούντας».
Βασικός μοχλός άσκησης προπαγάνδας και ελέγχου για την χούντα των βραζιλιάνων στρατηγών απεδείχθη, φυσικά, η τηλεόραση. Δόθηκαν πολλά (αμερικανικά) λεφτά για την ανάπτυξη σταθμών και με τα γνωστά (και σ’ εμάς πια, μετά από τόσα χρόνια) δακρύβρεχτα (βραζιλιάνικα) προγράμματα, επιτεύχθηκε ένα είδος κοινωνικής ειρήνης ανάμεσα στις τάξεις, το οποίο και θα «δούλευε» για πολλά χρόνια.
Έτσι λοιπόν η, ακόμη ασχημάτιστη, σκηνή της tropicália, αν ήθελε να δημιουργήσει δεδομένο, μεταφέροντας τα μηνύματά της προς ένα ευρύτερο κοινό, θα έπρεπε να εκμεταλλευθεί το καινούριο μέσο. Και το έκανε.
Caetano Veloso - Tropicália
Βραζιλιάνικα στην TV
Οι εκπομπές με σόου και τραγούδια για την νεολαία ήταν πολύ δημοφιλείς στην βραζιλιάνικη τηλεόραση στα μέσα των σίξτις. Όπως γράφει ο Stuart Baker της Soul Jazz, η βασική ιδέα από την οποία ξεκίνησαν όλα ήταν μία προσαρμογή του Φεστιβάλ του Sanremo στις τοπικές απαιτήσεις – και αυτό συνέβη. Αναφέρει σχετικά ο Veloso:
«Μία μέρα του 1965 κάποιος Solano Ribeiro, ένας νεαρός παραγωγός από το Σάο Πάολο, ήρθε στο Salvador (σ.σ. πρωτεύουσα της Bahia στα ΒΑ της χώρας) ψάχνοντας για τραγουδιστές και τραγούδια, τα οποία θα παρουσίαζε στο πρώτο song festival που θα διοργάνωνε η TV Excelsior. Ζήτησε και από μένα κάτι, αλλά και να του συστήσω άλλους καλλιτέχνες από την περιοχή. Του έδωσα όντως ένα κομμάτι, το “Boa palavra”, το οποίο είχα συνθέσει χρησιμοποιώντας το ρεφρέν μιας samba από την κοιλάδα Iguape. Το τραγούδι προβλήθηκε τελευταίο στο πρόγραμμα αφήνοντας καλές εντυπώσεις. Βέβαια εκείνη η διοργάνωση θα μείνει στην ιστορία λόγω της Elis Regina και του “Arrastão”, που είχαν γράψει οι Edu Lobo και Vinicius de Moraes».
Όταν μέσα από τέτοιους διαγωνισμούς αναδεικνύονταν καλλιτέχνες του επιπέδου της Elis Regina αντιλαμβάνεστε τη σημασία που έδινε για μια εμφάνισή του στην ΤV κάθε νέος δημιουργός. Μάλιστα, η Regina, αμέσως μετά την βράβευσή της απέκτησε δική της εκπομπή, την O Fino da Bossa, από την οποία πέρασε μέχρι και ο Gilberto Gil.
Ένα άλλο σόου που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην σχηματοποίηση της tropicália ήταν το Jovem Guarda. To πρόγραμμα, λέει ο Veloso, «είχε κι ένα μόνιμο συγκρότημα επί σκηνής, lead singer του οποίου ήταν ο Roberto Carlos, ένας πολύ ταλαντούχος και χαρισματικός τραγουδιστής».
Το Jovem Guarda ήταν περισσότερο λαϊκό, απευθυνόταν κυρίως στη νεολαία, είχε ηλεκτρισμό, αντιπροσώπευε εν ολίγοις το νέο ήχο, ο οποίος αν και είχε... ιμπεριαλιστική καταγωγή, μπορούσε να προσελκύσει τύπους όπως ο Veloso και ο Gil. Ήταν βλέπετε κι εκείνοι οι RC7, το γκρουπ που συνόδευε τον Roberto Carlos, και οι οποίοι θα συμμετείχαν λίγα χρόνια αργότερα (1968) στην ηχογράφηση του πρώτου προσωπικού άλμπουμ του Veloso. Αντιθέτως, το σώου της Regina φαίνεται πως ήταν περισσότερο σοφιστικέ, είχε κυρίως ακουστικό ήχο, απευθυνόμενο πιο πολύ στις μεγαλύτερες ηλικίες. Παρά ταύτα, το 1969, η Regina, θα δώσει και αυτή το δικό της «πλούσιο» άλμπουμ (αναφέρομαι στο “Como & Porque”, στην Philips), όταν μέσω των ενορχηστρώσεων του Roberto Menescal θα προσεγγίσει την soft πλευρά της tropicália με το δικό της τρόπο.
Ένα άλλο σώου, το οποίο είχε επίσης μεγάλη θεαματικότητα ήταν το The Small World of Ronnie Von. Ο Ronnie Von είχε γεννηθεί κάπου στο Rio το 1944 και στα μέσα των σίξτις είχε καταφέρει ν’ αποκτήσει τη δική του εκπομπή στην τηλεόραση. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο ήχος (και όχι το μανιφέστο) της tropicália σχετίζεται μ’ αυτόν τον «άγνωστο» καλλιτέχνη (ο Von δεν ήταν μόνο παραγωγός, αλλά τραγουδιστής και ηθοποιός), αφού σε εκπομπή του το 1967 πρωτοεμφανίστηκαν οι Mutantes.
Εκείνη η περίοδος της συνεργασίας τους αποτυπώθηκε μάλιστα και στο βινύλιο, αφού στο τρίτο LP του Ronnie Von [Polydor, 1967] συμμετείχε το βραζιλιάνικο γκρουπ, ενώ τις ενορχηστρώσεις είχε επιμεληθεί ο Rogerio Duprat (ένα χρόνο αργότερα θα έκανε το ίδιο για το LP-έμβλημα του είδους “Tropicália ou Panis et Circencis”).
Μάλιστα στην πορεία, ο Von, που είχε ξεκινήσει ως ένας crooner-rocker στα μέσα των σίξτις, θα φτιάξει τρία εξαιρετικά pop-psych άλμπουμ τα οποία θα άξιζε ν’ ακούσουν οι φίλοι της tropicália. Ίσως τότε να αναθεωρήσουν πολλά... Οι τίτλοι τους: “Ronnie Von” [Polydor, 1969], “A Misteriosa Luta Do Reino De Parassempre Contra O Império Do Nunca Mais” [Polydor, 1969] και “Minha Máquina Voadora” [Polydor, 1970].
Ronnie Von - Anarquia
General jam
Όχι χωρίς λόγο η tropicália συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με την Bahia. Από ’κει προέρχονταν ο Caetano Veloso και η αδελφή του Maria Bethânia, από ’κει και ο Gilbero Gil, από ’κει και η Gal Costa, από ’κει και ο Tom Zé. Από την Βahia κατάγονταν ακόμη ο «πατέρας» της bossa-nova João Gilberto, o σκηνοθέτης του cinema-novo Glauber Rocha, o συγγραφέας Jorge Amado, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους τραγουδιστές της χώρας ο Dorival Caymmi και άλλοι πολλοί.
Από την μια μεριά αυτή η δύναμη των προσώπων και από την άλλη η αφροβραζιλιάνικη επιρροή στην καθημερινή ζωή του τόπου (σε θέματα κουλτούρας, θρησκείας, διασκέδασης κ.λπ.) δημιουργούσαν ένα σύστημα έντονου τοπικισμού αναγκάζοντας τον Veloso να δηλώσει κάποτε: “I am Bahian and a foreigner”.
Αυτό το «κλείσιμο» θ’ αποδειχθεί πάντως καθοριστικό για την σχηματοποίηση της tropicália, αφού μία, πείτε την καλώς εννοούμενη, προπαγάνδα, απέκλειε σχεδόν οποιονδήποτε άλλον, μη Μπαχιάνο, να εισχωρήσει στην παρέα. Οι Mutantes, που έρχονταν από το Σάο Πάολο, ήταν η εξαίρεση.
Το 1967 ο Veloso και ο Gil θα συμμετάσχουν στο ΤV Record festival συνοδευόμενοι από ροκ γκρουπ. Ο πρώτος από τους Αργεντίνους Beat Boys και ο δεύτερος από τους Mutantes. Λίγο αργότερα ο Caetano Veloso θα μπεί στο στούντιο για την ηχογράφηση του πρώτου δίσκου του. Τίτλος, το όνομα του τραγουδοποιού και εταιρεία η Philips. Πρώτο κομμάτι, η “Tropicália”. Λέει ο Veloso:
«Ο όρος tropicália προήλθε από έναν αβαντγκαρντίστα δημιουργό, τον Hélio Oiticica, για να δοθεί μετά ως τίτλος σ’ ένα από τα τραγούδια μου από τον σκηνοθέτη του cinema-novo Luiz Carlos Barreto».
Όπως κι αν είχε η “Tropicália” ήταν μια ιδανική αρχή. Συνόψιζε όλη τη μουσική τρέλα του Veloso (τις afro-brazilian επιρροές, τα έγχορδα, το ροκ του “Sgt. Pepper’s...”, την Carmen Miranda, τον Σούμπερτ) και βεβαίως τη σουρεαλιστική στιχοπλοκή του. O φίλος μας αναφερόταν σε κάποιο γιγαντιαίο σύγχρονο μνημείο, το οποίο μάλλον τρόμαζε, ή εν πάση περιπτώσει δημιουργούσε απέχθεια, με την αλλόκοτη εικόνα του. Πιθανώς μια κριτική απέναντι στην νεόδμητη πρωτεύουσα Μπραζίλια και ίσως στη χούντα των στρατηγών; Στο άλμπουμ υπήρχαν και άλλα δυνατά κομμάτια όπως π.χ. το ψυχεδελικό “Eles” (συμμετείχαν οι Mutantes), το “Clara” (ακουγόταν η Gal Costa), το “Soy Loco Por Tí, América” και βεβαίως το “Alegria, alegria” με τη συμμετοχή των Beat Boys. Τις ενορχηστρώσεις είχε επιμεληθεί ο Rogerio Duprat, ενώ έπαιρναν μέρος στην ηχογράφηση (και) τα συγκροτήματα RC7 και Musikantiga.
Την ίδια περίπου εποχή (λίγο αργότερα) θα κυκλοφορήσει και ο Gilberto Gil το δικό του… tropicália άλμπουμ [Philips, 1968]. Και από ’κει βγήκαν πολλά σπουδαία τραγούδια, όπως το “Pega a voga, cabeludo”, το “Ele falava nisso todo dia” ή το “Luzia luluza”. Οι στίχοι του τελευταίου θύμιζαν ελαφρώς τους Beatles και αναφέρονταν στην καθημερινή ζωή ενός κανονικού ανθρώπου, που πουλούσε εισιτήρια σ’ ένα κινηματοθέατρο.
Τα εξώφυλλα και των δύο δίσκων (του Veloso και του Gil), που είχαν επάνω τους τα χρώματα της ζούγκλας –του Gil μοιάζει να ήταν επηρεασμένο και από το “Sgt. Pepper’s...”– είχε φιλοτεχνήσει ο Rogerio Duarte.
Το άλμπουμ όμως που αποτέλεσε το μανιφέστο της tropicália δεν ήταν ούτε το προσωπικό του Veloso, ούτε το “Gilberto Gil”, αλλά το “Tropicália ou Panis et Circencis” [Philips, 1968]. Γι’ αυτό δούλεψε ιδιαιτέρως ο Veloso. Λέει ο ίδιος:
«Είχα αποφασίσει ότι χρειαζόταν ένας δίσκος μανιφέστο, μία συλλογική δουλειά, που να έδινε στόχο και σημασία στην κίνησή μας. Μίλησα στον Gil, στον Torquato Neto, στην Gal, στην Bethânia, στον Duprat. O Gil είχε μόλις κάνει το δικό του άλμπουμ με τον Duprat και τους Mutantes, ένα άλμπουμ για το οποίο πίστευα ότι ήταν πιο συνεπές από το δικό μου, με μεγαλύτερο μουσικό έλεγχο. Ακόμα, η Nara Leão, η οποία από την αρχή είχε δείξει ελευθερία και μακριά από προκαταλήψεις, θα έλεγε ένα δικό μου τραγούδι και του Gil, το “Lindoneia”. Επίσης, σ’ ένα ταξίδι μου στην Bahia, προσκάλεσα τον Tom Zé να έρθει μαζί μου στο Σάο Πάολο. Ήξερα την anti-bossa στάση του και πίστευα ότι θα προσφερόταν, όπως κι έγινε. Μόνο η Bethânia τελικά δεν ήταν μαζί μας, αφού πάντοτε αρνιόταν να μπει σε γκρουπ ή κινήσεις. Έτσι, το “Baby”, που έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει στον δίσκο θα ακουγόταν τώρα με τη φωνή της Gal – θα γινόταν δε η μεγαλύτερή της επιτυχία».
Στο “Tropicália ou Panis et Circencis” υπήρχαν ιστορικά θέματα του νέου στυλ, όπως π.χ. το “Parque industrial” του Tom Zé, το “Bat macumba” των Gil και Veloso (ένα λογοπαίγνιο με τον Βatman και την αφροβραζιλιάνικη θρησκεία Μacumba), το “Baby” φυσικά και ακόμη το “Geléia Geral” σε στίχους του Torquato Neto, στο οποίο ο Gilberto Gil τραγουδά την επωδό “e bumba ie-ie boi, e bumba ie-ie-ie”, ανακαλώντας συνειρμικώς (και στους δυτικούς ακροατές) το rock επιφώνημα “yeah-yeah”. [Τα βραζιλιάνικα «(γ)ιέ-(γ)ιέ» σχετίζονταν μ’ έναν χορό από την περιοχή της Bahia]. Τελικά, σ’ αυτό το άλμπουμ όλα απεδείχθησαν κλασικά. Από τις ενορχηστρώσεις, μέχρι το εξώφυλλο (με παρούσα όλη την παρέα και τον Duprat να πίνει τον καφέ του από κάτι σαν... ουροδοχείο!). Σύμπτωση; Ήταν, πάντως, Μάιος του ’68.
Gal Costa, Caetano Veloso - Baby (Tropicália Ou Panis Et Circense)
Cultura e civilização
Τo 1968 ήταν το έτος-σταθμός της tropicália. Τούτο συνάγεται λαμβάνοντας υπ’ όψη το σύνολο των χάπενινγκ που έδωσαν ώθηση στην κίνηση και βεβαίως, το γεγονός ότι οι σημαντικότερες, ή, έστω, αρκετές από τις πιο σημαντικές δισκογραφικές εκδόσεις συνέβησαν τότε. Για τα άλμπουμ του Gilberto Gil, του Caetano Veloso, καθώς και για το “Tropicália ou Panis et Circencis” (όλα από το ’68) τα είπαμε ήδη. Αναφερθήκαμε επίσης στους σχετικούς δίσκους του Ronnie Von, του Jorge Ben και της Maria Bethânia ανάμεσα σε άλλους, δίσκοι οι οποίοι δεν θεωρούνται από τους διαφόρους μελετητές ως κυρίαρχοι του στυλ, αποτελούν όμως, σε κάθε περίπτωση, την προέκταση της tropicália προς την αγγλο-αμερικανική ψυχεδελική pop ή προς τo brazilian folk. Και βεβαίως, μέσα στο 1968, ξεκινούν το... τροπικό τους ταξίδι οι (Os) Mutantes, η Gal Costa και ο Tom Zé, τρία ονόματα τα οποία έγραψαν τη μισή, τουλάχιστον, ιστορία.
Υπάρχουν ορισμένοι βραζιλιάνοι μουσικόφιλοι, που θεωρούν ως έτος-ξεκίνημα της tropicália όχι το 1968, αλλά το 1966. Κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει λιγάκι αυθαίρετο και έξω από τη φορά των πραγμάτων, όμως είναι σωστό. Το 1966 λοιπόν ηχογράφησαν τραγούδια τους, για την RCA Victor στο Rio, τέσσερις Μπαχιάνοι, η Maria Bethania, ο Caetano Veloso, ο Gilberto Gil και η Maria Da Graca Costa Penna Burgos. Η τελευταία, βεβαίως, δεν ήταν άλλη από την Gal Costa.
Gal και Caetano μπορεί να συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο “Domingo” [Philips, 1967], ένα ενδιαφέρον bossa άλμπουμ με ενορχηστρώσεις των Dori Caymmi, Francis Hime και Roberto Menescal και με κάποια τραγούδια, όπως π.χ. το “Candeias” του Edu Lobo, που φανέρωναν το πηγαίο ταλέντο της Gal, όμως η πραγματική tropicália διάσταση της τραγουδίστριας από το Salvador θα έρθει μέσα στο ’68 με τη συμμετοχή της στο “Τropicália ou panis et circencis” και βεβαίως με τις πρώτες προσωπικές ηχογραφήσεις της.
Ένα 45άρι της στην Philips από το 1968 με τα τραγούδια “Baby”, “A coisa mais linda que existe”, “Saudosismo” και “Mamãe, coragem” περιγράφει αυτές ακριβώς τις early days της Gal Costa, με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Εντύπωση προξενεί κι εδώ το πολύχρωμο εξώφυλλο-ζούγκλα του Luiz Jasmin, κάτι το οποίο θα επαναλάβει η Gal και για το δεύτερό της άλμπουμ, το “Gal” [Philips, 1969], ένα από τα LP σύμβολα της κίνησης. Δεν ήταν μόνον κομμάτια όπως το περίφημο “Tuareg” του Jorge Ben, που άνοιγε μόνο του το παράθυρο προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού (Tuareg είναι η γνωστή νομαδική φυλή σουνιτών μουσουλμάνων, που ζει στην Δυτική Αφρική – εξ ου και τα oriental ηχοχρώματα στο τραγούδι), αλλά και οι ύμνοι της βραζιλιάνικης ψυχεδέλειας “Cultura e civilização” και “Com Medro, com Pedro”. Εν ολίγοις, ένα άλμπουμ πνιγμένο στα εφφέ, τις fuzzy κιθάρες και τα απίθανα-αυθόρμητα φωνητικά της Gal, που χαρακτηριζόταν ακόμη από τις παρουσίες των Caetano Veloso και Gilbero Gil. Είχε προηγηθεί βεβαίως (πάντα μέσα στο ’69), το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ της στην Philips, στο οποίο ακούγονταν το “Baby”, το “A coisa mais linda que existe” (αμφότερα από το 45άρι), το “Sebastiana”, αλλά και το υπέροχο straight ahead ποπ διαμάντι “Vou recomeçar”.
Και αν η Gal ήταν η δημοφιλής, λαϊκή πλευρά της tropicália, η περίπτωση του Tom Zé θα μπορούσε να πούμε πως βρισκόταν στον αντίποδα. Παρότι είχε ξεκινήσει ως ένας folk κανταδόρος (στο ύφος της Música Popular Brasileira) στα μέσα των σίξτις, o Τom Zé, με την παρότρυνση του Caetano Veloso, έγινε βασικό στέλεχος της νέας κίνησης, αφού συμμετείχε στο “Tropicália ou panis et circencis” με το “Parque industrial”, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια εκείνου του άλμπουμ. Περιέργως, όμως, το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του δεν βγαίνει στην Philips, την Polydor ή κάποια άλλη πολυεθνική ετικέτα, αλλά σε μία μικρή εταιρία από την Recife, την Rozenblit / Artistas Unidos.
O Zé είχε έναν ήχο –μπορεί να φανεί παράξενο σε κάποιους– που θύμιζε ελληνικά συγκροτήματα της εποχής, π.χ. τους (ελληνόφωνους) Blue Birds, ή τους Play Βoys του Μάικ Ροζάκη. «Θύμιζε» λέω, γιατί υπάρχουν οι αβανγκαρντίστικες παρεμβολές και τα εφφέ, και βεβαίως οι στίχοι (σχετικοί με τις αστικές νευρώσεις και την κατανάλωση), που πάνε το πράγμα κάπου αλλού. Χαρακτηριστικά κομμάτια από αυτό το άλμπουμ είναι τα “Quero sambar meu bem” και “Glória”, τα οποία ακούγονται και στην συλλογή της Soul Jazz. Τον Zé συνόδευαν δύο γκρουπ, που είχαν βγει από το σόου Jovem Guarda, οι (Os) Versáteis και οι (Os) Brazões. Οι πρώτοι θα ηχογραφούσαν κάποια άλμπουμ, με πολλές surf-rock επιρροές, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60.
Οι δεύτεροι, οι Brazões, κατόρθωσαν και αυτοί να φτιάξουν ένα άλμπουμ, το 1969, το οποίο είναι ένα από τα κρυφά διαμάντια της tropicália. Οι φίλοι μας δεν ήταν τυχαίοι. Εκείνη την εποχή αποτελούσαν την backing band της Gal Costa –συμμετείχαν εξάλλου στο “Gal”– και έχαιραν, εξ αιτίας αυτού, ευρύτερης αναγνώρισης. Το “Os Brazões” εκδόθηκε στην εταιρία RGE και ξεχώριζε για το, γεμάτο πάθος, παίξιμο των τεσσάρων μουσικών. Από τα κομμάτια μένω στη bossa version του “Carolina, Carol bela” του Toquinho, στο “Gotham city” των Jards Macalé και Jose Carlos Capinan, ένα τραγούδι που άρεσε ιδιαιτέρως στον Veloso, ωθώντας τον να προσκαλέσει τον Macalé στο Λονδίνο, κατά την διάρκεια της αυτοεξορίας του –το κομμάτι είχαν ερμηνεύσει οι Brazões και στο IV Festival Internacional Da Canção Popular του ’69– το “Tão longe de mim”, ένα ψυχεδελικό διαμαντάκι στο ύφος των Βρετανών July και ακόμη το “Espiral”, με στοιχεία soul κοντά στο στυλ των, επίσης Βρετανών, Simon Dupree and the Big Sound. Κι εδώ, το εξώφυλλο εμφάνιζε τους τέσσερις Brazões «ντυμένους» σαν ιθαγενείς. Μία άλλη απεικόνιση, και πάλι, του κόσμου της Αμαζονίας; Ακριβώς.
Gal Costa - Tuareg (1969)
Ηλεκτρικοί κήποι
Αν οι Brazões ήταν το συγκρότημα της tropicália με την μικρότερη (σχετική) φήμη, οι Mutantes ήταν το γκρουπ σύμβολο του είδους. Επί πλέον, δεν υπήρξαν απλώς οι πρώτοι (ως γκρουπ) που άνοιξαν το χορό, αλλά και αυτοί που τον έκλεισαν με τα δυνατά τους άλμπουμ στις αρχές των σέβεντις.
Όπως ήδη γράψαμε, η πρώτη εμφάνιση των (Os) Mutantes πραγματοποιήθηκε στο TV-show The Small World of Ronnie Von, τον Οκτώβριο του ’66. Εμφανίστηκαν μάλιστα στη δισκογραφία, για πρώτη φορά, στο τρίτο LP του Ronnie Von, που κυκλοφόρησε από την Polydor την επόμενη χρονιά. Θυμάται ο Veloso (πάντα από το “Tropical Truth”):
«Οι Mutantes ήταν τρεις νεαροί από την Pompeia, μια μεσαία γειτονιά του Σάο Πάολο, γεμάτη από παρατημένες βιομηχανίες. Ήταν δύο αδέλφια –ο Arnaldo, που τραγουδούσε, έπαιζε μπάσο και κίμπορντ και ο Sergio Dias Baptista, που έπαιζε κιθάρα– κι ένα κορίτσι, η Rita Lee Jones, η οποία τραγουδούσε, παίζοντας περιστασιακά ντραμς και λίγο φλάουτο. Εάν οι Beat Boys (σ.σ. το αργεντίνικο γκρουπ που συνόδευε τον Veloso το 1967) είχαν γίνει επαγγελματίες με την άνεση που τους παρείχαν οι νυχτερινές τους εμφανίσεις, παίζοντας Beatles, Stones ή Doors, οι Mutantes, που ήταν ημι-ερασιτέχνες, δεν έμοιαζαν με κόπιa των Beatles (τουλάχιστον όχι τόσο, όσο άλλα δημοφιλή γκρουπ της εποχής), αλλά με κάτι σαν “ισάξιοι μ’ εκείνους”».
Το πρώτο άλμπουμ των Mutantes είχε ως τίτλο το όνομά τους και βγήκε στην Polydor μέσα στο ’68 (πιθανώς να ηχογραφήθηκε στο πρώτο μισό εκείνου του έτους). Ήταν ένα εντυπωσιακό, για τα δεδομένα της εποχής, ντεμπούτο. Στηριγμένο σε τραγούδια των Veloso και Gil (“Panis et circencis”, “Baby”, “Bat macumba”, “Trem fantasma”), σε κάποια δικά τους (“O relógio”, “Senhor F”) και βεβαίως στο full-fuzzy εφφετζίδικο “A minha menina” του Jorge Ben, προσέφερε νέα vibes στην τοπική σκηνή. Αιτίες; Πολλές. Η εξωτερική εμφάνισή τους, τα σώου τους, η κιθάρα του Sérgio Dias, τα στούντιο εφφέ του Cláudio César.
Στα τέλη του ’68 ξεκινά να γράφεται (κυκλοφόρησε τους πρώτους μήνες του ’69) το δεύτερο LP τους, το εξ ίσου σημαντικό “Mutantes”. Τo περισσότερο υλικό είναι πρωτότυπο. Ξεχωρίζουν το “Dia 36” για τα εντελώς «χαμένα» εφφέ, το “Fuga N. II dos Mutantes” με εντυπωσιακή δουλειά από τον Rogerio Duprat στην ενορχήστρωση και το έσχατο “Caminhante noturno”. Αυτό το τελευταίο άνοιγε με μια φανφάρα, που διασκορπιζόταν μέσα σ’ ένα άψογο waltz. Η γραμμή του μπάσου εισάγει το ροκ κείμενο, τα φωνητικά είναι άλλοτε φυσικά και άλλοτε εντελώς παραποιημένα, μεξικάνικες ενορχηστρώσεις που θυμίζουν Herb Alpert Tijuana Brass συνομιλούν με off ήχους από φίλαθλα στόματα (να υποθέσουμε από το Maracanã;), ενώ κάπου παρεμβαίνει το ρομπότ από το «Χαμένοι Στο Διάστημα» επαναλαμβάνοντας στο πορτουγκέζικα «κίνδυνος, κίνδυνος...». Η πιο δημιουργική τρέλα στη μουσική ιστορία της Βραζιλίας, είχε καταγραφεί.
Γραμμένο νωρίς το 1969, το τρίτο άλμπουμ των Mutantes, το “A Divina Comédia Ou Ando Meio Desligado” [Polydor], κυκλοφόρησε σχεδόν ένα χρόνο μετά, αφού τα πολιτικά πράγματα είχαν αγριέψει στη Βραζιλία. Οι τροπικαλίστες ήταν ήδη υπό διωγμό, αφού η «εσωτερική οργάνωση» του καθεστώτος Institutional Act no. 5 (AI 5) τρομοκρατούσε και κατέπνιγε κάθε έκφραση που θα μπορούσε να δυσαρεστήσει τους στρατηγούς. Μένοντας κάπως μόνοι τους, αφού ήδη οι Veloso και Gil είχαν βρεθεί αυτοεξόριστοι στο Λονδίνο, οι Mutantes επιχειρούν, δίχως να απαρνηθούν το στυλ τους, να εισχωρήσουν ακόμη περισσότερο σε μία υπερατλαντική ψυχεδέλεια, πειραματιζόμενοι με το... χόρτο, απ’ όσα λέει ο μύθος δηλαδή, αφήνοντας ένα τουλάχιστον συγκλονιστικό τραγούδι, το “Ando meio desligado” (Νοιώθω κομματάκι «χαμένος»), που θύμιζε το “Time of the season” των Zombies, και αλλά διάφορα. Ανάμεσά τους το μπιτλικό “Ave, Lúcifer” και το εντελώς stoned-blues “Meu refrigerador não funciona”.
To “Aaaaaah!/Jardim Elétrico”, το τέταρτο LP των Mutantes στην Polydor από το 1971, μπορεί να είχε το πιο psych-cover απ’ όλα (κι εδώ οι πολύχρωμοι «κήποι» της Αμαζονίας κυριαρχούν), όμως όσον αφορά στις ιδέες ήταν μάλλον κατώτερο από το “A Divina Comedia...”. Θα ακολουθήσουν κι άλλα άλμπουμ, σε πιο progressive κατευθύνσεις, μέχρι την πρόσκαιρη διάλυσή τους το 1978.
Πριν από αρκετά χρόνια είχε πέσει στο μάτι μου μία φωτογραφία του πρώτου άλμπουμ των Aphrodite’s Child, στη βραζιλιάνικη εκδοχή του, από το 1969. Δεν είχε το γνωστό κολάζ εξώφυλλο της ευρωπαϊκής έκδοσης, αλλά ακόμη μία comic απεικόνιση της «πολύχρωμης» ζούγκλας. Ο βραζιλιάνος γραφίστας, ο οποίος, προφανώς, πρώτα άκουσε και μετά σχεδίασε, θυμήθηκε τους tropicalia ήχους της πατρίδας του, αποφασίζοντας να δώσει στο “End of the World” μία διαφορετική εικόνα. Σωστός! Το “Mister Thomas” και το “Day of the fool” (με Vangelis, Ρούσσο, Σιδερά) θα μπορούσε να τα είχαν γράψει ακόμη και οι Mutantes...
Mutantes - Ando Meio Desligado
Βραζιλία βραζιλιάνων στρατηγών
To τυπικό κλείσιμο της ιστορίας έρχεται, στην ουσία, με τη σύλληψη του Veloso και του Gil, τον Δεκέμβριο του’ 68 (αποφυλακίστηκαν δυο μήνες μετά, με την εντολή να ξεκουμπιστούν από τη Βραζιλία), και το οριστικό με τις συναυλίες της 20ης και 21ης Ιουλίου του ’69, στο Salvador, όταν οι δυο φίλοι απευθύνθηκαν στον κόσμο για να τους καλύψει τα εισιτήρια, προκειμένου να φύγουν στο Λονδίνο.
Παρένθεση. Ο Veloso και ο Gil δεν ήταν τίποτα συνειδητοποιημένοι αριστεροί, αλλά επειδή παρουσίαζαν κάποια σόου έξω από τα καθιερωμένα, θεωρήθηκαν προκλητικοί. Το γεγονός ότι είχαν παραβρεθεί, τον Ιούνιο του ’68, στην κηδεία ενός φοιτητή, του Edson Luis, που είχε δολοφονήσει η Αστυνομία, δεν τους καθιστούσε αυτομάτως και... αντιστασιακούς, αφού εκεί είχε συμμετάσχει όλος ο κόσμος (κάτι σαν την κηδεία του Γέρου, επί Χούντας). Ούτε, ακόμη οι καλυμμένες αναφορές στον Τσε Γκεβάρα, στο τραγούδι των Gil/ Capinan/ Torquato Neto “Soy loco por ti, America” (από το πρώτο LP του Veloso) ήταν αρκετές, ώστε να δημιουργήσουν αριστερό δεδομένο. Οπότε, γιατί; Απλώς, γιατί, οι χoύντες, φοβούμενες συνήθως και τη σκιά τους, στοχεύουν σε... ό,τι κινείται και συγκεντρώνει κόσμο. Κλείνει η παρένθεση.
Το live στο Teatro Castro Alves, στο Salvador, ήταν με ροκάδικο τρόπο χαοτικό, δίνοντας την ευκαιρία στους Veloso και Gil να ερμηνεύσουν κάποια παλαιότερα τραγούδια τους (“Superbacana”, “Frevo rasgado”, “Domingo no parque”, “Alegria, alegria”), αλλά και ορισμένα καινούρια, όπως π.χ. το “Atrás do trio elétrico”, από το δεύτερο LP του Veloso [Philips, 1969], το «λευκό άλμπουμ» της βραζιλιάνικης pop. Η συναυλία μάλιστα ηχογραφήθηκε, για να κυκλοφορήσει τελικώς ως “Barra 69” από την Philips τρία χρόνια αργότερα, όταν τα πράγματα είχαν ηρεμήσει ελαφρώς στην Βραζιλία.
Caetano Veloso - Atrás Do Trio Elétrico
Η διασπορά του στυλ
Η tropicália μπορεί να ξεπήδησε μέσα από μια συγκεκριμένη παρέα, αλλά επειδή είχε πολλά στοιχεία, στο ηχητικό, στιχουργικό και στο παραστατικό πεδίο, ασύμβατα μεταξύ τους, επηρέασε δεκάδες καλλιτέχνες, σε κάθε μουσικό χώρο.
Στο χώρο της jazz, ας πούμε, η tropicália πρωταγωνιστεί στις εγγραφές των Brazilian Octopus και του Milton Nascimento (στο LP “Courage” του 1969). Στο πιο... κλασικό βραζιλιάνικο τραγούδι ο Edu Lobo με το “Sergio Mendes Presents” του 1970, η Elis Regina με το “Como & Porque” (1969), η Nara Leão με το φερώνυμο άλμπουμ της [Philips, 1968] σε ενορχήστρωση του Rogerio Duprat και ο Piti, έδειξαν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να ενσωματωθεί η tropicália στο μέσο γούστο. Ο Rogerio Duprat ξανά, με την Banda Tropicalista του, και ο Gaya με την Sua Grande Orchestra, ένωσαν την tropicália με το easy listening. Ο Marcos Valle με το “Mustang Côr de Sangue” [Odeon, 1969] έλιωσε μαζί tropicália και groovy-soul, ενώ στο χώρο του ροκ χάνεται η μπάλα, με τα δεκάδες, ου μην αλλά και εκατοντάδες, γκρουπ που οικοδόμησαν στην πορεία τον σχετικό βραζιλιάνικο ήχο.
Πρώτοι απ’ όλους οι φίλοι του Veloso. Η hippy κομούνα των Novos Baianos, με την τραγουδίστρια Baby Consuelo, και ο Jards Macalé με το φερώνυμο σχήμα (κιθαρίστας τους ο κορυφαίος όλων Lanny Gordin). Και βεβαίως οι Bango, οι (O) Terco, οι Spectrum, οι Modulo 1000, οι Sound Factory, οι Lula Cortes και Ze Ramalho... Ανοίγουμε, όμως, άλλο κεφάλαιο...
Brazilian Octopus - Pavane