Το μοναδικό βινύλιο του Γιώργου Ζαμπέτα που έχω στη δισκοθήκη μου είναι το LP «Περιπέτειες» [Olympic] από το 1972. Μπορεί να έχω και μερικά CD από περιοδικά κι εφημερίδες –αν δεν τα έχω πετάξει εν τω μεταξύ ή αν δεν τα χάρισα– ανάμεσα στα οποία, εξ όσων θυμάμαι, κι ένα σχετικό από το πάλαι ποτέ «Δίφωνο».
Γενικά, τον Ζαμπέτα τον εκτιμώ σαν δημιουργό λαϊκών τραγουδιών όπως τον εκτιμά όλος ο κόσμος. Έχει γράψει κάμποσα αθάνατα τραγούδια, ενώ ήταν σπουδαίος μελωδιστής, οργανοπαίκτης και βεβαίως… τρελός εισαγωγέας. Οι εισαγωγές του εννοώ ήταν/είναι αχτύπητες. Ακόμη και ο δύστροπος Άκης Πάνου, που δεν έλεγε εύκολα καλή κουβέντα για άλλους, έμενε με ανοιχτό το στόμα μπροστά στις διπλοπενιές του. Ένα από τα ωραιότερα και πιο παράξενα τραγούδια του Ζαμπέτα που έτυχε ποτέ ν’ ακούσω (εγώ κι όλος ο κόσμος) είναι «Ο Τζακ» ή “Jack” ή «Τζακ Ο’ Χάρα».
Η δεύτερη φορά που είδα το όνομα του Θεοδόση Άθα σε χαρτί ήταν πριν κάποια χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια μου η πρώτη ποιητική συλλογή τού «καταραμένου» Νίκου Σπάνια (1924-1990), στην οποίαν υπήρχε ένα ποίημα (του Σπάνια) αφιερωμένο στον Άθα.
Ποιος ήταν δηλαδή εκείνος που έγραφε…
Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί
και βρήκαν μεσ’ στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο;
Ο δίσκος, που τον αγόρασα κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έγραφε στα credits… Θ. Άθας. Υπαρκτό πρόσωπο (με τέτοιο όνομα) ή κάποιος με ψευδώνυμο, που είχε χρησιμοποιηθεί (το ψευδώνυμο) για λόγους εταιρικούς;
Προσωπικά, την απάντηση την πήρα μερικά χρόνια αργότερα όταν αγόρασα, το 1997, το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας/ Βίος & Πολιτεία/ “και η βρόχα έπιπτε… στρέιτ θρου”» [Ντέφι]. Εκεί, στη σελ.347, διάβαζα τα παρακάτω λόγια τού Ζαμπέτα:
«Σεπτέμβρη του 1971, που ήμουνα στην Νέα Υόρκη, με κάλεσε να μιλήσω στο σταθμό του, ο Θοδόσης ο Άθας. Αυτός είχε ένα σταθμό μέσα στην Νέα Υόρκη που είχε πολύ μεγάλη εμβέλεια και ακροαματικότητα. Και που δεν τον ακούγανε, σ’ όλη την Αμερική! Ήτανε ένα παλικάρι 30 χρονών κι έκανε εκπομπές για Έλληνες. Πήγα στο σταθμό, τα είπαμε κι αφού τελειώσαμε μου λέει, έχω κάτι στίχους, να τους δεις κι άμα σ’ αρέσουνε κράτησέ τους, κάνε τους τραγούδια. Έρχεται λοιπόν ο Άθας στο ξενοδοχείο και μου δίνει τα “Πες μου Χάρε τι συμβαίνει, τι έχουν πάθει οι πεθαμένοι και γλεντούν ρωμαίικα”, “Η ξανθιά η κυρία είναι μια ιστορία που θα ξεχαστεί”, “Ήρθανε να με πάρουνε οι πεθαμένοι οι φίλοι”, “Ο Τζακ Ο’ Χάρα”, “Ο Λουκάς”! Όλα αυτά τα υπέροχα, τα συγκλονιστικά τραγούδια! Αυτοί οι στίχοι είναι πολύ στενάχωροι, πολύ θλιβεροί, όλο για το Χάρο μιλάνε. Ίσως αυτός ο άνθρωπος είχε προβλέψει πως θα πέθαινε νωρίς και πέθανε μετά από δύο χρόνια, το Μάρτη του 1973. Υπήρξε ένας μεγιστάνας της προώθησης του ελληνικού στοιχείου στην Αμερική. Ήτανε απ’ την Καστοριά κι είχε πάει στην Αμερική 25 χρονών. Ήταν φοβερό μυαλό και είχε δημιουργηθεί καλά. Πέθανε από καρκίνο στο συκώτι».
Η δεύτερη φορά που είδα το όνομα του Θεοδόση Άθα σε χαρτί (προφανώς υπήρχαν κι άλλες αναφορές νωρίτερα) ήταν πριν κάποια χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια μου η πρώτη ποιητική συλλογή τού «καταραμένου» Νίκου Σπάνια (1924-1990), στην οποίαν υπήρχε ένα ποίημα (του Σπάνια) αφιερωμένο στον Άθα.
Όπως μας πληροφορεί και ο Μιχάλης Μοίρας από την «Οδό Πανός» (τεύχος 58, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1991:
«(…) Οι λογοτεχνικές σχέσεις τού Σπάνια με τον Άθα, εκεί στη βουερή Τρίτη Λεωφόρο (σ.σ. ζούσαν και οι δύο τότε στην Αμερική), ήταν παράξενες, αβρές κι άλλοτε είχαν μια δεσποτική έπαρση. Πολλές φορές όμως πού ξέσπαγαν σε καυγά (κι αυτό γινόταν από τις αγεφύρωτες διαφορές πού είχαν – αν και υπήρχε αμοιβαία αγάπη μεταξύ τους), ό Θεοδόσης Άθας τον αποκαλούσε “σταφιδοκλέφτη καί κλεφτοκοτά της Ζακύνθου”, “τρανό διαφθορέα της νιότης, πατριώτη εγωιστή, φιλόθρησκο θεομπαίχτη, φιλορθόδοξο αδικητή, αυταπάρνητο πλεονέχτη, λαοπλάνο καί ονειδιστή, πλάνο της χήρας –μα προπαντός τού ορφανού– μεγαλόσχημο υποκριτή” και άλλα πολλά. Ο Νίκος Σπάνιας, όμως, ήταν τέτοιος άνθρωπος; Μπορεί. Εγώ ωστόσο, πού τoν γνώρισα από κοντά, διαπίστωσα ότι μπορεί μεν να είχε ορισμένα από τα παραπάνω, αλλά ήταν επίσης κι ένας άνθρωπος πάντα πρόθυμος και ξέχειλος συναισθηματικά, ένας ποιητής ζωντανός, εγκάρδιος, διψασμένος διαρκώς να μάθει για πρόσωπα και πράγματα πού αφορούσαν την Ελλάδα.(…)
Στο νοσοκομείο ο Σπάνιας πάλεψε καρτερικά με το θάνατο. Μάλλον κατάφερε κι επέζησε. Ο Άθας από πολύ καιρό πριν τον ικέτευε να κόψει τα ναρκωτικά, γιατί θα τον κατέστρεφαν. Μόλις ο Σπάνιας βγήκε απ’ το νοσοκομείο, πήρε μια μεγάλη απόφαση και τα σταμάτησε. Μερικοί από τους φίλους του πίστεψαν ότι ο Άθας ήταν εκείνος που τον επηρέασε και τον παρακίνησε να τα κόψει. Αλλά η αλήθεια δεν ήταν αυτή. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Σπάνιας αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ζωής, Όταν, τέλος, πέθανε ο Θεοδόσης Άθας, ο Νίκος Σπάνιας στις 26 του Μάη 1974, διάβασε στην κηδεία του έναν επικήδειο που ο ίδιος είχε γράψει (σ.σ. δεν ήταν στην κηδεία, γιατί ο Άθας πέθανε το ’73, ήταν στο φιλολογικό μνημόσυνό του). Από τότε ανέλαβε ο ίδιος, με το ψευδώνυμο Ζαννής Ζακυνθινός, το ραδιοφωνικό πρόγραμμα “Ελληνική Φωνή της Νέας Υόρκης”, το οποίο προηγουμένως επιμελείτο ο Άθας.(…)».
Ο Σπάνιας ζούσε από τις αρχές του ’50 στην Αμέρικα και το 1963 τυπώνει μόνος του το πρώτο βιβλίο του, που είχε τίτλο τα «Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου». Εκεί είχε ένα ποίημα αφιερωμένο στον Θεοδόση Άθα:
Στον Θεοδόση Άθα
Κοντά στ’ άλλα έχουμε και την τυραννία
των λέξεων – κοντά στ’ άλλα. Φλεγόμαστε
και από μία παραπανίσια επιθυμία.
Σαν να μην είναι αρκετό πως μας νικά
το πάθος. Γυρεύουμε να τ’ αναγάγουμε σε
λέξεις ακριβές, σε λέξεις αναντικατάστατες.
Ατέλειωτα πασχίζουμε μακρύτερα απ’ το
πάθος. Άραγε ποια λέξη θα βρεθεί για
την καυτερή βροχή των άστρων όταν
καταποντίζει κάθε εραστή την ώρα του
σπασμού; Ποια, για την απελπισία τής
παρθένας καθώς δαγκάνει με άγρια
παραφορά ένα αναμμένο κάρβουνο; Για
την οιμωγή δύο νέγρων σαξοφωνιστών
κάτω απ’ τη στοά της ομοφυλοφιλίας; Για
τον ήχο χίλιων γυαλιών θρυμματισμένων
στον αυχένα της παράδοσης; Και μη μπορώντας
πλέον να κρατήσουμε ορθή καμμιά συγκίνηση
ζηλεύουμε τη μουσική γιατί σα μια φριχτή
ειμαρμένη θυμίζει απλά και ανατριχιαστικά
ότι le mot juste για το αίμα, είναι αίμα
και για το νερό, νερό. Και ξέρουμε πια όλοι
ότι το αίμα νερό δεν γίνεται.
Καθώς περιφερόμουν (όχι ασκόπως) στο δίκτυο διάβασα, πριν κάποιο καιρό, ένα ποίημα του Θεοδόση Άθα, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και που στάθηκε αφορμή για ν’ ασχοληθώ περισσότερο μαζί του.
Άρχισα δηλαδή να επικεντρώνομαι κάπως παραπάνω στην περίπτωσή του, να ξανακούω τα τραγούδια του από τις «Περιπέτειες» («Ο Λουκάς», «Ο Τζακ»), να ξανανοίγω το βιβλίο της Κλειάσιου, να ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Σπάνια, αναζητώντας συγχρόνως κι ένα κάποιο βιογραφικό του – το βρήκα στο νετ.
Να, κάτι σαν κι αυτό εννοώ (από το odysseusfederation.com - Nikos Papagianakis):
«Ο Θεοδόσης Άθας γεννήθηκε στο Νεστόριο της Καστοριάς στις 14 του Γενάρη το 1936 (σ.σ. άρα πέθανε στα 37 του). Μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καστοριά, όπου πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Στο γυμνάσιο της Καστοριάς ο Θεοδόσης θα μάθει να αγαπά. Να αγαπά τις γυναίκες και να αγαπά την Ελλάδα. Δυο αγάπες τις οποίες βλέπουμε συχνά στο ποιητικό του έργο. Αυτήν την Ελλάδα θα φέρει μαζί του στην Αμερική, όταν τον Φλεβάρη του 1954 μήνες μετά την αποφοίτησή του από το τοπικό γυμνάσιο μετανάστευσε στις ΗΠΑ, στην πόλη Lynn της Μασαχουσέτης όπου βρισκόταν ο πατέρας του. Παρακολούθησε μαθήματα Φυσικής και Μαθηματικών στο Boston University και κατόπιν ενεγράφη στο North Eastern University στον κλάδο του Πολιτικού Μηχανικού. Τον Νοέμβριο του 1958 εκλήθη στις τάξεις του Αμερικανικού Στρατού, όπου υπηρέτησε για δύο χρόνια στη Γαλλία και στην Αμερική. Τον Θεοδόση όμως τον έχει κερδίσει η ποίηση. Ενώ ακόμα σπουδάζει και ταυτόχρονα δουλεύει για να ζήσει, αρχίζει να στέλνει ποιήματα στον αναγνωρισμένο ποιητή της ‘3ης Λεωφόρου’ Νικό Σπάνια. Ο Σπάνιας τον συμβουλεύει και προωθεί τα ποιήματά του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Η ποίηση του Άθα δεν αντηχεί μια στείρα, νοσταλγική, ανάμνηση της Ελλάδας. Έχει πιο σύνθετα χαρακτηριστικά, όπως και η προσωπικότητά του. Οξύς παρατηρητής πρόσεξε την κάθε πλευρά της ζωής. Ένας μεγαλοσχήμων δεν θα έγραφε τον ‘Θωμά Ο’ Χάρα’ ή το ‘Νέγκρο μπλουζ’. Ποιήματα που προδίδουν και την κοινωνική του συνείδηση».
Ο Άθας ήταν περίεργη περσόνα, αλλά σπουδαίος ποιητής και ακόμη μεταφραστής, με το έργο του να είναι χαμένο, βασικά, σε εφημερίδες και περιοδικά της ομογένειας. Μάλιστα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ο πρώτος Έλληνας που μετέφρασε στη γλώσσα μας το «Ουρλιαχτό» του Allen Ginsberg, ενώ στα βιβλιοπωλεία μας δεν ξέρω αν κυκλοφορεί ακόμη το βιβλίο με τις μεταφράσεις του πάνω στον δυσκολομετάφραστο
E. E. Cummings.
Αναφέρομαι στο «Είκοσι-τρία ποιήματα» με πρόλογο, μεταφράσεις, σημειώσεις και παραπομπές από τον Θεοδόση Άθα. Δίγλωσση έκδοση, Νέα Υόρκη 1964(;). Γι’ αυτό το βιβλίο είχε σημειώσει ο Σάκης Παπαδημητρίου στο «Jazz & Τζαζ» (τεύχος 138, Σεπτ. 2004):
«Ο e.e. Cummings κατόρθωσε να αξιοποιήσει όσο ελάχιστοι ποιητές, και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, τη νέα γραφή του ελεύθερου στίχου και ανασκευάζοντας εξ ολοκλήρου την παραδοσιακή στιχοποιία, να καταλήξει στη διαμόρφωση μιας τεχνοτροπίας χαρακτηριστικά μοντέρνας και αποκλειστικά δικής του, όπως γράφει ο Θεοδόσης Άθας στην εξαιρετική δίγλωσση έκδοση που τυπώθηκε στη Νέα Υόρκη το 1964. Ο Άθας μεταφράζει είκοσι τρία ποιήματα του E.E. Cummings, κυρίως από τα λυρικά και τα παλαιότερα, γιατί, όπως γράφει στις σημειώσεις του, ελάχιστα προσφέρονται για μετάφραση».
Ο Άθας αν και νέος στα sixties (νέος υπήρξε πάντα εξάλλου) ήταν μεγάλη μορφή και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το αφιέρωμα που του είχε γίνει στο ελληνοαμερικανικό περιοδικό “The Charioteer” [Number 45, 2007], εκεί όπου παρουσιάζονται κείμενα για τον βίο και το έργο του από τους Βασίλη Φωτόπουλο, Νίκο Σπάνια, Ρίκα Ρωμαίου, Ιωάννα Καρατζαφέρη, Τάκη Σινόπουλο κ.ά. (πολλά από το φιλολογικό μνημόσυνο του ’74), με παράλληλη δημοσίευση ποιημάτων του (και στα ελληνικά και σε αγγλική μετάφραση).
Εδώ η νεανική «αποστροφή»…
αποστροφή
μην πας στη νύχτ’ αμίλητος στο θάνατο σκυφτός
σκούζει μανιάζει ο γέροντας όταν η μέρα σβύνει–
λυσσά την ώρα που οι τυφλοί σκοτώνουνε το φως
κι ο γνωστικός που ωνόμασε τη νύχτα δικιοσύνη
γιατί ποτέ δεν λάμψανε τα λόγια του – κι αυτός
δεν πάει στη νυχτ’ αμίλητος στο θάνατο σκυφτός
κι ο ταπεινός που τόλπισε την πράξη του ν’ αφίσει
να φέγγει σα μετέωρο στη σκοτεινιά – κι αυτός
λυσσάει την ώρα που οι τυφλοί σκοτώνουνε το φως
κι ο ανήμερος σαν άδραξε τον ήλιο κι ετραγούδα
και τραγουδώντας έφτασε στο χείλος της νυχτός–
δεν πάει στη νυχτ’ αμίλητος στο θάνατο σκυφτός
κι ο κουρασμένος που καλεί το χάρο στο κατώφλι
και του γλυκοχαμογελά σα φίλος κι αδερφός–
λυσσάει την ώρα που οι τυφλοί σκοτώνουνε το φως
κι εσύ πατέρα μου ψηλά στη θλιβερή κορφή
στείλε μου τ’ άγριο δάκρυ σου κατάρα μου κι ευχή–
μην πας στη νυχτ’ αμίλητος στο θάνατο σκυφτός
λυσσά την ώρα που οι τυφλοί σκοτώνουνε το φως
(Πάνω σε σχήμα του Ντύλαν Τόμας)
Ο Θεοδόσης Άθας που πρέπει να στήριζε οικονομικά κ.λπ. τον Νίκο Σπάνια δεν έχαιρε της εκτίμησης του Κώστα Ταχτσή. Αυτό φαίνεται από δύο σημεία του βιβλίου του Ταχτσή «Το Φοβερό Βήμα» [Εξάντας, 1989], στο οποίο συγγραφέας αφιερώνει σελίδες και στις περιπέτειές του στην Αμερική, και φυσικά στη συναναστροφή του με τον Σπάνια. Εκεί κάπου μπαίνει στη μέση και ο Άθας.
Στη σελ.203 διαβάζουμε: «Κι ύστερα έκανα την ανοησία να κάνω σ’ εκείνο το ζώο τον Άθα μια καλοσύνη. Και βρήκα το μπελά μου».
Και στη σελ. 240: «Κι ύστερα, όταν ήρθε αυτό το κάθαρμα ο Άθας, που από κακό θάνατο να πάει, και μου ζήτησε να τον βοηθήσω, κι έγινε ό,τι έγινε, κι έφυγα απ’ την Αμερική, ο ρόλος του Νίκου (Σπάνια) υπήρξε το λιγότερο σκοτεινός».
Αυτό το τελευταίο απόσπασμα είναι γραμμένο την 26/9/1971 και, όπως φαίνεται, η… κατάρα του Ταχτσή προς τον Άθα έπιασε, αφού δυο χρόνια αργότερα (ο Άθας) πήγε όντως από «κακό θάνατο».
Στο βιβλίο, να το πούμε, δεν αναφέρονται άλλες λεπτομέρειες, για το τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους, κι εγώ προσωπικά δηλώνω πολύ επιφυλακτικός εν σχέσει μ’ αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Εξάλλου, στο βιβλίο, ο Ταχτσής περνάει «γενεές δεκατέσσερις» πολύ κόσμο – ανάμεσα στους οποίους και το φίλο του Νίκο Σπάνια. Anyway.
Υπάρχει ένα ακόμη βιβλίο, μαρτυρία, που αναφέρεται στους Άθα και Σπάνια και αυτό είναι το «Ο τόπος μου είναι παντού» [Libro, 2011] της Ιωάννας Καρατζαφέρη. Αυτοβιογραφικό βιβλίο της συγγραφέως, που έζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη και που, δυστυχώς, αν και έκδοση του 2011, δεν έχω κατορθώσει να το βρω. Μα καλά, σε πόσα αντίτυπα βγήκε;
Να κλείσουμε μ’ ένα ακόμη έξοχο, λυρικό ποίημα του Θεοδόση Άθα, δανεισμένο τούτη τη φορά από το ogdoo.gr (άρθρο του Βαγγέλη Αρναουτάκη):
NEGRO BLUES
«Τώρα που οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά
άνοιξε ω κόρφε! δέξου μας, πατέρα Μισσισσίπη,
στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα, κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται κι αχώρι’ από τη λύπη».
Ίσκιοι θρηνούν κοπαδιαστά·
σα μοιρολόγια σπαραχτά
γιομίζουν τα τραγούδια τους τη νυχτομένη πόλη·
κι ειν’ λόγοι αξήγητοι κι αχοί
σα ’πο λαρύγγι που τραχύ
το χάλκεψε ο πικρός λυγμός και το φτηνό αλκοχόλι.
Κι είναι του Θάνατου εραστές
–σκλάβων σποριά– οι τραγουδιστές·
κι είναι ο σκοπός παράπονο της μαύρης τους φυλής·
κι είναι η φωνή δάκρυ θολό,
κι είναι ο ρυθμός βήμα χωλό
κι αχνάρι μιας παλιάς σκλαβιάς στων λεύτερων τη Γης.
Κληρονομιά τους, μυστική
ψυχομιλήτρα, η μουσική
ξυπνάει θαμμένα ονείρατα κι απόκρυφους καημούς.
Σε κάνει, αλήθεια, και πονάς
μιας αταβίστικης γενηάς
το λυπημένο κλάψιμο, τ’ αράπικά της BLUES.
«Στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται· κείθε ως ανθούν οι κήποι
κι ως γύρα οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά,
δέξου τους γιους σου πο’ρχονται, πατέρα Μισσισσίπη».
Lynn Mass. — Θ. ΑΘΑΣ
σχόλια