Την ημέρα που το πλήθος από την «άλλη μεριά» σκαρφάλωνε στο Τείχος του Βερολίνου και ξεκινούσε την τελετουργική κατεδάφισή του με σφυριά, βαριοπούλες και ό,τι άλλο μέσο βρισκόταν εύκαιρο, ο Νικ Κέιβ και τα περισσότερα μέλη της μπάντας του, ζούσαν ήδη στην Δυτική πλευρά της πόλης επτά χρόνια σχεδόν. Είχαν ρουφήξει την σκοτεινή αλλά γλυκιά (ή έστω εθιστικά γλυκόπικρη) παρακμή που ξεχείλιζε από παντού και ήταν εκεί, πλάι στο Τοίχος, στα θρυλικά στούντιο Hansa, που είχαν ηχογραφήσει τα άλμπουμ που τους είχαν καθιερώσει πλέον ως μία από τις πιο υπολογίσιμες (και πιο δημοφιλείς, ειδικά στην Ευρώπη – από την Ισλανδία ως τη χώρα μας) δυνάμεις του μετα-πανκ, εναλλακτικού ροκ.
Κάποια επιφανή μέλη όμως των «Κακών Σπόρων», όπως ο Μπάρι Άνταμσον, δεν είχαν αντέξει αυτή την υπόγεια ζωή («γυρνάγαμε σαν τις άδικες κατάρες, σα να επιπλέουμε άσκοπα χωρίς προορισμό – ένιωθα ότι έχω να κοιμηθώ πάνω από πέντε χρόνια», θα έλεγε αργότερα) και είχαν εγκαταλείψει ήδη την μπάντα και το βαμπιρικό υπογάστριο της πόλης. Οι υπόλοιποι είχαν παραμείνει λίγο-πολύ, ήδη όμως διαισθάνονταν ότι οι μέρες του στο Βερολίνο ήταν μετρημένες.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1989, δεν βρίσκονταν στα επιβλητικής ατμόσφαιρας στούντιο για να ηχογραφήσουν το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, The Good Son, που θα κυκλοφορούσε την επόμενη χρονιά, και θα χάραζε μια νέα κατεύθυνση (πιο «ενήλικη» και με έμφαση στις μπαλάντες») για το γκρουπ. Η ηχογράφηση είχε ήδη γίνει στην Βραζιλία, είχαν επιστρέψει όμως στο Βερολίνο για να μιξάρουν το υλικό, ως μια αποχαιρετιστήρια χειρονομία στην πόλη που υπήρξε το κέντρο επιχειρήσεων τους για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας που σύντομα θα έληγε με κοσμογονικό κρότο.
Στο εξαιρετικού ενδιαφέροντος φετινό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Hansa Studios: By the Wall, 1976-90», εμφανίζεται μεταξύ άλλων επιφανών μουσικών που έζησαν την εμπειρία αυτού του μοναδικού κτιρίου (Ο David Bowie, ο Iggy Pop, οι Depeche Mode, οι REM, οι U2 είναι μόνο κάποια από τα μεγάλα ονόματα που ηχογράφησαν εκεί τα πιο σημαντικά έργα τους) και ο Μικ Χάρβεϊ, ο αιώνιος «υπολοχαγός» (και συν-δημιουργός) του Κέιβ, και μόνιμος ισορροπιστής μιας μπάντας διαρκών εντάσεων. «Ακούγεται περίεργο ή αστείο, αλλά δεν θέλαμε να καταγράψουμε τότε αυτό που συνέβαινε δυο βήματα από το κτίριο», λέει στην ταινία. «Ήμασταν απορροφημένοι με τη μίξη του άλμπουμ και ήταν σα να είναι αόρατος όλος αυτός ο κόσμος που μπαινόβγαινε φωνάζοντας να βγούμε να δούμε αυτό το ιστορικό γεγονός που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας».
Όταν βγήκαν τελικά έξω, αντίκρυσαν σε απόσταση μερικών μέτρων, αυτό που ο υπόλοιπος πλανήτης παρακολουθούσε με δέος από τις τηλεοράσεις του. Ήταν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής για το Βερολίνο, για την Ευρώπη, για τον κόσμο. Ήταν όμως και το τέλος της μακρόχρονου ταξιδιού της μέρας στη νύχτα και για την ίδια την μπάντα. Ο Νικ Κέιβ είχε μπει ήδη σε διαδικασία αποτοξίνωσης από την ηρωίνη, ενώ κατά την παραμονή του στην Βραζιλία είχε ερωτευτεί τη μέλλουσα σύζυγό του. Για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας που περίμενε στη γωνία και αναμενόταν σαφώς πιο ηλιόλουστη, είχε επιλέξει ως μόνιμη κατοικία και πηγή έμπνευσης το Σάο Πάουλο.
Σήμερα, το κτίριο – αντίθετα από πολλά άλλα στην περιοχή – παραμένει στη θέση του, όπως παραμένει λειτουργικό και το στούντιο εντός του, παρότι βέβαια έχει χαθεί για πάντα εκείνη η στοιχειωμένη, δημιουργική αίγλη που το συνόδευε κάποτε. Όπως τονίζει και ο Τζον Κρίστι, δημιουργός του ντοκιμαντέρ για το ιστορικό στούντιο, «αυτός ο χώρος δεν ήταν μουσείο, ήταν ένα απίστευτο εργαστήριο – στο τέλος της μέρας, υπάρχουν κάποια πράγματα, την πνευματική, μεταφυσική διάσταση των οποίων είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς».