Οι 1000mods κυκλοφόρησαν ένα από τα καλύτερα εγχώρια ροκ άλμπουμ της χρονιάς. Μπορεί η κυκλοφορία του «Youth of Dissent» να συνέπεσε με την καραντίνα, αλλά ήταν ένα τεράστιο δώρο για τους φαν τους. Εμφανώς πιο αλλαγμένοι στον ήχο τους, για την ηχογράφησή του ταξίδεψαν μέχρι το Σιάτλ και το θρυλικό Litho Studio και δούλεψαν μαζί με τον μυθικό παραγωγό Matt Boyles. (Μπορείς να διαβάσεις περισσότερα εδώ) Λίγο πριν λήξουν τα μέτρα εγκλεισμού μιλήσαμε με τον Δάνη, τον τραγουδιστή του γκρουπ.
— Πώς είστε αυτήν τη στιγμή; Σας πέρασε ποτέ η σκέψη να αναβάλετε την κυκλοφορία του άλμπουμ εξαιτίας των περιστάσεων;
Όπως όλοι, προβληματισμένοι. Ξέρεις, είναι δύσκολη φάση, αλλά προσπαθήσαμε να κάνουμε υπομονή. Είναι πρωτόγνωρα τα πράγματα για όλους μας. Το αντιμετωπίσαμε όπως όλοι οι υπόλοιποι. Δεν ήμασταν φουλ τρομαγμένοι και υπερβολικοί, όπως πολύς κόσμος, απλώς περιμέναμε να τελειώσει αυτό το πράγμα, να δούμε πώς θα εξελιχθεί η αυτό το θέμα υγείας παγκοσμίως. Δεν υπήρχαν σκέψεις να αναβάλουμε το άλμπουμ, ούτως η άλλως είχαμε δώσει την ημερομηνία και είχαμε ενημερώσει τον κόσμο που ενδιαφερόταν. Αποφασίσαμε να το δώσουμε στον κόσμο και σε περίοδο εγκλεισμού να ακούσει τον δίσκο.
— Τι feedback είχατε;
Είχαμε πάρα πολύ θετικό feedback και από τον Τύπο και από τον κόσμο. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να διαβάσω κριτικές, αλλά, απ' ό,τι βλέπω και μου λένε οι δικοί μου άνθρωποι, το κλίμα είναι πολύ θετικό, το ίδιο και η ανταπόκριση. Δεν διαβάζω όμως τίποτα ‒ όχι ότι δεν με νοιάζει, αλλά σκέφτομαι ότι είμαι απλώς ένας μουσικός.
Όσο ζεις, μαθαίνεις, σε όλα, από τη μουσική μέχρι το πώς είσαι σαν άνθρωπος. Όσο περνάνε οι μέρες μαθαίνεις όλο και περισσότερα πράγματα και τα απορροφάς, είτε για καλό είτε για κακό.
— Ήταν συνειδητή η απόφαση να αλλάξετε ήχο;
Αν δεις τη διαδρομή της μπάντας από τότε που ξεκίνησε, οι δίσκοι μας διαφέρουν. Όλοι μας παίζουμε μουσική 13 χρόνια, οπότε δεν είναι κάτι που συζητήσαμε, είναι κάτι σαν φυσική μουσική εξέλιξη. Κι εμείς οι ίδιοι, ως ακροατές, ακούμε μπάντες από τις οποίες επηρεαζόμαστε, οπότε δεν μπορώ να πω ότι η αλλαγή είναι τόσο μεγάλη στη μουσική όσο στην προσέγγιση της παραγωγής. Έχει άλλους ήχους, άλλες προσεγγίσεις, άλλα όργανα, διαφορετική προσέγγιση στη φωνή και, όσο μεγαλώνουμε, αποκτούμε κι άλλες εμπειρίες, τις οποίες βάζουμε στη μουσική μας.
— Πώς προέκυψε το ταξίδι σας στο Σιάτλ και η συνεργασίας σας με τον Matt Bayles;
To θέλαμε από πολύ παλιά αυτό το πράγμα. Από τον πρώτο δίσκο το συζητάγαμε ότι θέλαμε να πάμε κάποια στιγμή σε ένα στούντιο στο εξωτερικό και να ηχογραφήσουμε με έναν γνωστό παραγωγό. Από μικρoί ψάχναμε τα στούντιο όπου ηχογραφούσαν οι μπάντες που γουστάραμε, τους παραγωγούς τους. Είχαμε αυτό το μικρόβιο, να ψάχνουμε πίσω από τους δίσκους, πού γράφτηκαν, ποιοι τους έγραψαν, με ποιον τρόπο, οπότε το θέλαμε πάρα πολύ και είχαμε αποφασίσει να το κάνουμε εδώ και χρόνια.
Είχαμε στο μυαλό μας κάποιους παραγωγούς συγκροτημάτων που έχουν κάνει δίσκους που γουστάρουμε. Πλησιάσαμε κάποιους κι αυτός ήταν από τους πρώτους που απάντησαν και, ούτως ή άλλως, ξέραμε κάποιες δουλειές του λόγω Mastodon και Isis, και πιο παλιά από τους Soundgarden και τους Pearl Jam. Ήταν μηχανικός ήχου, οπότε ήξερε ακριβώς τι να δει, ξέραμε κι εμείς ακριβώς τι θέλαμε από αυτόν, οπότε μας απάντησε και υπήρχε καλή επικοινωνία μεταξύ μας από την πρώτη στιγμή.
— Πώς ήταν η συνάντηση με έναν από τους ήρωές σας; Πώς ήταν να δουλεύεις μαζί του;
Από τις πιο ωραίες εμπειρίες που έχουμε ζήσει ποτέ ως μουσικοί. Πήγαμε σε μια χώρα και σε μια πόλη απ' όπου βγήκε η μουσική που ακούμε από μικρά παιδιά, οπότε ήταν φοβερή εμπειρία να δουλεύουμε με έναν παραγωγό που ξέρει ακριβώς τον ήχο που θέλουμε να βγάλουμε, να ηχογραφούμε σε ένα στούντιο από τα πιο ιστορικά στον κόσμο. Έχουν ηχογραφήσει μεγάλες μπάντες εκεί και είχαμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε τον ίδιο εξοπλισμό, οπότε ήταν φοβερά. Δεν θα την άλλαζα με τίποτα στον κόσμο.
Μείναμε εκεί έναν μήνα. Ήταν πολύ απαιτητική φάση. Είναι δουλειά, όχι αστεία. Ταυτόχρονα, ήταν κάτι πάρα πολύ καλό, επειδή ακούς πράγματα από έναν άνθρωπο που ξέρει πολλά παραπάνω. Υπήρξε πολύ ωραία η συνεργασία μεταξύ μας. Φανταστική εμπειρία, δύσκολη, απαιτητική, αλλά βγήκε ακριβώς αυτό που είχαμε στο μυαλό μας να βγάλουμε. Έβγαλε από τον καθένα μας τον καλύτερό του εαυτό.
Μας έλεγε: «Αυτό μπορείς να το παίξεις καλύτερα, παίξ' το», «Τραγούδησε ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να το βγάλεις». Και το κάναμε μέχρι να βγάλουμε το κομμάτι. Μας πίεζε επειδή ήξερε ότι μπορούμε να το κάνουμε. Ανακαλύψαμε πράγματα για τη μουσική μας που δεν τα ξέραμε. Μας άνοιξε και τα αυτιά και τα μάτια όσον αφορά τι μπορούμε να κάνουμε και πώς.
— Πόσο καιρό ετοιμάζατε το άλμπουμ;
Στην Αμερική πήγαμε τον Οκτώβριο που μας πέρασε. Τα κομμάτια είχαμε ξεκινήσει να τα γράφουμε περίπου έναν χρόνο πριν. Είχε ξεκινήσει ήδη η διαδικασία σε έναν χώρο που έχουμε στην Αθήνα και, όταν ήρθαμε σε επαφή με τον παραγωγό, του στέλναμε κάποια ντέμο, μας έστελνε κι εκείνος κάποιες παρατηρήσεις και κάποιες διορθώσεις, ώστε, πηγαίνοντας στην Αμερική, να έχουμε μια τελική μορφή των τραγουδιών και να μπορέσουμε να τα ηχογραφήσουμε. Έγιναν, όμως, και στο Σιάτλ πολλές παρεμβάσεις στη δομή των κομματιών. Οπότε το δουλεύαμε σχεδόν έναν χρόνο.
Δεν ξέρω αν έχουμε φτάσει σε άλλο επίπεδο, αλλά, όσο μεγαλώνουμε, βλέπουμε περισσότερα πράγματα, αποκτάμε περισσότερες εμπειρίες και κάποια πράγματα, που μπορεί να τα κάναμε λάθος πιο παλιά, τώρα μπορούμε να τα κάνουμε λίγο πιο εύκολα. Όσο ζεις, μαθαίνεις, σε όλα, από τη μουσική μέχρι το πώς είσαι σαν άνθρωπος. Όσο περνάνε οι μέρες μαθαίνεις όλο και περισσότερα πράγματα και τα απορροφάς, είτε για καλό είτε για κακό.
— Ένα από τα κομμάτια του δίσκου που ξεχώρισα ήταν το «Dear Herculine». Μπορείς να μου μιλήσεις γι' αυτό και γενικότερα για την πηγή έμπνευσής σου;
Αναφέρεται στην ιστορία του πρώτου intersex ανθρώπου που καταγράφηκε στον κόσμο, που είχε δηλαδή και αντρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα, και λεγόταν Herculine Balbin. Γεννήθηκε το 1869 στη Γαλλία και σιγά-σιγά ανακάλυψε, όσο μεγάλωνε, ότι είχε και αρσενικά και γυναικεία γεννητικά όργανα. Γενικά, η κοινωνία δεν ήξερε πώς να την αντιμετωπίσει και πάλεψε πάρα πολύ για τη ζωή της, για να ενταχθεί σε μια κοινωνία συντηρητική, όπου οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς είχε. Βέβαια, δεν είχε τίποτα, ήταν κάτι φυσιολογικό.
Αυτοκτόνησε στα 30 της, επειδή η κοινωνία δεν την αποδεχόταν, και μετά από χρόνια, το 1935, ανακαλύφθηκαν από μια υγειονομική επιτροπή της Γαλλίας τα απομνημονεύματά της. Ουσιαστικά στο ρεφρέν έχουμε δανειστεί στίχους από το γράμμα που άφησε λίγο πριν αυτοκτονήσει. Ήταν από ένα άρθρο που διάβασε ο κιθαρίστας μας, ο Γιώργος. Η ιστορία της με συγκλόνισε, είναι η αλήθεια, και ήθελα να την γράψω, να την τραγουδήσω.
Κυρίως εμπνέομαι από πράγματα που βλέπω στην καθημερινότητά του μου, είτε αφορούν εμένα, είτε τους γύρω μου, δηλαδή είναι προβληματισμοί πιο εσωτερικοί κάποιες φορές και πιο κοινωνικοί κάποιες άλλες, αλλά πάντα σε ανθρώπινο επίπεδο. Ως ακροατής αντιλαμβάνεσαι τους στίχους τελείως υποκειμενικά, όπως και ο οποιοσδήποτε. Κάποιος μπορεί να γράψει στίχους, έχοντας κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του, κι εγώ να καταλάβω κάτι άλλο. Είναι ξεκάθαρα υποκειμενικό θέμα οι στίχοι και αυτό είναι το ωραίο της τέχνης: ο καθένας διαβάζει τους στίχους και καταλαβαίνει διαφορετικά πράγματα. Κάτι που κάποιος μπορεί να έχει γράψει για τον εαυτό του, είναι δυνατό να μιλάει σε κάποιον άλλον σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.
Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, π.χ., μιλάει για την κατάθλιψη, για το πώς μπορείς να καταλάβεις ότι έχεις πρόβλημα τέτοιου είδους και να αντεπεξέλθεις, δηλαδή να βγεις από αυτή την κατάσταση, επειδή είναι από τις «μεγαλύτερες» ασθένειες που υπάρχουν στον κόσμο και μπορεί να σε οδηγήσει σε πολύ χειρότερες καταστάσεις.
— Πώς βλέπετε το μέλλον;
Ακόμα δεν μπορούμε να κάνουμε συναυλίες, δηλαδή αυτό που μας αρέσει περισσότερο απ' όλα τα τελευταία 10 χρόνια. Τώρα κάνουμε υπομονή και παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Δεν εξαρτάται καθόλου από εμάς, οπότε είμαστε σαν αλυσοδεμένοι.
Ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ
• Facebook