Τι έχουν πάθει ξαφνικά όλοι με τους Fontaines D.C.; Από τα ροκ έντυπα που αντέχουν και επιμένουν, όπως το «Mojo», και τις βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες μέχρι τον νεαρόκοσμο σε παγκόσμιο επίπεδο, ένα κοινό που δεν έχει το ροκ σημαία του, όπως τις προηγούμενες δεκαετίες, και δεν παθιάζεται με τον indie ήχο.
Η καθολική αποδοχή του συγκροτήματος από την Ιρλανδία μπορεί να μη σημαίνει ακριβώς τη μαζική επιστροφή του ροκ ήχου αλλά είναι μια μικρή λάμψη φωτός στην παντοκρατορία της r’n’b, της ποπ και του ραπ και μια ελπίδα ότι το ροκ σύντομα θα επιστρέψει εκεί που ήταν πριν από το 2000. Ή, έστω, θα ξαναγίνει ελκυστικό για το μικρής ηλικίας κοινό που προς το παρόν αρκείται στον ρυθμό και δεν ενδιαφέρεται για κιθάρες.
Το «ξαφνικά» μπορεί να μην ισχύει ακριβώς για ένα συγκρότημα που έβγαλε τον τρίτο δίσκο του και από το 2019, που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του «Dogrel», μέχρι σήμερα έχει βιώσει όλα όσα ονειρεύονταν τα μέλη του: εμφανίσεις στο CNN και στην εκπομπή του Jimmy Fallon, συναυλίες σε αρένες ως headliners, υποψηφιότητα για Grammy και Mercury για τον καλύτερο ροκ δίσκο της χρονιάς. Όλα όμως τα έκανε γρήγορα και (σχεδόν) εύκολα και βέβαια αυτό δεν είναι μόνο θέμα τύχης.
Το «Skinty Fia» είναι ένα ανέλπιστα καλό άλμπουμ, ειδικά για το «δύσκολο» τρίτο άλμπουμ ενός νεαρού συγκροτήματος που αναβιώνει, εσκεμμένα ή ασυναίσθητα, τον ήχο του Μάντσεστερ του τέλους των ’80s και των αρχών των ’90s. Για τη βρετανική μουσική αυτή ήταν μια εξαιρετική περίοδος, με την «brit pop» στην καλύτερη φάση της και όλα τα κομμάτια του άλμπουμ να «φωνάζουν» ήχο του αγγλικού Βορρά. Για τους ανθρώπους που έχουν ζήσει την άνθηση εκείνων των συγκροτημάτων του flower power που αναβίωναν τον ήχο των ’60s, παντρεύοντάς τον με τη rave κουλτούρα, το «Skinty Fia» είναι μια κάψουλα αναμνήσεων, γιατί και στα δέκα κομμάτια του υπάρχει από μία αναφορά, και μάλιστα ξεκάθαρη.
Στον ήχο κάποιου συγκροτήματος της εποχής, στην ατμόσφαιρα, ακόμα και στον τρόπο που ο Grian Chatten τραβάει το «αααα», θυμίζοντας τον Tom Hingley των Inspiral Carpets ή τον Ian Brown. Πρέπει να τους αγαπούν πολύ τους Stone Roses οι Fontaines D.C., τους Joy Division, ακόμη και τους Happy Mondays, παρότι στο άλμπουμ δεν γίνονται ούτε μια στιγμή «happy».
Για όποιον αυτά τα ονόματα δεν σημαίνουν τίποτα το 2022, το «Skinty Fia» είναι ένα σημερινό ροκ άλμπουμ που «πατάει» στους Iceage και στους Horrors, άντε να το τοποθετήσεις και δίπλα στις δουλειές των IDLES, αλλά στην ουσία έχει μεγαλύτερη συγγένεια με τις δουλειές των Charlatans, των High ή των Northside. Οι ίδιοι, πάντως, λένε ότι άκουγαν πολύ το XTRMTNR των Primal Scream όταν το έφτιαχναν.
Το «Skinty Fia» είναι τόσο ρετρό, που είναι καταδικασμένο να αρέσει σε όλους, αυτούς που έζησαν αυτόν τον ήχο στη δόξα του και αυτούς που τον ανακαλύπτουν τώρα, ως αναβίωση της αναβίωσης, αλλά δεν δίνουν μία για το τι σημαίνει αυτό.
Από την άλλη, όταν όλα εδώ μέσα είναι χιλιοακουσμένα και κάπου παραπέμπουν, υπάρχει ζήτημα. Θα μου πεις, αυτό είναι δικό σου θέμα, όχι του συγκροτήματος των εικοσάχρονων που ανακαλύπτουν την ιστορία της ροκ. Γιατί ιστορία είναι πλέον ο ήχος του Μάντσεστερ και οι Stone Roses και οι Inspiral Carpets και πολύ περισσότερο οι Joy Division. Από το 1989 έχουν περάσει τριάντα τρία χρόνια και από το 1980 σαράντα δύο!
«In ár gCroíthe go deo»
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι το «Skinty Fia» δεν είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ. Τόσο καλό που να δικαιολογεί και την υποδοχή που του επιφυλάσσουν τα μέσα και το hype (χάρισε στο γκρουπ το πρώτο Νο 1 στα charts των άλμπουμ της Βρετανίας). Το «In ár gCroíthe go deo», που ανοίγει τον δίσκο, είναι ένα τραγούδι που ξεκινάει με το μπάσο των Joy Division, αλλά θα μπορούσε να έχει ξεμείνει από δίσκο των Stone Roses, με έναν τίτλο που σημαίνει στα ιρλανδικά «στις καρδιές μας για πάντα» και στίχους που αναφέρονται στην περιπέτεια που είχε μια γυναίκα με το συμβούλιο της πόλης της, το οποίο δεν της επέτρεπε να σκαλίσει αυτήν τη φράση πάνω στην πλάκα του τάφου της, γιατί «παραήταν πολιτική».
«Υπήρχε μια είδηση στις εφημερίδες πριν από δύο χρόνια», λέει ο Grian Chatten, «για μια ηλικιωμένη Ιρλανδή στο Κόβεντρι της Αγγλίας, τη Μάργκαρετ Κιν. Όταν πέθανε, η οικογένειά της ήθελε να γραφτεί μια φράση πάνω στον τάφο της, στη γλώσσα της, για να δείχνει την καταγωγή της.
Ωστόσο, η Εκκλησία που έχει τεράστια επιρροή στην Αγγλία, αντέδρασε γιατί θεώρησε ότι υπήρχε κίνδυνος να εκλάβουν τη φράση ως πολιτικό μήνυμα και δεν επέτρεψε να τη σκαλίσουν στα ιρλανδικά στην ταφόπλακά της. Το χειρότερο απ' όλα είναι ότι αυτό συνέβη το 2020 και όχι το 1970. Συνέβη στην αρχή της πανδημίας».
Οι Fontaines D.C. ζουν πλέον στο Λονδίνο, αλλά έχουν την αίσθηση ότι «ακόμα και σήμερα η Αγγλία δεν υποδέχεται με χαρά τους Ιρλανδούς, επειδή θεωρούν ότι έχουν κάτι απειλητικό, που δεν σου επιτρέπει να τους εμπιστευτείς». Στους στίχους του άλμπουμ είναι διάσπαρτη η εμπειρία τους από τη ζωή στο Λονδίνο. Και από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ένα άλμπουμ πέντε Ιρλανδών της διασποράς που δηλώνουν ότι «δεν ανήκουν σε κανέναν και πουθενά».
Το «Big Shot» που ακολουθεί είναι ένα επικό κομμάτι που ξεκινάει με τις κιθάρες των Nirvana, αλλά με έντονη τη «βρετανίλα», από τον τρόπο που προφέρει ο Grian τις λέξεις μέχρι τον τρόπο που τραγουδάει δραματικά, τονίζοντας τα φωνήεντα, «everybody gets a big shot, baby». Το «How cold is» είναι από τα κομμάτια που θα λάτρευε ο John Peel αν ζούσε σήμερα και θα το είχε στο μόνιμο airplay της εκπομπής του.
Μέσα στη μαυρίλα του ακούγεται σαν session των Inspiral Carpets και διαπιστώνεις με ανατριχίλα ότι καταφέρνουν να αναβιώσουν ακριβώς εκείνη την αίσθηση που είχαν οι βραδινές εκπομπές του που σε καθήλωναν στο ραδιόφωνο. Το ίδιο και το «Jackie down the line», που είναι κάτι σαν το «Made of Stone» για μια γενιά που δεν το έχει ούτε ακουστά.
«Jackie down the line»
Κάπου διάβασα ότι οι Fontaines D.C. συνεχίζουν την κληρονομιά των Dublineers και των Chieftains, αλλά, πέρα από το «The couples across the way», που κάνει μια αναφορά στον παραδοσιακό ιρλανδικό ήχο, δεν το καταλαβαίνεις αυτό στο «Skinty Fia», το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι ένα ανάθεμα στα γαελικά, που αναφέρεται σε ένα γιγαντιαίο ελάφι, ένα είδος που κάποτε το έβρισκες από την Ιρλανδία μέχρι τη Σιβηρία και σήμερα έχει εξαφανιστεί.
Το τραγούδι που ακούστηκε περισσότερο από το άλμπουμ είναι το «I love you», η πιο shoegaze στιγμή τους, όπου πάνω στο νωχελικό ρυθμό των ντραμς και τις «αμερικανικές» κιθάρες ο Grian τραγουδάει με μια φωνή που θα ήθελε να είναι του Mark E. Smith, αλλά δεν πλησιάζει καν. «Αν έχω κάποιο μέλλον, θέλω να είναι μαζί σου», καταλήγει σε ένα κρεσέντο σχεδόν επιθετικό με έντονη προφορά που χρειάζεται προσπάθεια για να καταλάβεις τι είναι αυτό το «εντ δε μπάσταντ γουόκς μπουόι» που λέει σχεδόν με μανία στο τέλος (and the bastard walks by).
«I love you»
Τα δύο λιγότερο δημοφιλή κομμάτια του άλμπουμ στο Spotify, το «Bloomsday» και το «Nabokov», είναι σαν b sides των Happy Mondays, κατευθείαν από την εποχή του «Bummed», πριν ο Paul Oakenfold τους κάνει μπροστάρηδες της rave κουλτούρας. Ή σαν πρώιμοι Stone Roses, πριν σαρώσουν και τις πίστες με το «Fools Gold».
Το «Skinty Fia» είναι τόσο ρετρό, που είναι «καταδικασμένο» να αρέσει σε όλους, αυτούς που έζησαν αυτόν τον ήχο στη δόξα του και αυτούς που τον ανακαλύπτουν τώρα, ως αναβίωση της αναβίωσης, αλλά δεν δίνουν μία για το τι σημαίνει αυτό. Οι Oasis το έκαναν σίγουρα πιο πετυχημένα, με λιγότερες παραφωνίες, αλλά και καλύτερες συνθέσεις.
Κάποτε έβγαιναν τέτοια (καλά) άλμπουμ με τον σωρό, σήμερα οι Fontaines D.C. θεωρούνται κάτι σαν σωτήρες της ροκ. Μια χαρά είναι, και μόνο που κατάφεραν να με κάνουν να ακούσω αυτόν τον δίσκο απανωτά ένα σωρό φορές χωρίς να βαρεθώ είναι κατόρθωμα. Μακάρι να έχει συνέχεια ο δρόμος που (ίσως) ανοίγουν…