Ο Άρης Μπαφαλούκας είναι σκηνοθέτης που γνωρίσαμε με τη μικρού μήκους See No Evil, τη μεγάλου μήκους Άπνοια, από τηλεοπτικές σειρές και το θέατρο. Ζει πλέον μόνιμα στο Παρίσι, όπου και συνεχίζει την καλλιτεχνική του πορεία. Εξαιρετικά δημιουργικός και πολυσχιδής, εναλλάσσεται σε διαφορετικά είδη ανάμεσα στη δημιουργική φωτογραφία, στη δημιουργία βίντεο, στο ντοκιμαντέρ, στη μυθοπλασία και στο θέατρο.
Δύο φωτογραφικές σειρές του, το Hotel Girl και η Μεταίσθηση, τιμήθηκαν δύο συνεχόμενες χρονιές με ειδική μνεία στο Annual Photography Awards. Με αφορμή αυτές τις δύο σειρές, που θα φιλοξενηθούν τον Απρίλιο σε παρισινούς εκθεσιακούς χώρους, μιλήσαμε για το πώς βιώνει ένας Έλληνας σκηνοθέτης τη ζωή στο καλλιτεχνικό κέντρο της Ευρώπης.
— Ξενιτεύτηκες, ενώ είχες ξεκινήσει εδώ μια ενδιαφέρουσα πορεία. Πώς πήρες την απόφαση να φύγεις;
Ήταν μια απόφαση για αλλαγή. Όταν μετακινείται ένας άνθρωπος για μια καινούργια αρχή, ανακαλύπτει και δημιουργεί ξανά τον εαυτό του. Δημιουργεί έναν καινούργιο χώρο και ένα καινούργιο άτομο, κρατώντας όλα τα στοιχεία που θεωρεί θετικά, ώστε σε αυτή την επανεκκίνηση να συνειδητοποιήσει τα πράγματα που αγαπά και δεν μπορεί με τίποτα να αφήσει πίσω, και να πετάξει ό,τι νομίζει ότι τον βαραίνει ή δεν τον εξυπηρετεί πια. Είναι πραγματικά μια πολύ μεγάλη ευκαιρία.
Κάθε κοινωνικό πλαίσιο μάς ζητάει άλλα πράγματα, με άλλους θεσμούς και άλλες αξίες. Κάθε περιβάλλον μάς ζητάει άλλους τρόπους επιβίωσης. Αυτά αποτελούν προκλήσεις και δοκιμασίες, εμπειρίες που στο σύνολό τους μας ωριμάζουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι αν μείνουμε σε ένα μέρος, ακόμα και αν είμαστε επαγγελματικά επιτυχημένοι σε αυτό. Ζώντας σε περισσότερα μέρη, χτίζουμε μια πιο πλούσια προσωπικότητα. Αναγκαζόμαστε να μιλήσουμε και να σκεφτούμε σε περισσότερες γλώσσες, να γνωρίσουμε καινούργια αυτονόητα. Αυτό είναι κάτι που μου αρέσει και με ενδιαφέρει σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο.
Πιστεύω ότι στη δυτική κοινωνία είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από ποτέ να διαμορφώσουμε τους εαυτούς μας σε σχέση με τους τόπους και όχι αποκλειστικά με βάση τις δεσμεύσεις των χώρων. Έχουμε προσλαμβάνουσες πλέον από παντού και δυνατότητα διανομής παντού, όχι μόνο από και στους χώρους που επιλέγουμε να ζήσουμε.
Είχα ξαναζήσει στο εξωτερικό και είχα καταλάβει ότι όπου κι αν ζεις, κάποιες στιγμές αισθάνεσαι ότι εξαντλείς τις προσλαμβάνουσες που έχουν να σου δώσουν η κοινωνία και ο χώρος και στη συνέχεια κάπως ανακυκλώνεις με παρόμοιο τρόπο αυτά που πήρες από κει. Ο λόγος που έφυγα, λοιπόν, ήταν η αλλαγή και οι νέες προσλαμβάνουσες που επιθυμούσα να εισπράξω εγώ και η οικογένεια μου με την εγκατάσταση μας στο Παρίσι.
Σήμερα, εκτός από τους φυσικούς χώρους, υπάρχουν και οι ιστότοποι, που με τη σειρά τους δημιουργούν πολιτιστικούς και αισθητικούς τόπους. Εκτός από την αρχιτεκτονική, όπου ο χώρος είναι, ή θα έπρεπε να είναι, αλληλένδετος με το αισθητικό αποτέλεσμα, οι περισσότερες τέχνες μπορούν πλέουν να δημιουργούν «αισθητικούς τόπους» και να τους διανέμουν σε πραγματικούς και διαδικτυακούς χώρους παντού στον κόσμο. Οι διαδικτυακοί τόποι καταλαμβάνουν ένα τεράστιο κομμάτι της σημερινής μας διαμόρφωσης, ίσο, αντίστοιχο και ενδεχομένως μεγαλύτερης βαρύτητας και από τον χώρο που ζούμε.
Πιστεύω ότι στη δυτική κοινωνία είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από ποτέ να διαμορφώσουμε τους εαυτούς μας σε σχέση με τους τόπους και όχι αποκλειστικά με βάση τις δεσμεύσεις των χώρων. Έχουμε προσλαμβάνουσες πλέον από παντού και δυνατότητα διανομής παντού, όχι μόνο από και στους χώρους που επιλέγουμε να ζήσουμε.
— Γιατί λοιπόν στο Παρίσι;
Το Παρίσι είναι μια υπέροχη πόλη για κάποιον που αγαπάει την αισθητική και τις τέχνες. Φιλτράρει και παρουσιάζει σχεδόν ό,τι συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, σε όλες τις μορφές της τέχνης, θέατρο, φωτογραφία, σινεμά, όπου θες. Το κοινό όχι μόνο τις καταναλώνει αλλά τις επεξεργάζεται και τις προωθεί.
Οι Γάλλοι είναι από τους καλύτερους καταναλωτές δημιουργίας, αλλά δεν ξέρω πόσο νεωτεριστικοί είναι καλλιτεχνικά αυτή την περίοδο. Θεωρώ και την Αθήνα μια πόλη όπου γίνονται πράγματα και είναι ένα ανοιχτό καλλιτεχνικό δοχείο, επίσης με πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες προσλαμβάνουσες.
Αυτό που σίγουρα διαφέρει είναι η ερμηνεία των γεγονότων και των καταστάσεων, ανάμεσα στις κοινωνίες των δύο αυτών πόλεων. Το τι θεωρούν αυτονόητο οι δύο πόλεις διαφέρει. Και το αυτονόητο διαμορφώνει την αισθητική και τα πρότυπα.
— Πόσο εύκολο είναι για έναν Έλληνα δημιουργό να δραστηριοποιηθεί στη Γαλλία σε ένα τόσο ακριβό σπορ που είναι ο κινηματογράφος;
Αν ένας δημιουργός είναι καλός, έχει ενδιαφέρον και σωστό επαγγελματισμό, έχει τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί παντού, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Εμπόδια και δυσκολίες πάντα υπάρχουν, αλλά δεν είναι το εθνικό που επηρεάζει ανάμεσα στη Γαλλία και στην Ελλάδα. Είναι δυο χώρες με στενούς πολιτισμικούς και πολιτιστικούς δεσμούς. Οι Γάλλοι εκτιμούν την ελληνική γραμματεία, που την αισθάνονται και δική τους γιατί εμπεριέχεται στην παιδεία τους, και αγαπούν πολύ τον ελλαδικό χώρο.
Σήμερα, ενώ η ψηφιακή οπτικοακουστική δημιουργία είναι πολύ πιο εύκολο να επιτευχθεί οικονομικά, η χρηματοδότηση μια ταινίας δημιουργού στην Ευρώπη είναι κάτι πολύ δύσκολο για όσους το επιθυμούν, καθώς τα πρότζεκτ είναι πολύ περισσότερα από τις χρηματοδοτήσεις που προσφέρονται. Η Γαλλία παράγει ταινίες και έχει πολλά προγράμματα χρηματοδότησης και στήριξης του εγχώριου αλλά και του διεθνούς κινηματογράφου. Από αυτά τα προγράμματα επωφελούνται και οι Έλληνες παραγωγοί και δημιουργοί, είτε κατοικούν στην Ελλάδα, είτε οπουδήποτε στην Ευρώπη. Οπότε, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν είναι εύκολο, αλλά αποδεικνύεται και από το ότι πάνω από 30 Έλληνες δημιουργοί τα τελευταία χρόνια έκαναν κινηματογράφο με τη στήριξη της Γαλλίας.
— Μυθοπλαστικά βοηθά να ξέρεις καλά τον τόπο όπου εντάσσεις την ιστορία σου. Πόσο εύκολα θα μπορέσεις να κάνεις μια γαλλική ταινία;
Πιστεύω πλέον ότι σαφώς θα μπορούσα να κάνω. Είμαι δέκα χρόνια σε αυτή την πόλη, τη βιώνω και την αφουγκράζομαι καθημερινά. Τα παιδιά μου έχουν την ίδια παιδεία με τα υπόλοιπα παιδιά. Αν πάρουμε για παράδειγμα την πρόσφατη ταινία του Jacques Audiard «Les Olympiades», που διαδραματίζεται πολύ κοντά στη γειτονιά μου, με χαρακτήρες από την καθημερινότητα αυτού του παρισινού διαμερίσματος, η απάντηση είναι ότι σαφώς και θα μπορούσα. Όλα αυτά τα πρόσωπα μου είναι αναγνωρίσιμα, οικεία και τα συναναστρέφομαι καθημερινά. Επίσης, αν θελήσω να κάνω μια ταινία στη Γαλλία, θα είναι μια ιστορία ιδωμένη μέσα από το δικό μου βλέμμα.
— Ωστόσο το τελευταίο διάστημα έχεις δώσει έμφαση στη φωτογραφία.
Από την εφηβεία μου ασχολιόμουν με τη φωτογραφία. Είχα σκοτεινό θάλαμο, εμφάνιζα μόνος μου τα αρνητικά, τύπωνα μόνος μου τις φωτογραφίες, τις μάσκαρα, τις ρετουσάριζα, τις στέγνωνα κ.ο.κ. Όταν ξεκίνησα τις κινηματογραφικές μου σπουδές στη Σχολή Σταυράκου δεν ήμουν σίγουρος αν θα ακολουθούσα το τμήμα Φωτογραφίας ή Σκηνοθεσίας. Ακόμα και ένα μέρος της θητείας μου στο Ναυτικό το έκανα ως φωτογράφος της ΔΝΕ. Μέχρι σήμερα εξακολουθώ να βρίσκομαι πίσω από μια κάμερα.
Η φωτογραφία έχει την αισθητική ικανοποίηση ενός πιο άμεσου και πιο εύκολου αποτελέσματος από τον κινηματογράφο. Το να μιλήσεις με το φως και το χρώμα σε ένα καρέ αποτελεί μια πολύ ωραία δημιουργική πρόκληση. Αντιμετωπίζω την ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία ως μια εξέλιξη με στίγμα αισθητικό και κάπως κινηματογραφικό. Μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες και να οπτικοποιώ συναισθήματα μέσα από τις φωτογραφίες, άρα τις προσεγγίζω ως πλάνα μιας σκηνής ή μιας ιστορίας.
— Αυτό είναι εμφανές στη σειρά Μεταίσθηση. Θέλεις να μου εξηγήσεις πώς την εμπνεύστηκες;
Είναι μια σειρά από φωτογραφίες που αποτελούν τους σκηνικούς χώρους ενός εφιάλτη. Δεν βλέπουμε τους χαρακτήρες, μόνο τους χώρους που αυτοί βλέπουν. Και αυτοί οι χώροι, έτσι όπως είναι φωτισμένοι, δημιουργούν συναίσθημα. Η αφήγηση του εφιάλτη είναι η προσπάθεια της ανεύρεσης της εννιάχρονης χαμένης κόρης ενός ζευγαριού.
Αυτό που έχει τεράστιο ενδιαφέρον είναι η αίσθηση που προκαλεί η τυπωμένη φωτογραφία. Τη συγκεκριμένη σειρά την έχω τυπώσει σε German Etching Hahnemuhle ματ χαρτί. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο καμβά, ο οποίος με την ειδική επεξεργασία και την ατμόσφαιρα των εικόνων δίνει την αίσθηση ότι δεν βλέπεις φωτογραφίες αλλά πίνακες ζωγραφικής.
Επίσης, στην γκαλερί ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα, όταν τις βλέπει χωρίς προστατευτικό τζάμι, να ακούει και την ηχητική μπάντα που τις συνοδεύει. Η συγκεκριμένη σειρά αποτελεί περισσότερο ένα εικαστικό βίωμα στο οποίο πρέπει να αφεθείς και να πας μαζί του, παρά φωτογραφίες που απεικονίζουν την ιστορία μέσα στο ίδιο καρέ.
— To Hotel Girl το χαρακτηρίζει ένας ερωτισμός κάπως παρεξηγήσιμος στην εποχή μας.
Φαντάζομαι ότι αναφέρεσαι στα κινήματα που προσπαθούν δικαιολογημένα να αναδείξουν το τρόπο με τον οποίο η γυναίκα έχει αντιμετωπιστεί από τις διάφορες φαλλοκρατικές αντιλήψεις που ανακυκλώνονται ακόμα και σήμερα και από τα δύο φύλα! Προσωπικά, είμαι σύμφωνος με αυτά τα κινήματα και πιστεύω ότι σε αυτήν τη γενιά δεν έχει επέλθει ακόμα η απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών και βιολογικών ρόλων των φύλων. Ήδη η χρήση της φράση «ο ρόλος του φύλου» σήμερα είναι αμφιλεγομένη.
Πάντα, σε κάθε διεκδίκηση, μπορεί να υπάρξει μια υπερβάλλουσα σύγκρουση. Μια ένταση που είναι ίσως ισχυρότερη απ' όσο θα έπρεπε και παίρνει μπάλα και άλλα πράγματα, που δεν θα επρεπε. Μια υπερβάλλουσα ένταση που μπορεί να αλλοιώσει το ζητούμενο και να το οδηγήσει σε παρεκτροπές και επιχειρήματα που δεν βοηθούν, αντίθετα το υποθάλπουν. Όμως πώς σπάει κάποιος ένα απόστημα; Δεν είναι εύκολο, όταν το ζητούμενο δεν ακούγεται, να μην υποπέσει σε αυτή την υπερβάλλουσα και αναγκαία ένταση. Κάθε αλλαγή έχει μέσα της μια «βία». Όταν και αν τα πράγματα εξισορροπηθούν, τότε θα πρέπει να μιλήσουμε για εξομάλυνση αυτής της έντασης που προς το παρόν καλά κάνει και υπάρχει.
Στη σειρά Hotel Girl δεν νομίζω ότι υπερισχύει ο ερωτισμός αλλά η μοναξιά. Όχι μόνο δεν φοβήθηκα μην παρεξηγηθώ, αντίθετα πράγματι ήθελα να καταδείξω πώς έχει αντιμετωπιστεί από τις διάφορες φαλλοκρατικές αντιλήψεις ο ερωτισμός της γυναίκας. Κυρίως στην μπλε σειρά αυτό είναι πάρα πολύ εμφανές. Αν πρόσεξες, διαφαίνεται και μια μελανιά ως στοιχείο κακοποίησης. Στην κόκκινη σειρά είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου την Ανθρώπινη Φωνή του Κοκτό. Στην πράσινη σειρά είχα κατά νου πως η διαφήμιση πέρασε διαχρονικά γυναικεία πρότυπα και με αυτή την αφορμή ήθελα να δείξω τον εγκλωβισμό, την ασφυξία και τη μοναξιά μέσα από έναν γυναικείο χαρακτήρα που στοιχειώνει αυτό το ξενοδοχείο από το 1949 μέχρι σήμερα.
Ο καλλιτέχνης είναι φορέας, αποδέκτης της ζωής και μέσα από το έργο του την ερμηνεύει ή απλώς την καταδεικνύει, θέτοντας ερωτηματικά. Δεν οφείλει να είναι ηθικοπλάστης. Κάτι τέτοιο, όταν συμβαίνει στην τέχνη, προσωπικά με ενοχλεί.
— Κινηματογραφικά δραστηριοποιείσαι αυτό το διάστημα;
Δουλεύω επάνω σε ένα ντοκιμαντέρ με τους κατοίκους της γειτονιάς μου εδώ, στο Παρίσι, το οποίο αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά πρότζεκτ αυτοδιαχείρισης με επίκεντρο την υγεία, τη διατροφή και τους άπορους. Εμπλέκονται εθελοντές γιατροί και μια κοπερατίβα όπου πολίτες προσπαθούν να ξεφύγουν από την κεντρική εξουσία και να στηρίξουν ο ένας τον άλλον.
Όσοι επισκεφθούν το Παρίσι φέτος την άνοιξη θα έχουν την ευκαιρία να δουν τις δύο αυτές φωτογραφικές σειρές στο Carousel du Louvre από τις 8 έως τις 11 Απριλίου και στην γκαλερί Espace Cécile F. 4 rue des Guillemites, 75004, Paris από τις 11 Απριλίου έως τις 2 Μαΐου.