Όταν το πρώτο κτίριο της Ζάχα Χαντίντ ήταν υπό κατασκευή στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ανέθεσε στη φωτογράφο Ελέν Μπινέ να το φωτογραφίσει. Επρόκειτο για το έργο Vitra στο Weil am Rhein, έναν πυροσβεστικό σταθμό που σήμερα είναι από τα πιο διάσημα έργα της Χαντίντ.
Η Μπινέ σκαρφάλωσε σε σκαλωσιές και γερανούς για να φωτογραφίσει το εργοτάξιο και η Χαντίντ λάτρεψε τις εικόνες. Έκτοτε η Ελέν Μπινέ φωτογράφιζε κάθε έργο της Χαντίντ, από τη θεμελίωση μέχρι την ολοκλήρωσή του.
Οι φωτογραφίες έκαναν τα κτίρια να μοιάζουν με αφηρημένη τέχνη. «Οι καλλιτεχνικές της ερμηνείες ήταν παρόμοιες με τον τρόπο που θα φτιάχναμε τα σχέδιά μας», λέει ο αρχιτέκτονας Πάτρικ Σουμάχερ, συνεργάτης της Χαντίντ και διευθυντής σήμερα του αρχιτεκτονικού της γραφείου. «Μερικές φορές, υπάρχουν φωτογράφοι που συμπεριφέρονται σαν ντίβες, πολύ δύσκολοι. Η Ελέν ήταν και είναι ήσυχη, γλυκομίλητη και σεμνή».
Η Ελέν Μπινέ και το σημαντικό της έργο τιμάται σήμερα σε μια ατομική έκθεση στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου (έως τις 23 Ιανουαρίου), με περίπου 90 -κυρίως ασπρόμαυρες- εικόνες κτιρίων από συνεργασίες της με δώδεκα αρχιτέκτονες όπως ο Λε Κορμπιζιέ, ο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ και ο Πέτερ Τσούμτορ.
«Χαίρομαι πολύ που βλέπω τη φωτογράφηση αρχιτεκτονικού χώρου να ανυψώνεται στο επίπεδο της φωτογραφίας πορτρέτου και τοπίων. Δεν είναι μόνο επάγγελμα ή υπηρεσία, αλλά και μια μορφή τέχνης» λέει η Ελέν Μπινέ.
Είτε πρόκειται για μπρουταλισμό της δεκαετίας του 1970 είτε για μια εκκλησία του 18ου αιώνα, η Μπινέ αποκαλύπτει το φως, τον χώρο και τη μορφή που ενώνουν την αρχιτεκτονική, αποτυπώνοντας τα βασικά της στοιχεία μέσα από μια διερευνητική, στοχαστική προσέγγιση.
Η Μπινέ έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο τα τελευταία 30 χρόνια για να φωτογραφίσει ιστορικά και σύγχρονα κτίρια, καθώς και έργα υπό κατασκευή.Είναι μια από τις πιο διάσημες φωτογράφους αρχιτεκτονικής και πολλοί αρχιτέκτονες στράφηκαν σε αυτή για να ερμηνεύσουν το έργο τους.
Είτε πρόκειται για μπρουταλισμό της δεκαετίας του 1970 είτε για μια εκκλησία του 18ου αιώνα, η Μπινέ αποκαλύπτει το φως, τον χώρο και τη μορφή που ενώνουν την αρχιτεκτονική, αποτυπώνοντας τα βασικά της στοιχεία μέσα από μια διερευνητική, στοχαστική προσέγγιση.
Χρησιμοποεί αναλογική κάμερα και τα περισσότερα έργα της είναι τυπωμένα στο χέρι σε ασπρόμαυρο, στο στούντιο της, ένα πρώην εργαστήριο χάλυβα στο Βόρειο Λονδίνο. Η αξία της δουλειάς της έγκειται στην καταπληκτική αλληλεπίδραση μεταξύ της αρχιτεκτονικής και του οράματος ενός καλλιτέχνη.
Η Μπινέ μεγάλωσε στη Ρώμη όπου οι Ελβετοί και Γάλλοι γονείς της, ένας φλαουτίστας και μια πιανίστα, μάθαιναν τα τέσσερα παιδιά τους μουσική στο σπίτι. Η νεαρή Ελέν σπούδασε βιολί και χορό και στη συνέχεια επέλεξε να κάνει καριέρα στα εικαστικά. Σπούδασε σχέδιο στη Ρώμη και φωτογραφία μόδας και διαφήμισης και αποφάσισε ότι η εμπορική φωτογραφία δεν ήταν για εκείνη.
Μετά από μια θητεία ως εσωτερική φωτογράφος στο Grand Théâtre de Genève, μετακόμισε στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1980 για να συναντηθεί με τον μελλοντικό σύζυγό της, τον αρχιτέκτονα Raoul Bunschoten, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στο να στρέψει το ενδιαφέρον της στην αρχιτεκτονική. Δίδαξε στο Architectural Association School of Architecture (AA), του οποίου ο διευθυντής, Alvin Boyarsky, της ανέθεσε να φωτογραφίζει κτίρια για βιβλία.
Η Ζάχα Χαντίντ είχε γράψει για την Ελέν Μπινέ ότι «η φωτογραφία της με βοήθησε να ανακαλύψω πρόσθετες χωρικές εντάσεις και ατμοσφαιρικές αποχρώσεις, επιτρέποντάς μου να δω την ομορφιά σε απροσδόκητα μέρη».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έλαβε ένα τηλεφώνημα από μια άλλη σημαντική προσωπικότητα της καριέρας της: τον Ελβετό αρχιτέκτονα Πέτερ Τσούμτορ, ο οποίος ήθελε να εκδώσει ένα βιβλίο με εικόνες κτιρίων. «Ανεβήκαμε σε ένα βουνό και μιλήσαμε για τη μορφή, το σχέδιο, τις φωτογραφίες. Ήταν μια φανταστική συνεργασία» είπε η Μπινέ.
Το 2019, η Ελέν Μπινέ έλαβε το βραβείο Ada Louise Huxtable, για τη συνεισφορά της ως γυναίκας στην αρχιτεκτονική. Όταν φωτογραφίζει λέει ότι νιώθει όπως ένας μουσικός που στέκεται μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό. «Εκείνη τη στιγμή, πρέπει να είσαι ο καλύτερος εαυτός σου, να στρέψεις και το μυαλό σου σε ένα μέρος, για να μη χάσεις αυτήν τη μοναδική στιγμή».
Οι φωτογράφοι κτιρίων δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύ κοινό. Η Μπινέ τραβά φωτογραφίες της ζωής που δεν μπορείς να δεις, με πράγματα που υπονοούνται αντί να εμφανίζονται, εκτός πλάνου ή παρασκηνιακά.
Η δουλειά της, αν και εξειδικευμένη, δεν είναι μόνο ένας φορέας πληροφοριών για το πώς συναρμολογούνται τα κτίρια. Είναι και ένας τρόπος για να τα δει κάποιος ως όμορφα αντικείμενα και ως σύμπαντα για να κατοικήσει η φαντασία. Η τέχνη της είναι σπουδαία γιατί μέσα από τις βασικές πτυχές των έργων μεγάλων αρχιτεκτόνων επιτρέπει στις εικόνες της να έχουν τη δική τους ταυτότητα. Φορτωμένη με τις βαλίτσες του εξοπλισμού της, τριπόδια, μηχανές και φιλμ, βρήκε σε αυτήν τη μορφή φωτογραφίας, που δεν απαιτεί γρήγορη παράδοση, τον εαυτό της. Ανάμεσα στα έργα που εκθέτει υπάρχει η πλακόστρωση που δημιούργησε ο αρχιτέκτονας και ζωγράφος Δημήτρης Πικιώνης γύρω από την Ακρόπολη τη δεκαετία του 1950.
Αν κανείς παρατηρήσει τις φωτογραφίες της Μπινέ γοητεύεται από το φως και το πώς πέφτει πάνω σε υλικά όπως η λειασμένη πέτρα ή το τραχύ σκυρόδεμα. Οι φωτεινές περιοχές αναδύονται από τα βάθη ενός σκότους και τα μάτια βλέπουν αποχρώσεις που ακόμα και οι έγχρωμες εικόνες δεν μπορούν να αποδώσουν.
Η Μπινέ δεν κρύβει την αγάπη της για το φιλμ, λέγοντας ότι παρά την προσοχή της στη λεπτομέρεια, μπορεί να εμφανιστούν ελαττώματα στην έκθεση ή την εστίαση και υποστηρίζει ότι «το λάθος είναι μια εκπληκτική ανθρώπινη αξία. Σε πάει κάπου που δεν ήξερες».