Ο σημαντικότερος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, πανεπιστημιακός και ερευνητής ήταν το τιμώμενο πρόσωπο σε εκδήλωση του δήμου Ύδρας, ο οποίος τον αναγόρευσε επίτιμο δημότη του. Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να παρευρεθεί λόγω των κινδύνων που ενέχει ένα ταξίδι την εποχή του κορωνοϊού.
Κι όμως, η Ύδρα για τον 94χρονο Μάριο Βίττι είναι το δεύτερο σπίτι του. Εκεί όπου γνώρισε τη σύζυγό του Αλεξάνδρα, εκεί όπου έχει περάσει τα περισσότερα καλοκαίρια του. Εκεί όπου αυτήν τη στιγμή φιλοξενείται η έκθεση φωτογραφιών του «Η Ύδρα για τον Mario Vitti: Γραφείο με θέα, φωτογραφίες 1948-1981».
Πρόκειται για μια σειρά εξαιρετικών ασπρόμαυρων φωτογραφιών που ο ίδιος τράβηξε στις συναντήσεις του με προσωπικούς του φίλους, σημαντικές προσωπικότητες με τους οποίους συνδέθηκε, από τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο μέχρι τον Σεφέρη και τον Ελύτη, από τον Χατζιδάκι και τον Μόραλη μέχρι τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ένα πανόραμα στο οποίο αποτυπώνεται μια εποχή μεγάλων επιτευγμάτων στον πολιτισμό και μιας Ελλάδας αυθεντικής και αμόλυντης.
Γεννημένος το 1926 στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι τα 20 του σουλατσάριζε στη Μεγάλη Οδό του Πέραν. Τα ελληνικά τα μιλούσε εξίσου καλά με τα ιταλικά, καθώς είχε μάνα Ρωμιά, ενώ η υπηρέτρια του σπιτιού τού αφηγούνταν ιστορίες από τα λαϊκά ρομάντζα της εποχής. Όταν το 1946 μετακόμισε στην πατρίδα του πατέρα του, την Ιταλία, αντίκρισε μια διαλυμένη χώρα, βομβαρδισμένη από τους Συμμάχους. Οι μεγάλοι διανοητές που γνώρισε στο πανεπιστήμιο και στους λογοτεχνικούς κύκλους όπου σύντομα διείσδυσε είχαν σχετιστεί προπολεμικά με το φασιστικό κόμμα. Ακόμα και ο μεγάλος Ουνγκαρέτι, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη στροφή και στην ενασχόλησή του με τη λογοτεχνική έρευνα. Το ενδιαφέρον του για την ποίηση και την πρόζα ήταν μεγαλύτερο, όπως και η ανάγκη εκείνων να χτίσουν μια νέα εποχή, από την αρχή.
Οι άνθρωποι που βλέπουν να κινδυνεύουν κάποιες αξίες οικονομικές αμύνονται με τις αξίες του πολιτισμού.
Παράλληλα, η άρτια γνώση του των ελληνικών τον έστρεψε στη νεοελληνική λογοτεχνία, σχεδόν άγνωστη στην Ιταλία και στην Ευρώπη γενικότερα, που μετά τον πόλεμο αναζητούσε κι αυτή διέξοδο σε έναν καλύτερο, ειρηνικό κόσμο.
Συνδέθηκε με τους δύο κορυφαίους Έλληνες ποιητές, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη, και έγραψε για το έργο τους ‒ και όχι μόνο. Η δικτατορία στάθηκε αφορμή για να γράψει το εμβληματικό του έργο «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», ενώ σ' αυτόν οφείλουμε μια σειρά από αποκαλυπτικά κείμενα του Ανδρέα Κάλβου, το εντελώς άγνωστο θρησκευτικό δράμα «Ευγένα» του 1646 από τον Ζακυνθινό Θεόδωρο Μοντσελέζε, το έργο ανωνύμου «Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» που εκδόθηκε το 1870 στη Βραΐλα και άλλα πολλά. Μελέτες, διαλέξεις, βιβλία, κριτικά δοκίμια, η διάδοση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στην Ιταλία ξεκίνησε από τον Μάριο Βίττι. Δεν είναι τυχαίο το ότι σήμερα κρατάει την τιμητική θέση του πρόεδρου της Ένωσης των Νέων Ελληνικών Σπουδών (Associazione Nazionale di Studi Neogreci).
Με αφορμή την έκθεση στην Ύδρα μάς παραχώρησε μια σύντομη τηλεφωνική συνέντευξη από το σπίτι του στη Ρώμη.
— Η Ύδρα παραμένει από τα λίγα μέρη στην Ελλάδα όπου διατηρείται η παράδοση. Δεν πρέπει να απέχει πολύ από την πρώτη φορά που την επισκεφτήκατε.
Από πολεοδομική άποψη, εδώ και δεκαετίες έχουν δεσμεύσει την Ύδρα, επομένως, ακόμα και για να αλλάξεις μια εξωτερική πόρτα, πρέπει να βγάλεις άδεια. Αυτό έχει προστατέψει το νησί. Ακόμα και τα σπίτια που φτιάχτηκαν μεταγενέστερα έχουν χτιστεί με τους αρχιτεκτονικούς κανόνες της παλιάς Ύδρας. Γι' αυτό διατηρεί αυτή την όψη. Είναι μεγάλο προνόμιο αυτό.
— Οπότε, κάθε φορά που την επισκέπτεστε, είναι λίγο σαν να επιστρέφετε στη νιότη σας.
Δεν επιστρέφει ποτέ κανείς στη νιότη του. Ίσως να μην είναι και ευχάριστο.
— Εννοώ ότι είναι ένας αναλλοίωτος τόπος που κρύβει ευχάριστες μνήμες.
Αυτές τις μνήμες τις ευχάριστες τις έχουμε μένοντας και μακριά από την Ύδρα.
— Παρατηρώντας τις εξαιρετικές φωτογραφίες σας που απαρτίζουν την έκθεση, όλοι αυτοί οι σημαντικοί φίλοι σας, που αποτελούν τη σύγχρονη μυθολογία μας, σκεφτόμουν μήπως είναι συγχρόνως και τα βαρίδια μας.
Οι επιλογές που κάνει ένας άνθρωπος βασίζονται σ' εκείνα που έχει μάθει και σ' εκείνα που έχει δουλέψει μέσα του και ψυχολογικά τον τραβούν. Επομένως, δεν είναι κάτι παράξενο αυτό.
— Κοιτάξτε, δεν εννοώ σε προσωπικό επίπεδο, ρωτάω αν η ελληνική κοινωνία, η οποία παραμένει πάντα δέσμια του αρχαιοελληνικού κλέους, πρέπει να αποδεσμευτεί και από τους μεγάλους «μύθους» της, τα λαμπερά πρόσωπα του 20ού αιώνα, για να μπορέσει να προχωρήσει.
Ακόμα και αν αποδεσμευτεί από τους μεγάλους μύθους, όπως λέτε, θα δημιουργήσει άλλους, γιατί δεν μπορεί να μην έχει μύθους. Είναι οι πεποιθήσεις που διαδίδονται μέσα από τον πολιτισμό και κάθε εποχή, βέβαια, έχει τους δικούς της μύθους.
Όταν εγώ εμφανίζομαι στη λογοτεχνία, τα αμέσως επόμενα χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αναγνώσματά μου ήταν οι παλιότεροι συγγραφείς. Στα γαλλικά διάβαζα Αντρέ Ζιντ, που ήταν πολύ παλιότερος, ενώ ταυτόχρονα διάβαζα Μοντέν, που ήταν κάτι πολύ παλιό μεν, αλλά ανανεωνόταν και ο κόσμος έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον γι' αυτόν. Το ίδιο συνέβη και με την ελληνική λογοτεχνία. Καταρχάς, οι άνθρωποι και τα βιβλία που κυκλοφορούσαν όταν πρωτοεμφανίστηκα ήταν της γενιάς του '30, αν όχι παλιότερα.
Εκείνο που κάνει εντύπωση ‒που κάνει και σ' εμένα ακόμα εντύπωση‒ ήταν ότι εκείνα τα χρόνια που πρωτογνώρισα την Ελλάδα μπόρεσα να σχετιστώ με ανθρώπους σαν τον Κλέωνα Παράσχο, που ήταν της γενιάς του '20, δηλαδή της γενιάς του Καρυωτάκη. Αλλά και ο Σεφέρης στην πραγματικότητα ήταν ίδια γενιά με τον Καρυωτάκη, δεν ήταν διαφορετικοί. Αυτό είναι ένα προνόμιο, αν και σήμερα τους βλέπουμε μέσα από άλλη προοπτική. Αλλά σκεφτείτε ότι ακόμα και ο Καζαντζάκης, που ήταν μια γενιά ακόμα παλαιότερη, του 1908 και του 1910, ύστερα ανανεώθηκε και δημιουργήθηκε ο μύθος του Καζαντζάκη. Πάντοτε υπάρχουν αυτές οι περιπτώσεις.
— Πάντως, την Ελλάδα, πέρα από την καταγωγή σας και από το ότι μεγαλώσατε στις ελληνικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, την αγαπήσατε μέσα από τη λογοτεχνία των νέων της εποχής σας, με τη δυναμική του τότε.
Καταρχάς, πρέπει να σκεφτούμε ότι τότε εγώ ήμουν ένας αφελής αναγνώστης. Διάβαζα εκείνα που νόμιζα ότι ήταν επίκαιρα και τα λοιπά. Αλλά επίκαιροι εκείνο τον καιρό, μεταξύ 1945 και 1950, ήταν ακόμα οι της γενιά τους '30, οι οποίοι δεν ήταν και σε πολύ μεγάλη ηλικία. Η γενιά του '30 εμφανίστηκε με ανθρώπους που ήταν εικοσάρηδες και εικοσιπεντάρηδες. Επομένως, το 1950 ήταν 50 χρονών. Ένας άνθρωπος 50 χρονών σήμερα θεωρείται ακόμα νέος. Υπήρχαν οι λογοτεχνικοί καβγάδες, οι διαξιφισμοί, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος έβριζε τον Σεφέρη, γινόντουσαν τέτοια πράγματα που σήμερα ούτε καν τα ξέρουμε και ούτε μας ενδιαφέρουν πολύ.
— Γιατί θεωρούνται πια πολύ παλιές ιστορίες.
Μοιάζουν άνοστα ανέκδοτα αυτήν τη στιγμή. Η φιλολογική ζωή ήταν έτσι, όπως και αργότερα με τους νεότερους, και σήμερα υποθέτω πως υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι που έχουν αυτούς τους διαξιφισμούς. Για μένα είναι πάρα πολύ δύσκολο να παρακολουθήσω τέτοιες λεπτομέρειες.
— Έχετε αναφερθεί παλιότερα στον έντονο πατριωτισμό μας, ένα σχεδόν φανατικό συναίσθημα των Ελλήνων, αλλά πρέπει να σας πω ότι σήμερα ο πατριωτισμός συχνά ταυτίζεται με τον εθνικισμό. Ως εκ τούτου, θεωρείται άλλοτε ύποπτος και άλλοτε παρακάμπτεται ως κάτι ιδιαίτερα παλιομοδίτικο.
Μπορεί να είναι παλιομοδίτικο, αλλά είναι κάτι που μαρτυρεί μια άμυνα, μια ανασφάλεια ‒ιστορική ανασφάλεια εννοώ‒ με τους παραδοσιακούς εχθρούς που είχε πάντα η Ελλάδα. Είναι κάτι φυσιολογικό.
— Παρατηρούνται ανάλογα αισθήματα στην Ιταλία ή είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων μόνο;
Στην Ελλάδα ο εχθρός ήταν πάντοτε ο ίδιος και παραμένει μέχρι σήμερα. Σε όλη την Ευρώπη νιώθουν ότι είναι κάτι που περιορίζει την ελευθερία των Ελλήνων. Βλέπουμε την επίσημη τουρκική πολιτική που απειλεί όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τα συμφέροντα όλης της Ευρώπης. Αυτό προκαλεί οπωσδήποτε μια άμυνα δικαιολογημένη στους Έλληνες, αλλά και η Ευρώπη θέλει να αμυνθεί, όπως πράγματι αμύνεται αυτήν τη στιγμή. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι είναι πολύ πιο διαδεδομένο, δεν είναι μόνο φανατισμός, είναι πραγματικότητα η αντίληψη των κινδύνων και τα μέτρα που πρέπει να πάρει κανείς εναντίον τους.
— Η Ελλάδα πέρασε μια μεγάλη κρίση, όπως γνωρίζετε.
Δεν είναι μόνο ελληνική η κρίση αυτή.
— Ναι, αλλά θέλω να σας πω ότι τα χρόνια της μεγάλης κρίσης είχαμε μια εντυπωσιακή πολιτισμική έκρηξη σε όλους τους χώρους, στο θέατρο, στον κινηματογράφο και, φυσικά, στο βιβλίο.
Είναι μια αυτοάμυνα υγιέστατη. Οι άνθρωποι που βλέπουν να κινδυνεύουν κάποιες αξίες οικονομικές αμύνονται με τις αξίες του πολιτισμού.
— Θεωρείτε ότι η μεγάλη λογοτεχνία περνάει στη λαϊκή βάση ή είναι κάτι που απασχολεί μόνο μια καλλιεργημένη ελίτ;
Ο πολιτισμός έχει πολλές διαβαθμίσεις. Υπάρχουν οι χαμηλότερες, που κι αυτές πρέπει να τις σέβεται κανείς, και οι ανώτερες. Αυτά είναι πολύ ρευστά, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν μπορούμε να απαιτούμε από έναν άνθρωπο που δεν έχει οικειότητα με τη λογοτεχνία να μπορεί να ξεκαθαρίσει μέσα του τι είναι περισσότερο και τι λιγότερο απαιτητικό.
— Βέβαια, η μεγάλη ελληνική ποίηση τραγουδήθηκε από όλους.
Το ίδιο συνέβη σε όλη την Ευρώπη, και στην Ιταλία. Καταρχάς, στην Ελλάδα είχατε την καλή τύχη να υπάρχουν μουσικοί με αξία, καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με το τραγούδι και με «χαμηλότερα» προϊόντα. Ήταν μεγάλη τύχη. Ένα άλλο πράγμα, πολύ σημαντικό, είναι ότι η Ελλάδα, που είναι ένας μικρός λαός σε σχέση με τους άλλους, μεγαλύτερους λαούς της Ευρώπης, έχει αίσθηση πραγμάτων που είναι πολύ πιο παγκόσμια. Κι έχει απαιτήσεις.
— Λέτε να είναι λόγω της μακραίωνης ιστορίας μας και των αρχαίων καταβολών μας;
Όλη η Ευρώπη έχει αρχαία ιστορία, κατάγεται από την αρχαιότητα, όχι μόνο οι Έλληνες. Αλλά κι αυτό το θέμα, να θέλουν οι Έλληνες η σημερινή τους ταυτότητα να είναι ίδια με την αρχαία, είναι μια υπερηφάνεια δικαιολογημένη. Δεν είναι παράξενο, είναι πάρα πολύ φυσιολογικό. Εξάλλου, μόνοι τους κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους δύο αιώνες πριν.
— Πώς βλέπετε την εποχή μας; Υπάρχει φόβος, είτε λόγω της τεχνολογίας είτε λόγω των μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αδιεξόδων, να βιώσουμε μια νέα πνευματική φτώχεια;
Αυτό είναι κάτι που θα το δείξει ο χρόνος, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θεωρητικά, η τεχνολογική πρόοδος στηρίζει τη δημιουργικότητα, δεν την εξαφανίζει.
— Εννοούσα την πνευματικότητα ως στοχασμό.
Διαδίδονται πράγματα που για τους καλλιεργημένους έχουν λιγότερη αξία.
— Οπότε αυτό το γεγονός δεν αποτελεί εμπόδιο;
Κανένα εμπόδιο. Απεναντίας, η τεχνολογία βοηθάει, δεν υπάρχει αμφιβολία.
— Και η σαρωτική κυριαρχία της ευτέλειας;
Αυτή η ευτέλεια μπορεί να καταπολεμηθεί με την καλλιέργεια. Ας ξεκινήσουμε από την παιδεία. Αν υπάρχει μια εκπαίδευση σωστή, θα υπάρχει δυνατότητα σωστής αξιολόγησης των προϊόντων του πολιτισμού.
— Η χαοτική κατάσταση που επικρατεί θα επαναφέρει την ταξική ανισότητα στην παιδεία;
Πολλοί άνθρωποι λένε ότι αυτή η χαώδης κατάσταση είναι ιδεώδης για να δημιουργηθούν καινούργια έργα, καινούργια προγράμματα, καινούργιοι στόχοι. Αυτή, βέβαια, είναι μια άποψη αισιόδοξη, παρηγορητική.
— Έχετε φτάσει σε μεγάλη ηλικία, ζήσατε μεγάλα ιστορικά γεγονότα, ήσασταν μάρτυρας σημαντικών στιγμών στον πολιτισμό. Τι συμβουλεύετε τα εγγόνια σας;
Προσπαθώ να τα καταλάβω, έχω πολύ καλές σχέσεις με τα εγγόνια μου. Καταρχάς, δεν τους λέω ότι η δική μου εποχή ήταν πιο καλή από τη δική τους. Οπωσδήποτε δεν ήταν πιο καλή, αλλά ήταν πιο εύκολη από τη δική τους. Οι σημερινοί εικοσάρηδες έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες από εκείνες που έζησα εγώ.
— Και τι τους λέτε;
Τίποτα. Δεν θέλω να τους συμβουλεύω. Απεναντίας, μαθαίνω πράγματα από αυτούς, προπαντός σε ό,τι αφορά την τεχνολογία.