...Τα καλοκαίρια του 1992 και του 1993 που έμεινα μαζί τους στην Ύδρα, στο ψηλό γκρίζο σπίτι τους με τη φωτεινή κίτρινη πόρτα και τη θέα στο λιμάνι και στο πέλαγος, κατάλαβα πόσο αναπόφευκτα συνυφασμένες ήταν η ζωή και η λογοτεχνία γι' αυτές τις δύο γυναίκες.
Θυμάμαι τη Λυμπεράκη εκείνο το πρώτο καλοκαίρι να μου εξηγεί καθώς βαδίζαμε προς το αγαπημένο τους σημείο για μπάνιο, ότι παρότι εκείνη είχε μόνο μία αδελφή, οι τρεις αδελφές στα «Ψάθινα καπέλα» ήταν σε μεγάλο βαθμό βασισμένες στην προσωπική της εμπειρία. Η Μαρία ήταν ευτυχής ως σύζυγος και μητέρα, η Ινφάντα ως καλλιτέχνις, και μόνο η Κατερίνα ήθελε και τα δύο. Η ίδια ήταν σαν την Κατερίνα, μου είχε πει. Η αδελφή της η Αγλαΐα, που ήταν γλύπτρια, ήταν πιο πολύ σαν την Ινφάντα (Αργότερα εκείνο το βράδυ θα συναντούσα την Αγλαΐα στα εγκαίνια της έκθεσης του διάσημου ζωγράφου και οικογενειακού τους φίλου, Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Ανάμεσα στα εκθέματα ήταν και τα έργα που είχε φιλοτεχνήσει ως εξώφυλλα για βιβλία της Λυμπεράκη και του Πάτρικ Λι Φέρμορ).
Το επόμενο καλοκαίρι μου προσέφερε νέα στοιχεία για την περίπλοκη σχέση μητέρας και κόρης, για τις ζωές τους, για το έργο τους, αλλά και για τον εαυτό μου. Σ' ένα δροσερό δωμάτιο, δουλεύαμε με τη Λυμπεράκη πάνω σε κάποια δύσκολα στην απόδοση αποσπάσματα του βιβλίου ενώ η Καραπάνου ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ διαβάζοντας αμερικανική αστυνομική λογοτεχνία και τρώγοντας τα αμυγδαλωτά που είχα φέρει από την Αίγινα. Η Λυμπεράκη κι εγώ πηγαίναμε μπρος-πίσω αναζητώντας εναλλακτικές εκδοχές και η Καραπάνου κάθε τόσο μας πέταγε καυστικές ατάκες με όση αμερικανική εκφορά ακριβώς χρειαζόταν. Η μετάφραση του βιβλίου δεν θα ήταν η ίδια χωρίς εκείνη. Οι ζωές και τα γραπτά αυτών των δύο γυναικών είχαν να κάνουν με μια διαρκή διαδικασία μετάφρασης ανάμεσα σε γλώσσες και κουλτούρες, αλλά και ανάμεσα στις ίδιες, πέρα από τη συνεργασία τους στις μεταφράσεις των βιβλίων τους.
Επέλεξα τα «Τρία καλοκαίρια» αντί για τα «Ψάθινα καπέλα» επειδή ο πρωτότυπος τίτλος στην Αμερική επιτρέπει εντελώς διαφορετικούς ταξικούς συνειρμούς, παραπέμποντας πολύ περισσότερο σε αγροτική παρά σε μεγαλοαστική ζωή και πιθανόν θα έστελνε λάθος σήμα για ένα βιβλίο που έχει να κάνει με πλουσιοκόριτσα σε μεγάλα σπίτια που ετοιμάζονται να πάνε στο επόμενο καλοκαιρινό πάρτι...
Η Λυμπεράκη αστειευόταν ότι μας πήρε μόλις δύο καλοκαίρια για να μεταφράσουμε τα τρία καλοκαίρια του βιβλίου, φαντάζομαι συνεπώς ότι θα εκτιμούσε το γεγονός ότι τώρα μου πήρε κι ένα τρίτο για να επιμεληθώ αυτά που είχα γράψει τότε...
Το πρώτο πρόβλημα ήταν ο τίτλος. Επέλεξα τα «Τρία καλοκαίρια» αντί για τα «Ψάθινα καπέλα» επειδή ο πρωτότυπος τίτλος στην Αμερική επιτρέπει εντελώς διαφορετικούς ταξικούς συνειρμούς, παραπέμποντας πολύ περισσότερο σε αγροτική παρά σε μεγαλοαστική ζωή και πιθανόν θα έστελνε λάθος σήμα για ένα βιβλίο που έχει να κάνει με πλουσιοκόριτσα σε μεγάλα σπίτια που ετοιμάζονται να πάνε στο επόμενο καλοκαιρινό πάρτι...
Εν τέλει, η νουβέλα της Λυμπεράκη, αλλά και η εμπειρία της συνεργασίας μας στη μετάφραση του βιβλίου, με βοήθησε να κατανοήσω το βάθος της σύνδεσης ανάμεσα στο γράψιμο και στη μητρότητα και πόσο συνέβαλε η διαδικασία της μετάφρασης σ' αυτή την κατανόηση. Τόσο η μετάφραση όσο και η μητρότητα αποτελούν υβριδικές πρακτικές άνισης ισχύος. Και τα δύο αποτελούν πρότζεκτ τα οποία προϋποθέτουν καθαρή σκέψη σε σχέση με το πώς δύο ανθρώπινα έργα είναι και συγχρόνως δεν είναι ίδια. Απαιτούν να αναλάβουμε την ευθύνη των αποφάσεών μας, αλλά επίσης και να αναγνωρίσουμε τις δομικές ανισορροπίες που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό μας. Είναι ακριβώς αυτή η αναγνώριση των διαφορών που βοηθάει ένα παιδί να μεγαλώσει και μια μετάφραση να σταθεί στα πόδια της.
Εύχομαι να απέδωσα στη μετάφρασή μου αυτή την αίσθηση μιας πρωτόγνωρης ανεξαρτησίας που προκύπτει από την ασφάλεια και την άνεση του σπιτιού. Υπάρχει κάτι τόσο αναζωογονητικό σ' αυτό το βιβλίο, κάτι που έχει να κάνει με το ξόδεμα του χρόνου, με το να μην κάνεις τίποτα πραγματικά παρά μόνο να ζεις τους ρυθμούς μιας καλοκαιρινής μέρας.
Σε μια σκηνή του βιβλίου η Κατερίνα περιγράφει πώς είναι να ξαπλώνεις στον αχυρώνα και να υποκρίνεσαι ότι είναι η ώρα του υποχρεωτικού μεσημεριανού ύπνου. Μας παρασύρει σ' ένα είδος ξεκούρασης που τόσο συχνά ξεχνάμε να του δώσουμε χρόνο, ενώ είναι τόσο απαραίτητο αν θέλουμε να έχουμε τη δύναμη να παίρνουμε ρίσκα και να κάνουμε την όποια διαφορά στον κόσμο μας.
_____________
Με στοιχεία από το κομμάτι "Three Sisters, Three Summers in the Greek Countryside" που δημοσιεύτηκε στο Paris Review και περιλαμβάνει αποσπάσματα από την εισαγωγή της Karen Van Dyck στη νέα αγγλόφωνη έκδοση των «Ψάθινων Καπέλων» που η ίδια μετέφρασε και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις New York Review of Books Classics με τίτλο "Three Summers".