Όταν το 2015 η φωτογράφος Άνα Μίλερ άδειασε το στούντιο του πατέρα της, Νικολάς Μίλερ, στη Μαδρίτη, δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατό του, βρήκε φακέλους με περίπου 3.000 αρνητικά σε ένα κουτί παπουτσιών σε μια ντουλάπα.
Οι φωτογραφίες αυτές συμπλήρωναν το έργο του πατέρα της, του γεννημένου στην Ουγγαρία φωτογράφου που πήρε όπως και πολλοί νέοι της γενιάς του τον δρόμο της εξορίας. Συμπλήρωσαν στην ουσία το αρχείο Μίλερ που ανήκει στην Κοινότητα της Μαδρίτης, το Ινστιτούτο Cervantes και το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας και περιλαμβάνει περισσότερες από 80.000 εικόνες που αγοράστηκαν από την κόρη του και χωρίζονται σε κατηγορίες γεωγραφικά, προερχόμενες από τα μέρη που έζησε ο Μίλερ, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ουγγαρία, στο Μαρόκο και στην Πορτογαλία, από τα μέσα της δεκαετίας του '30 έως τα μέσα της δεκαετίας του '60.
Ο Μίλερ φωτογράφιζε πάντα με Rolleiflex και μετά με Hasselblad και οι φωτογραφίες που τύπωνε ήταν τετράγωνες 30 επί 30 εκατοστά. Οι δημοσιεύσεις των φωτογραφιών στην εποχή του τις κατέστρεφαν, με τα έντυπα να κόβουν οριζόντια ή κάθετα, μέχρι που ο ίδιος αποφάσισε να τυπώνει μόνος του τα αντίγραφα για να μη δυσαρεστείται.
Αν και στη διάρκεια της ζωής του άλλαξε πολλούς τόπους διαμονής, τα θέματά του ήταν τα ίδια: εργάτες και εργαζόμενοι, ηλικιωμένοι και παιδιά. Ο Μίλερ έριχνε επάνω τους ένα στοργικό βλέμμα, τους έδινε αξιοπρέπεια, ακόμα και αν ήταν άσχημα ή φτωχικά ντυμένοι. Ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ πως όταν ήταν έξι ετών μερικά παιδιά τον χτύπησαν και τον πρόσβαλαν αποκαλώντας τον «Εβραίο που βρομάει».
Αν και στη διάρκεια της ζωής του άλλαξε πολλούς τόπους διαμονής τα θέματά του ήταν τα ίδια, εργάτες και εργαζόμενοι, ηλικιωμένοι και παιδιά. Ο Μίλερ έριχνε επάνω τους ένα στοργικό βλέμμα, τους έδινε αξιοπρέπεια ακόμα και αν ήταν άσχημα ή φτωχικά ντυμένοι.
Όπως πολλοί από τους συμπατριώτες του –Eva Besnyö, Brassaï, Robert Capa, André Kertész και Kati Horna– πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην εξορία: γεννημένος το 1913 σε μια αστική εβραϊκή οικογένεια, έφυγε από την Ουγγαρία το 1938. Η εμπειρία της εξορίας τον καθόρισε και οι καταστάσεις και οι άνθρωποι που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του έπαιξαν σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του.
Ο Μίλερ απέκτησε την πρώτη του κάμερα σε ηλικία 13 ετών και ξύπνησε την αγάπη του για τη φωτογραφία. Σπούδασε Νομική και Πολιτική Επιστήμη επειδή ο πατέρας του το ήθελε, αλλά στα 20 του χρόνια ξεκίνησε μια σειρά έργων στη χώρα του που δείχνουν το ενδιαφέρον του για την κοινωνική φωτογραφία: τη σκληρή ζωή των αγροτών, των εργαζομένων, των παιδιών που μεταφέρουν καυσόξυλα. «Όλη η εκπαίδευσή μου, οι ιδέες μου, η σκέψη μου, σφυρηλατήθηκαν εκεί» έλεγε.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών του στο πανεπιστήμιο, θα εξερευνούσε τις ουγγρικές πεδιάδες, με τα πόδια, με τρένο ή με ποδήλατο, φωτογραφίζοντας άντρες και γυναίκες, στους εσωτερικούς χώρους των σπιτιών, σε σκηνές αγροτικής ζωής. Το πρώιμο έργο του κυριαρχείται από αυτήν την αγροτική πτυχή της Ουγγαρίας, μιας χώρας που είχε χάσει ένα σημαντικό μέρος της επικράτειάς της βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1920).
Όταν η ναζιστική Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία το 1938 (το Anschluss), η Ουγγαρία ευθυγραμμίστηκε με το φασιστικό καθεστώς και ο Μίλερ αποφάσισε να συνεχίσει τη φωτογραφική του καριέρα αλλού. Πήγε στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με άλλους Ούγγρους φωτογράφους όπως ο Brassaï, ο Robert Capa και ο André Kertész. Βρήκε δουλειά σε περιοδικά όπως τα Match, France Magazine and Regards, το οποίο δημοσίευσε τις φωτογραφίες του από την Ουγγαρία και τη Μασσαλία.
Όταν ο Μίλερ ένιωσε τη ναζιστική αναπνοή να φτάνει κοντά στη Γαλλία, έφυγε για την Πορτογαλία του δικτάτορα Σαλαζάρ. Στη Λισαβόνα, φυλακίστηκε για τις ιδέες του και την εγκατέλειψε για να φτάσει στην Ταγγέρη, στο Μαρόκο, το 1939, έναν προορισμό για χιλιάδες Εβραίους που έφυγαν από την Κεντρική Ευρώπη.
«Η Ταγγέρη, τον Δεκέμβριο του 1939, ήταν μια διεθνής πόλη, σχεδόν ένας παράδεισος στη μέση ενός τρελού παγκοσμίου πολέμου» έγραψε. Η ακούραστη απεικόνιση της Ταγγέρης του έδειξε επίσης να μαθαίνει να αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση, το έντονο φως.
Αργότερα ομολογούσε ότι εκεί είχε περάσει τα πιο χαρούμενα χρόνια της ζωής του. Οι στιγμές της προσευχής, οι τοπικές γιορτές, τα παιδιά στα σχολεία και οι πόλεις του ισπανικού προτεκτοράτου τον είχαν συνεπάρει. Όταν μετά από επτά χρόνια έφτασε στην Αστουρία, στην Ισπανία, ερωτεύτηκε την πόλη και ο χρόνια άπατρις φωτογράφος πήρε την ισπανική υπηκοότητα.
Φωτογράφιζε τη φύση και τους ανθρώπους και άρχισε να εκθέτει τακτικά, ενώ στο στούντιο του στη Μαδρίτη δημιούργησε χιλιάδες πορτρέτα, από ανώνυμους ανθρώπους έως σημαντικές προσωπικότητες. Το 1980 αποσύρθηκε στο Andrín (Αστούριας), όπου «εκπλήρωσε το όνειρο να έχει ένα σπίτι εκεί».
Ο Μίλερ φωτογράφισε τον κόσμο και καθώς τα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια άλλαζαν, συνέλαβε μια στιγμή της ιστορίας και της έδωσε την ποιότητα και το βάθος που δίνει το συναίσθημα για να μεταδώσει την περιπέτεια της ζωής. «Έμαθα ότι η φωτογραφία μπορεί να είναι ένα όπλο, ένα αυθεντικό έγγραφο της πραγματικότητας», έλεγε.