Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του γιατί δεν άντεχε άλλο τους κλειστούς ορίζοντες. Πέντε μήνες περπατούσε ώσπου να φτάσει στον Έβρο. Η Ελλάδα τού ταίριαξε, κατάφερε, παρά τις αντιξοότητες, να πάρει άσυλο, να προσαρμοστεί στη νέα του πραγματικότητα και να κοινωνικοποιηθεί. Άρχισε να ξαναχτίζει τη ζωή του, να ξεδιπλώνει και να εξελίσσει το φωτογραφικό του ταλέντο, μάλιστα έχει κάνει ήδη κάποιες αξιόλογες συνεργασίες στον χώρο της μόδας, με τον οποίο είχε επαγγελματική «τριβή» ήδη απ' όταν βρισκόταν στην Τεχεράνη.
Πιστεύει ότι η τέχνη είναι η τροφή και το «λούσο» της ψυχής, του αρέσει να αφηγείται ιστορίες μέσα από τις λήψεις του, του αρέσει επίσης να εξερευνά και να «περιεργάζεται» φωτογραφικά το ανθρώπινο σώμα. Είναι πάντα ανοιχτός σε ιδέες και προτάσεις, φιλοδοξεί να διακριθεί στον τομέα του, παραμένει αισιόδοξος κόντρα στους χαλεπούς καιρούς, χαίρεται που βρήκε εδώ καινούργιους φίλους και στηρίγματα και ευελπιστεί να μπορέσει να δημιουργήσει κάποια στιγμή το δικό του ζεστό σπιτικό.
Αφού διέσχισα όλη την Τουρκία, βρέθηκα στην Ελλάδα την Πρωτοχρονιά του 2018. Όλη σχεδόν τη διαδρομή αυτή την έκανα πεζός. Πέντε μήνες μού πήρε, υπήρξαν φορές που τα χρειάστηκα, αλλά πίσω δεν θα έκανα.
— Είναι η πρώτη φορά που «εκτίθεσαι» Ομίντ;
Στο παρελθόν έχω συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας στην Τεχεράνη, αλλά, ναι, αυτή είναι η πρώτη μου ατομική. Παρουσιάζω κάποιες παλιότερες δουλειές μου, όπως και νεότερες που έκανα στα Ιωάννινα και στην Αθήνα.
— Φωτογραφίζεις κυρίως μόδα. Πότε άρχισες να ασχολείσαι με αυτό το αντικείμενο και γενικότερα με τη φωτογραφία; Κάποιες συνεργασίες που έχεις κάνει, κάποιοι/-ες φωτογράφοι που θα ξεχώριζες;
Ξεκίνησα να «παίζω» με την κάμερα πριν από μια δεκαετία. Σπούδασα κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, όμως η φωτογραφία με τραβούσε περισσότερο. Έπιασα να κάνω κυρίως πορτρέτα, ώσπου εν τέλει αφοσιώθηκα στη φωτογραφία μόδας. Παρακολούθησα μάλιστα επί τούτου μια σειρά μεταπτυχιακά μαθήματα φωτισμού και εφέ κι αυτό με βοήθησε πολύ να διαμορφώσω το ύφος και την τεχνική μου. Εργάστηκα ως φωτογράφος ένα διάστημα τόσο στη μόδα όσο και στο θέατρο, δεν είχα όμως τη δημιουργική ελευθερία που έψαχνα και που γινόταν μέσα μου όλο και πιο επιτακτική, όσο προχωρούσα. Στην Ελλάδα, στις δύο τελευταίες μου δουλειές συνεργάστηκα με δύο εξαιρετικές designers, τη Μαρία Μπαρτζώκα και την Ελένη Καββαδά. Από Έλληνες φωτογράφους εκτιμώ ιδιαίτερα τη Μάρα Δεσύπρη, τον Θανάση Κρίκη και τον Χάρη Κυπριανού.
— Η προσωπική σου φιλοσοφία για την τέχνη της φωτογραφίας; Τι σημαίνει για σένα το κυνήγι του ιδανικού κλικ, τι επιδιώκεις να αναδείξεις περισσότερο φωτογραφίζοντας ένα σώμα;
Για να ζήσει ένας άνθρωπος χρειάζεται νερό και φαγητό, όπως κάθε έμβιο ον, η τέχνη όμως είναι που θρέφει και λαμπρύνει την ψυχή του, αυτή είναι που τον εξανθρωπίζει. Όταν κάνω εμπορικές λήψεις, επικεντρώνομαι στο να αναδείξω το θέμα που φωτογραφίζω με τον πιο ξεκάθαρο και παραστατικό τρόπο. Μου αρέσει να αντιπαραθέτω εικόνες και φόντα για να δημιουργήσω ένα εφέ που να καθιστά θελκτικό το άτομο ή το αντικείμενο που φωτογραφίζω και γραμμικά στοιχεία για την απόδοση ενός ολοκληρωμένου κάδρου. Στις πιο προσωπικές μου δουλειές, τώρα, προσπαθώ με τις λήψεις μου να αφηγηθώ μια ιστορία. Αυτές οι ιστορίες περικλείουν τις ανησυχίες, τα συναισθήματα αλλά και τα εγκεφαλικά ερεθίσματα που νιώθω εκείνη τη στιγμή. Όταν φωτογραφίζω ένα σώμα, επιδιώκω να τονίσω ότι οι άνθρωποι δεν είναι μόνο δημιουργήματα αλλά και δημιουργοί κι αυτό είναι μεγάλο χάρισμα. Επιχειρώ επίσης να αποδώσω τη χάρη, τη δυναμική και την ευελιξία αυτού του σώματος και το πώς μπορεί να συνδυαστεί σε μια εικόνα με ένα οποιοδήποτε υλικό στοιχείο με τρόπο που να υπερβαίνει την ίδια του την υπόσταση.
— Τι σε ανάγκασε να εγκαταλείψεις τη χώρα σου; Πώς είναι η κατάσταση σήμερα εκεί;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη δυτική Τεχεράνη, που είναι μια πραγματικά όμορφη περιοχή. Αγαπώ πολύ τον τόπο μου, αλλά όταν ζεις υπό δικτατορικό καθεστώς και το περιβάλλον σου γίνεται ολοένα πιο περιοριστικό, όταν οι ανησυχίες και οι αναζητήσεις σου δεν βρίσκουν διεξόδους, όταν ως νέος άνθρωπος αλλά και ως καλλιτέχνης δεν έχεις καμία ευκαιρία να αυτοπραγματωθείς, να πορευτείς και να εκφραστείς όπως θέλεις, καταλαβαίνεις ότι είναι καιρός να τα μαζεύεις. Γι’ αυτό έφυγα.
Η ζωή στο Ιράν σήμερα, όπως μάλλον θα γνωρίζετε από τις ειδήσεις, είναι αρκετά στενόχωρη και η πανδημία πολλαπλασίασε τα προβλήματα – στην Τεχεράνη και άλλες μεγάλες πόλεις ειδικά έχουμε σοβαρό θέμα και η υγειονομική κρίση επιτείνει την οικονομική που προϋπήρχε. Οι νεότεροι ειδικά είναι ελάχιστα αισιόδοξοι για το μέλλον τους, κάτι πολύ λυπηρό, που επηρεάζει όλη την κοινωνία. Η Ελλάδα έχει, βέβαια, περισσότερες ελευθερίες, όμως η οικονομική δυσπραγία και η πανδημία έχουν κάνει κι εδώ μεγάλη ζημιά, με αποτέλεσμα να διακρίνω ανάλογα συναισθήματα και στη δική σας νεολαία.
— Δεν έχεις άδικο. Αγαπάς πάντως, παρά ταύτα, τον τόπο σου. Τι νοσταλγείς περισσότερο από κει;
Καταρχάς τους γονείς και τις τρεις αδελφές μου, πρόσωπα με τα οποία διατηρώ μια πολύ δυνατή σχέση και μιλάμε σχεδόν καθημερινά. Μου λείπουν επίσης οι παρέες μου, το ατελιέ που διατηρούσα στην Τεχεράνη, μου λείπει ακόμα το χειμωνιάτικο σκηνικό της, που είναι πανέμορφο.
— Πότε και πώς έφτασες στην Ελλάδα; Πόσο εύκολο ήταν να πάρεις άσυλο και να προσαρμοστείς στη νέα σου πραγματικότητα;
Αφού πρώτα διέσχισα όλη την Τουρκία, βρέθηκα στην Ελλάδα την Πρωτοχρονιά του 2018. Όλη σχεδόν τη διαδρομή αυτή την έκανα πεζός. Πέντε μήνες μού πήρε, υπήρξαν φορές που τα χρειάστηκα, αλλά πίσω δεν θα έκανα. Από τον Έβρο πέρασα με βάρκα. Όχι, δεν έμεινα σε κάποια δομή, προτίμησα εξαρχής να είμαι αυτόνομος και τα κατάφερα, χάρη και σε κάποιες επαφές που ήδη είχα εδώ. Αρχικά, ξέρεις, σκόπευα να συνεχίσω προς κάποια δυτικοευρωπαϊκή χώρα, όμως μου άρεσε η Ελλάδα και οι άνθρωποί της, βρήκα επίσης πολλά κοινά στοιχεία στις κουλτούρες και τον τρόπο ζωής μας. Θαύμαζα πάντοτε τον λαμπρό πολιτισμό και την ιστορία αυτού του τόπου.
Μου πήρε πάνω από τρία χρόνια να αποκτήσω άσυλο. Στο διάστημα αυτό προσπάθησα να μάθω τη γλώσσα, να κάνω νέους φίλους, να ξαναφτιάξω τη ζωή μου και να ενσωματωθώ. Δεν ήταν πάντα όλα εύκολα, ανακάλυψα όμως ότι είμαι, ευτυχώς, αρκετά ευπροσάρμοστος! Το πιο βασανιστικό ήταν η μακρά αναμονή και η αγωνία για το αν θα μπορέσω τελικά να προμηθευτώ ένα «χαρτί» που θα μου επέτρεπε να ζήσω και να εργαστώ νόμιμα. Έχασα και επαγγελματικές ευκαιρίες στο μεταξύ, νιώθω εντούτοις τυχερός γιατί ξέρω πόσο έχουν δυσκολέψει πια τα πράγματα στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.
— Πώς είναι η «ελληνική εμπειρία» σου μέχρι τώρα, τι σου αρέσει περισσότερο εδώ και τι όχι και τόσο;
Είχα όλων των ειδών τις εμπειρίες, και καλές και άσχημες, νομίζω όμως ότι οι πρώτες υπερτερούν. Οι άνθρωποι εδώ είναι, γενικά μιλώντας, πολύ άνετοι, ειδικά οι πιο νέοι. Έκανα πολλούς καινούργιους φίλους, βρέθηκαν επίσης άνθρωποι που με στήριξαν. Μου αρέσει που είστε ανοιχτοί, επικοινωνιακοί, ομιλητικοί, ότι δεν τσιγκουνεύεστε έναν καλό λόγο, ένα χέρι βοήθειας, ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. Καθώς είμαι κι εγώ ιδιαίτερα κοινωνικός και επικοινωνιακός τύπος, προσαρμόστηκα εύκολα στη νέα μου πραγματικότητα.
— Τα μελλοντικά σου πλάνα;
Θα ήθελα να εξελίξω περισσότερο τη δουλειά μου, να ανακαλύψω νέες ιδέες, να δοκιμάσω καινούργιες προκλήσεις. Το σινεμά και το design είναι επίσης στα ενδιαφέροντά μου, όμως θέλω πρώτα να ωριμάσω περισσότερο και να καταξιωθώ ως φωτογράφος. Θα επιθυμούσα επίσης κάποια στιγμή να βρω μια ήρεμη και σταθερή ζωή, να δημιουργήσω μια δική μου οικογένεια.
Omid Soleymani
Μarika, Παλλάδος 4, Ψυρρή
26-28 Νοεμβρίου
Ώρες: 19:00-00:00