Η Ελληνοεβραία φωτογράφος Renée Revah ζει στην Αθήνα αλλά κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη, η πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα της οποίας εξοντώθηκε από τους ναζί στην Κατοχή. Μοναδικός επιζών της δικής της οικογένειας ήταν ο παππούς της, που όμως δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, ενώ κι εκείνος πέθανε με τον καημό ότι κανένας συγγενής του δεν γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σε ώριμη πλέον ηλικία και με «συνοδό» ένα ύφασμα που βρήκε σε ένα μπαούλο όπου φυλάσσονταν οικογενειακά κειμήλια, η Renée ξεκίνησε ένα φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, ακολουθώντας την επώδυνη διαδρομή της οικογένειας, και κατέληξε να παρακολουθεί το ύφασμα αυτό «να βυθίζεται στη λίμνη, σε μια τελετή εξαγνιστικής εμβάπτισης, που οδηγεί στη συγχώρεση και επουλώνει το τραύμα». Για να φτάσει, λέει, ένας άνθρωπος στη λύτρωση, χρειάζεται πρώτα «να αποδεχτεί τον πόνο του παρελθόντος και να αναπτύξει το συγχωρητικό κομμάτι. Μεγαλώνοντας τον προσωπικό ψυχικό χώρο, βοηθάμε να μεγαλώσει και ο συλλογικός… Τα βιώματα στο Άουσβιτς είναι ακατανόητα και τόσο φρικτά ώστε κάθε επαρκής περιγραφή και εξιστόρηση να καθίσταται εξ ορισμού αδύνατη. Είναι το τελικό στάδιο της διαλεκτικής, του πολιτισμού και της βαρβαρότητας. Η τέχνη, όμως, πρέπει να επιμείνει και να αντισταθεί στις δυνάμεις στις οποίες έχει υποκύψει, αναζητώντας μια ρωγμή, ένα πέρασμα», μου λέει στη σύντομη επικοινωνία μας τις παραμονές της Διεθνούς Ημέρας Μνήμης για τo Ολοκαύτωμα (27/1).
Την ενότητα φωτογραφικών εικόνων που προέκυψε από αυτό το οδοιπορικό την ονόμασε «Tehom», μια βιβλική λέξη που σημαίνει στα εβραϊκά το αρχέγονο βάθος, «τη σκοτεινή άβυσσο που κρύβει τις αποτρόπαιες πράξεις της ιστορίας του Ολοκαυτώματος».
Τα βιώματα στο Άουσβιτς είναι ακατανόητα και τόσο φρικτά, ώστε κάθε επαρκής περιγραφή και εξιστόρηση να καθίσταται εξ ορισμού αδύνατη. Είναι το τελικό στάδιο της διαλεκτικής του πολιτισμού και της βαρβαρότητας.
— Πώς νιώσατε ως παιδί μαθαίνοντας ότι όλα σχεδόν τα μέλη της οικογένειάς σας χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης;
Ο παππούς μου, Αλβέρτος Ρεβάχ, ήταν ο μοναδικός επιζών του Ολοκαυτώματος. Όλη η υπόλοιπη οικογένεια, η μητέρα του, τα αδέρφια και τα ανίψια του επιβιβάστηκαν στα τρένα του θανάτου της Θεσσαλονίκης και δεν επέστρεψαν ποτέ. Τον παππού μου δεν τον γνώρισα. Η μορφή του σχηματίστηκε στο μυαλό μου σε νεαρή ηλικία, από φανταστικές εικόνες που προέκυπταν από αφηγήσεις και οικογενειακές φωτογραφίες.
Ήμουν ένα κορίτσι που στεκόταν ασάλευτο απέναντι στο πορτρέτο του, στο γραφείο του πατέρα μου, ψάχνοντας μια λογική εξήγηση στις εικόνες που ξεχείλιζαν στο μυαλό μου. Μπερδεμένες εικόνες από σκελετωμένα σώματα με κενά βλέμματα, βαγόνια με ανθρώπους στοιβαγμένους, φούρνους, καπνούς και στάχτες στροβιλίζονταν στη φαντασία μου και μου προκαλούσαν πόνο και απελπισία. Όσο κι αν άπλωνα ένα φανταστικό χέρι να τον αγγίξω, μας χώριζε αμείλικτα ο χρόνος.
«Είσαι η εικόνα που σχημάτισε η καρδιά μου. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι στην καρέκλα στο μπαλκόνι της οδού Καρνεάδου, κοιτάζοντας τον Ευαγγελισμό. Αμέτρητες φορές φαντάζομαι την καρέκλα, μέχρι που στο τέλος πιστεύω πως είναι μια ξύλινη, που άλλοτε γίνεται καφενείου και άλλοτε από βαρύ μασίφ ξύλο. Πόσο θέλω να μπορώ να σου κρατώ το χέρι όταν έρχεται ο κατακλυσμός. Σε βλέπω να κρύβεσαι γεμάτος φόβο, να ελπίζεις, να τρομάζεις και να πέφτεις από έναν γκρεμό στα βάθη της αβύσσου και να χάνεσαι. Εκεί ταξιδεύω και σε συναντώ».
— Πώς προέκυψε η ιδέα αυτής της έκδοσης;
Μια από τις φορές που επανελάβα την προσπάθεια να συνδεθώ ψυχικά με τον παππού μου, η καρδιά μου άνοιξε διάπλατα κι άρχισε να ρέει ένα ποτάμι αγάπης. Το χάος μετατράπηκε σε λόγο και υπόσχεση να επισκεφθώ τους τόπους του μαρτυρίου, που ο ίδιος δεν άντεξε να αντικρίσει, και να απελευθερώσω το βαρύ ψυχικό υλικό που κληρονόμησα αναζητώντας τη θεραπεία και τη λύτρωση. Ύστερα από πολλά χρόνια, έχοντας αποκτήσει τη δική μου οικογένεια, αυτή η ψυχική υπόσχεση μετατράπηκε σε πυκνή ενέργεια, που έψαχνε τον τρόπο να εκδηλωθεί στην πραγματικότητα. Η σύνδεση έγινε όταν η μητέρα μου, Ιουλία, μου φανέρωσε μια βαλίτσα με λιγοστά αντικείμενα της οικογένειας που χάθηκε: ρουχαλάκια από τα ανίψια, μαξιλαροθήκες, σεντόνια και ένα τραπεζομάντιλο, ένα λευκό, διάφανο, πλεκτό ύφασμα που συνέδεσε την ιστορία της οικογένειας με την επιτακτική επιθυμία μου να αναμετρηθώ με τον φόβο, την ελπίδα και την αγωνία του αφανισμού τους.
Την ίδια εποχή ανακάλυψα τη μαρτυρία της Εύας Μόουζες Κορ, που είναι η πιο γνωστή από εκείνες των διδύμων του Εργαστηρίου Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε. Η Κορ αφιέρωσε τη ζωή της στη διάσωση της μνήμης των «Διδύμων του Άουσβιτς», ενώ εξωτερίκευσε την ανάγκη της να συγχωρέσει τους βασανιστές της, ώστε να διαφύγει από την κατάσταση του θύματος και να ζήσει ελεύθερη από τον πόνο του παρελθόντος. Με «συνοδό» αυτό το ύφασμα ξεκίνησα ένα φωτογραφικό οδοιπορικό, ακολουθώντας την επώδυνη διαδρομή της οικογένειας, και κατέληξα να το παρακολουθώ να βυθίζεται στη λίμνη, σε μια τελετή εξαγνιστικής εμβάπτισης, που οδηγεί στη συγχώρεση και επουλώνει το τραύμα, ολοκληρώνοντας μια ενότητα φωτογραφικών εικόνων που ονόμασα «Tehom», μια βιβλική λέξη που σημαίνει στα εβραϊκά το αρχέγονο βάθος, τη σκοτεινή άβυσσο που κρύβει τις αποτρόπαιες πράξεις της ιστορίας του Ολοκαυτώματος.
— Διαβάζω ότι ο Αλβέρτος Ρεβάχ όταν κατέφυγε στην Αθήνα προσπάθησε να φέρει κοντά του και την υπόλοιπη οικογένεια, αλλά αυτό δυστυχώς δεν ευοδώθηκε.
Με την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1941 ο παππούς μου κλείνει το μαγαζί που είχε στην Πλατεία Εμπορίου κι έρχεται στην Αθήνα, που πλέον και αυτή είναι υπό γερμανική κατοχή. Με τη βοήθεια του Νίκου και του Ευάγγελου Παπαδόπουλου, κρύβεται σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Καρνεάδου 50 και Μαρασλή στο Κολωνάκι. Από εκεί στέλνει συνεχώς μηνύματα στην οικογένειά του να φύγουν. Τους καλεί κοντά του, διαβεβαιώνοντάς τους πως είχε τρόπο να τους κρύψει. Η μητέρα του όμως έλεγε: «Πού να τρέχουμε... Πού να αφήσουμε το σπίτι μας… Καλά είμαστε εδώ… Δεν μας πειράζουν οι Γερμανοί, μόνο μας περιορίζουν…». Και έτσι, έμειναν... όπως έμειναν και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, που όταν επιβιβάστηκαν στα τρένα πίστευαν ότι πήγαιναν για αναγκαστική εργασία στην Ανατολική Ευρώπη, όπου οι θάνατοι λόγω πόλεμου είχαν αφήσει τα εργοστάσια κενά. Υπόψη ότι οι μελλοθάνατοι πλήρωναν και εισιτήριο για να επιβιβαστούν στα τρένα του θανάτου − 33 ράιχμαρκ ανά άτομο.
— Πόσο επώδυνο –ή μήπως λυτρωτικό, εν τέλει;− ήταν για σας το να ξεκινήσετε ένα ταξίδι στον χρόνο, αναζητώντας να δώσετε εικόνα σε αυτό που παραμένει κρυμμένο στην ιστορία της οικογένειάς σας, στο βάθος της αβύσσου, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο επιμελητής της έκθεσης Κωστής Αντωνιάδης; Πόσο διαφορετικός άνθρωπος αισθανθήκατε στο τέλος αυτού του ταξιδιού;
Ήδη από νεαρή ηλικία γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία για θεραπεία αυτού του τραύματος και αφιέρωσα τη ζωή μου σε αυτήν την αποστολή συνειδητά. Γνωρίζω ότι το φως συνυπάρχει με το σκοτάδι και έχω εκπαιδευτεί να βυθίζομαι στον πόνο με ευλάβεια και αποδοχή και ν’ ανακαλύπτω τα δώρα του. Για να φτάσει ο άνθρωπος στη λύτρωση, χρειάζεται πρώτα να αποδεχτεί τον πόνο του παρελθόντος και να αναπτύξει το συγχωρητικό κομμάτι. Μεγαλώνοντας τον προσωπικό ψυχικό χώρο, βοηθάμε να μεγαλώσει και ο συλλογικός.
— Τι σας εντυπώθηκε περισσότερο από την επίσκεψή σας στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου; Υπάρχουν άραγε πράγματα που κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί αν δεν το επισκεφθεί από κοντά, όσα βιβλία και μελέτες κι αν διαβάσει, όσες ταινίες και ντοκιμαντέρ κι αν δει;
Είναι εντυπωσιακή η έκταση των στρατοπέδων και ο τρόπος που η φύση κατακλύζει τον τόπο. Στο Μπίρκεναου μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα ελάφια να διασχίζουν με ταχύτητα τα συρματοπλέγματα, λαγούς να χάνονται στο έδαφος και τις μελωδίες των πουλιών που έρχονται σε αντίθεση με τον συναισθηματικό πόνο. Στους τοίχους ανακαλύπτει κρυμμένα σχέδια και φράσεις και δίπλα στο γκρεμισμένο κρεματόριο βλέπει φράουλες να φυτρώνουν. Ο ποταμός, όπου κάποτε πετούσαν τις στάχτες των θυμάτων, συνεχίζει να κυλά και η αιωνόβια αχλαδιά εξακολουθεί να ανθίζει και να καρπίζει, ενώ στον θάλαμο αερίων επικρατεί μια εκκωφαντική σιωπή.
— Ο Έλι Βίζελ έλεγε ότι το Άουσβιτς δεν μπορεί να αναπαρασταθεί κι ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη των ναζί. Συμφωνείτε;
Ο Έλι Βίζελ αναφέρεται στον βαθύ και μοναδικό χαρακτήρα του Ολοκαυτώματος. Το Άουσβιτς, ως σύμβολο των στρατοπέδων εξόντωσης, αντιπροσωπεύει την ακραία μορφή των ανθρώπινων δεινών και της συστηματικής κτηνωδίας. Τα βιώματα στο Άουσβιτς είναι ακατανόητα και τόσο φρικτά, ώστε κάθε επαρκής περιγραφή και εξιστόρηση να καθίσταται εξ ορισμού αδύνατη. Είναι το τελικό στάδιο της διαλεκτικής του πολιτισμού και της βαρβαρότητας. Η τέχνη όμως πρέπει να επιμείνει και να αντισταθεί στις δυνάμεις στις οποίες έχει υποκύψει, αναζητώντας μια ρωγμή, ένα πέρασμα. Χρειάζεται να μιλήσει με τις ψυχές, να βρει το ίχνος της εξόντωσής τους στις κυανές κηλίδες του Cyclon B, κι έπειτα να κλείσει τα μάτια για να αφουγκραστεί έναν τελευταίο ήχο ζωής στη φύση που μέχρι σήμερα παραμένει μάρτυρας όσων συνέβησαν εκεί.
— Τι το ιδιαίτερο είχε εκείνο το διάφανο πλεκτό ύφασμα που βρήκατε στο μπαούλο-οικογενειακό κειμήλιο και το χρησιμοποιήσατε με διάφορους τρόπους στη δουλειά σας;
Οι αισθήσεις μου ήταν που έκαναν την επιλογή, και μια ανεξήγητη έλξη. Έπαιξε ρόλο επίσης το μέγεθός του, που μου έδωσε τη δυνατότητα να το κρατήσω ψηλά, για να κυματίσει στον άνεμο, να το τυλίξω στο σώμα μου, να με σκεπάσει, να το κρεμάσω στο βαγόνι, σχηματίζοντας μια στέγη που ως χουπά (παραδοσιακό εβραϊκό σύμβολο του σπιτιού και της θείας σκέπης) εκπροσωπεί το πνεύμα της οικογένειας που προσκαλεί τα φαντάσματα να φανερωθούν, να το απλώσω στις ράγες του τρένου στο Μπίρκεναου, να το κρεμάσω στις σημύδες και να το βουλιάξω στο νερό της λίμνης, να το παρακολουθήσω να ζωντανεύει με χορευτικές κινήσεις και ύστερα να βυθίζεται στο σκοτάδι, να πλέκεται, να συμπλέει, και άλλοτε να παρασύρει στην άβυσσο ένα πλάσμα γυμνό, πάλλευκο, διάφανο… Η αραιή πλέξη του άφηνε το φως να το διαπεράσει και σχημάτιζε σκιές λουλουδιών, σαν αυτές που σχημάτιζαν τα κάγκελα του κελιού της απομόνωσης στο Άουσβιτς. Η πλέξη μού υπενθύμιζε την ανθρώπινη παρουσία, τον χρόνο και την αφοσίωση. Τα όνειρα που χάθηκαν.
— Ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα λέγατε ή που θα θέλατε να ακούσετε από τον παππού σας τον Αλβέρτο αν τον συναντούσατε σήμερα;
Σ’ αγαπώ.
Περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση Tehom από τη Renée Revah στο Μουσείο Μπενάκη εδώ.