Ανάμεσα στα κανάλια και τα στενά της Γαληνοτάτης, στην καρδιά της Βενετίας, έχουν συμβεί τα εξής που αφορούν την τέχνη της φωτογραφίας: το μουσείο φωτογραφίας La Casa dei Tre Oci αγοράστηκε από τον μεγιστάνα Nicolas Berggruen και στη συνέχεια έκλεισε για το κοινό. Τόσο απλά.
Η Βενετία φυσικά δεν θα μπορούσε να μείνει χωρίς αίθουσα τέχνης ή παλάτσο ή μουσείο αφιερωμένο στη φωτογραφία, οπότε δύο ιταλικά πολιτιστικά ιδρύματα, το Marsilio Arte και το Fondazione Giorgio Cini, ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία ενός ερευνητικού κέντρου και εκθεσιακού χώρου για τη φωτογραφία, ο οποίος ελπίζουν ότι θα είναι διεθνής και θα μακροημερεύσει σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση του La Casa dei Tre Oci.
Στο παρόν λοιπόν, το Le Stanze della Fotografia άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό την περασμένη εβδομάδα στη Sale del Convitto, στο νησί San Giorgio Maggiore, μια ανάσα με το βαπορέτο από το κέντρο της πόλης.
Το Le Stanze εγκαινιάστηκε με μια έκθεση αφιερωμένη στον Ιταλό φωτογράφο Ugo Mulas, που μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του αποτύπωσαν το ταχέως εκσυγχρονιζόμενο Μιλάνο της δεκαετίας του 1950, τις διαδοχικές Μπιενάλε της Βενετίας, και τη φιλία του με τον καλλιτέχνη Alexander Calder. Όταν γνώρισε τον θρυλικό έμπορο τέχνης Leo Castelli, που τον κάλεσε στη Νέα Υόρκη, τεκμηρίωσε με το έργο του τη σκηνή της pop art και τη Νέα Υόρκη, τη Νέα Σκηνή Τέχνης, που έγινε το πιο γνωστό του έργο, όπως και τα πορτρέτα των καλλιτεχνών Robert Rauschenberg, Jasper Johns, Barnett Newman και Roy Lichtenstein.
Ο Mulas ανέλυσε την τέχνη της εποχής του και έφτιαξε πορτρέτα καλλιτεχνών με τους οποίους συνδέθηκε ενώ δημιουργούσαν το έργο τους. Πίστευε ότι όλες οι στιγμές είναι φευγαλέες, όλες είναι άξιες και αυτή που μοιάζει λιγότερο σημαντική μπορεί να είναι στην πραγματικότητα η πιο εξαιρετική.
«Το καθήκον του φωτογράφου είναι να αναγνωρίσει τη δική του πραγματικότητα. Αυτό της κάμερας είναι να το καταγράψει στο σύνολό της», έλεγε ο Mulas.
Ο γεννημένος το 1928 Ugo Mulas υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα της ιταλικής φωτογραφίας του 20ού αιώνα. Αυτός ο σπουδαίος παρατηρητής και ανατόμος της καινοτομίας, που εμφανίστηκε στον κόσμο της τέχνης στην Ιταλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960, ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική το 1948 στο Μιλάνο, αλλά έφυγε για να παρακολουθήσει μαθήματα τέχνης στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μπρέρα.
Συνδέθηκε με τους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους που σύχναζαν στο Bar Jamaica και γρήγορα άρχισε να φωτογραφίζει την πόλη. Το 1954 του ζητήθηκε να καλύψει την Μπιενάλε της Βενετίας, αυτή ήταν η πρώτη του επαγγελματική αποστολή. Συνέχισε να φωτογραφίζει κάθε Μπιενάλε της Βενετίας μέχρι το 1972 και τεκμηρίωσε τη δουλειά του σε ένα βιβλίο τέχνης.
Εργάστηκε για πολλά ιταλικά περιοδικά και έκανε διαφημιστικές καμπάνιες με πελάτες όπως η Pirelli και ο Olivetti. Το 1959 στη Φλωρεντία «ανακάλυψε» τη Βερούσκα, που αργότερα έγινε ένα από τα πιο διάσημα μοντέλα της εποχής της. Ενώ κάλυπτε το Φεστιβάλ Spoleto το 1962, έγινε φίλος με τον γλύπτη Alexander Calder, ο οποίος αργότερα έγινε κύριο θέμα της φωτογραφίας και των γραπτών του.
Ο Mulas ανέλυσε την τέχνη της εποχής του και έφτιαξε πορτρέτα καλλιτεχνών με τους οποίους συνδέθηκε ενώ δημιουργούσαν το έργο τους. Πίστευε ότι όλες οι στιγμές είναι φευγαλέες, όλες είναι άξιες και αυτή που μοιάζει λιγότερο σημαντική μπορεί να είναι στην πραγματικότητα η πιο εξαιρετική.
Το τεράστιο έργο του Mulas παρουσιάζεται στην έκθεση της Βενετίας σε δύο αίθουσες που χωρίζονται σε μη χρονολογικά κεφάλαια της ζωής του. Η έκθεση ξεκινά με το «Le Verifiche» («Οι επαληθεύσεις»), τους πειραματισμούς του στη φωτογραφία κοντά στο τέλος της καριέρας του τη δεκαετία του 1970.
Στο «L'operazione fotografica», μια αυτοπροσωπογραφία του 1971 ως φόρο τιμής στον Αμερικανό φωτογράφο Lee Friedlander, που έδωσε στην έκθεση τον τίτλο της, η σκιά του ίδιου του Mulas εμφανίζεται στο πλάνο, γεμίζοντας το κάδρο, ωστόσο είναι η ευκρινής λεπτομέρεια της αντανάκλασής του σε έναν μικρό ορθογώνιο καθρέφτη που τραβάει το βλέμμα. Υπάρχει και στο τελευταίο, θρυλικό πλέον, βιβλίο του, μια ουσιαστική μαρτυρία του έργου και των προβληματισμών του, με τίτλο «La Fotografia» (Einaudi, 1973), που εκδόθηκε τη χρονιά του θανάτου του σε ηλικία 43 ετών.
Μεγάλο μέρος της έκθεσης καταλαμβάνουν τα πορτρέτα του, ολόκληρες σειρές με καλλιτέχνες όπως ο Marcel Duchamp, ο Alexander Calder και ο Lucio Fontana την ώρα που σκίζει τους πίνακές του.
«Κανένα πορτρέτο δεν είναι περισσότερο αληθινό από εκείνο στο οποίο το άτομο οργανώνεται, έχοντας πλήρη επίγνωση της φωτογραφικής μηχανής, και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ποζάρει». Το επιβεβαιώνει αυτό βάζοντας τον Marcel Duchamp στη Νέα Υόρκη να ποζάρει με τους αγκώνες σε ένα τραπέζι, καπνίζοντας και κοιτάζοντας τον φακό, ενώ μπροστά του υπάρχει η εμβληματική φωτογραφία του ίδιου ακριβώς στην ίδια πόζα, να παίζει σκάκι με τη γυμνή Eve Babitz.
Η άνεση με την οποία διερεύνησε την τεχνική πλευρά της πόζας είναι αυτή που έχει κάνει πολλές φωτογραφίες του συναρπαστικές. Για πολλά χρόνια υπήρξε συνεργάτης της «Vogue», και δήλωνε ότι η δουλειά του στη μόδα και τη διαφήμιση ήταν «πιο ειλικρινής». Είναι επίσης ο λόγος που μπόρεσε να βάλει τον Luchino Visconti ή τον καλλιτέχνη της arte povera Alighiero Boetti να ποζάρουν με ρούχα σχεδιαστών στις γυαλιστερές σελίδες των περιοδικών μόδας.
Η έκθεση αποδεικνύει το εύρος των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων. Ως φωτογράφος της σκηνής της pop art της πόλης, ήταν ταυτόχρονα outsider και insider αυτών των καλλιτεχνικών κύκλων, και οι φωτογραφίες του προδίδουν μια χαλαρή οικειότητα με τα θέματά του.
Μια από τις εμβληματικές εικόνες του δείχνει την αστυνομία να εισβάλλει σε ένα πάρτι στο Factory του Andy Warhol. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από μια γωνία κάτω από τα μάτια των ανθρώπων της φωτογραφίας, σαν να κάθεται ο φωτογράφος ξεχωριστά και να παρακολουθεί τη δράση – αλλά η παρουσία του στο πάρτι, καταγράφοντάς το, δείχνει πως ήταν και ο ίδιος μέρος της σκηνής.
Ο Mulas υπήρξε «μάρτυρας σε κάτι πραγματικά σημαντικό την ώρα που εκτυλίσσεται», όπως έλεγε ο ίδιος για τον καλλιτεχνικό κόσμο και τους κύκλους στους οποίους μπήκε και κατέγραψε στη Νέα Υόρκη.
Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να παρατηρήσει ο θεατής στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, είναι αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «η ανθρώπινη ποσότητα» πίσω από το έργο τέχνης, την αποκάλυψη δηλαδή της παρασκηνιακής διαδικασίας των καλλιτεχνών που γνώριζε, θαύμαζε και παρατηρούσε – αυτή είναι η δική του σημαντική συμβολή στα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Η έκθεση «Ugo Mulas, L'operazione fotografica» θα διαρκέσει έως τις 6 Αυγούστου 2023.