Το Βερολίνο της Βαϊμάρης, για το οποίο γράφει ο Γιόζεφ Ροτ δεν είναι το εξωραϊσμένο Βερολίνο της ελευθερίας, της νυχτερινής ζωής και των πνευματικών ενατενίσεων. Είναι η πόλη όπου καταφεύγουν οι απανταχού αποσυνάγωγοι, ένα αναγκαστικό ερημητήριο ταραγμένων ψυχών και κατατρεγμένων. «Η πόλη είχε κάτι το άγαρμπο, το αδέξιο, το χαοτικό» γράφει, ακολουθώντας τις ρεαλιστικές καταγραφές του Ροτ, ο Michael Hofmann στην κατατοπιστική εισαγωγή των Βερολινέζικων Χρονικών, 1920-1933 (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα), χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα οποία αναδημοσιεύει παρακάτω το Lifo.gr. με την άδεια του Έλληνα εκδότη.
«Ήταν μια πρωτεύουσα στην άχαρη φάση της εφηβείας, σαν μια πόλη που δεν έχει ακόμα μεγαλώσει αρκετά, ώστε να μπορεί να κρατήσει τον ρόλο της. Ίσως χειρότερα ακόμα – ένα είδος γκόλεμ: κάτι που πλάστηκε επίτηδες, για να υπάρχει, σαν τη Βαϊμάρη, μια φούσκα, και μάλιστα μια φούσκα υπερβολικά μεγάλη» είναι τα ακριβή λόγια του Hofmann σε σύμπνοια με τις συνταρακτικές περιγραφές του Ροτ. Ενδεχομένως, ο Hofmann να έχει δίκιο όταν εξαίρει το συγγραφικό προνόμιο που είχε ο εβραϊκής καταγωγής Αυστριακός συγγραφέας στην επιφυλλιδογραφία, κάτι που στα Βερολινέζικα Χρονικά αναδεικνύεται με τον ιδανικότερο τρόπο. Τα αποσπάσματα από το συγκεκριμένο κεφάλαιο περιγράφουν τα άσυλα της νύχτας και τα συσσίτια για τους χιλιάδες Εβραίους μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι συρρέουν στην πόλη, την περίοδο της οικονομικής κατάπτωσης της Γερμανίας. Πρόκειται για εξαιρετικό, παραστατικότατο κείμενο, με εντυπωσιακές αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα.
―Τίνα Μανδηλαρά
ΤΟ ΑΣΥΛΟ
Κόκκινα τούβλα. Η απελπιστική ομοιομορφία αυστηρότητας και σταθερότητας, που σ' αυτήν τη χώρα αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα κυβερνητικών κτιρίων, νοσοκομείων, φυλακών, σχολείων, ταχυδρομείων και εκκλησιών. Μάταια πασχίζει ένας κήπος μ' όλη τη φθινοπωρινή πολύχρωμη δόξα των δέντρων του να χαρίσει μια πινελιά καλαισθησίας στο κρατικό πρόσωπο του ιδρύματος. Το Άσυλο επιμένει: κόκκινα τούβλα, κυβερνητικό κτίριο, μοιάζει σαν να 'ναι με το ζόρι βαλμένο μέσα στη φύση. Η Φρέμπελστρασε, άλλωστε, βρίσκεται σε μια περιοχή του Βερολίνου όπου κυριαρχεί η ατμόσφαιρα των κόκκινων τούβλων. Δεξιά, ένας φράχτης γύρω από μια ανοιχτή ή μισάνοιχτη πλατεία. Λίγο πιο κάτω ένα κάρο μόνο του, μάλλον κάποιων πλανόδιων. Η λεωφόρος Πρέντσλαουερ χρωστάει το γοητευτικό της όνομα στα λίγα αναιμικά δεντράκια που έχουν τις ρίζες τους στο συνοικιακό πλακόστρωτο της φτώχειας και όχι στη Φύση – που είναι δηλαδή δημαρχιακές αποφάσεις και όχι δέντρα. Μπροστά είναι το νοσοκομείο, το Άσυλο των Αστέγων παραπίσω. Στην είσοδο η αστυνομία καλωσορίζει φιλικά όλους αυτούς που προσπαθούν να της ξεφύγουν. Οι διάδρομοι είναι γυμνοί, ασβεστωμένοι, υπηρεσιακοί. Ο προϊστάμενος επόπτης είναι ένας ψηλός, ξανθός, καλοσυνάτος άνθρωπος που καταλαβαίνει πολλά επειδή έχει δει πολλά. Γενικά, οι υπάλληλοι εδώ φοράνε ανθρωπιά κάτω από τη στολή τους. Όποιος ελέγχει καθημερινά την αθλιότητα, μαθαίνει να συγχωρεί την αμαρτία. Όλοι κρατικοί υπάλληλοι θα έπρεπε να υπηρετούν έναν μήνα στο Άσυλο των Αστέγων. Για να εκπαιδεύονται στην αγάπη.
ΚΟΙΤΩΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Το μήκος των κοιτώνων είναι υπερβολικά μεγάλο σε σύγκριση με το πλάτος τους. Θα μπορούσε κανείς να κάνει τον περίπατό του στους στενόμακρους χώρους, αν τα κρεβάτια δεν ήταν παρατεταγμένα, στρατιωτικά στοιχημένα σε δύο αράδες, μπροστά από τους τοίχους, αντικριστά. Ο διάδρομος, στη μέση, έχει και άλλα κρεβάτια. Σιδερένια κρεβάτια, με μεταλλικούς σομιέδες, κρεβάτια για τιμωρημένους. Κάθε άστεγος παίρνει μια κουβέρτα από ύφασμα και χαρτί, λεπτή, αλλά καθαρή και απολυμασμένη. Πάνω σ' αυτές τις κουβέρτες ζαρώνουν, ξαπλώνουν, κοιμούνται οι άστεγοι. Μορφές γκροτέσκες, μοιάζουν βγαλμένες απ' τις σελίδες που η παγκόσμια λογοτεχνία έχει αφιερώσει στην περιπέτεια και στη δυστυχία. Μοιάζουν σαν ψεύτικοι σχεδόν. Γέροι ντυμένοι με κουρέλια, με γκρίζα γένια, αλήτες που κουβαλούν στις σκυφτές τους πλάτες ένα μπογαλάκι παρελθόν. Οι αρβύλες τους έχουν πάνω τους τη σκόνη από δεκαετίες οδοιπορίας και περιπλάνησης. Άντρες στα μισά της ζωής, με στολές λειψές, μισές και αυτές, με πρόσωπα σημαδεμένα από την πείνα και τη σκληρότητα. Νέοι, με παντελόνια που τους πέφτουν μεγάλα, τα μάτια τους να λάμπουν, από τον φόβο του κυνηγημένου – κι από πείσμα. Γυναίκες με σκούρα, άχρωμα κουρέλια, ντροπαλές και ξεδιάντροπες, περίεργες και αδιάφορες, ταραγμένες και παραιτημένες. Εκατό σε κάθε κοιτώνα. Οι γυναίκες, οι άντρες, οι ανήλικοι χώρια. Παίρνει κάπου δύο ώρες να συμπληρωθεί ο αριθμός. Από τις τέσσερις το απόγευμα ως τις εννιά το βράδυ είναι οι ώρες υποδοχής. Μια γαβάθα αχνιστή σούπα για τον καθένα. Όποιος έχει τα χάλια του, παίρνει και δεύτερο πιάτο. Κάθε πρωί είναι εκεί ο γιατρός, πολλοί στέκονται στην ουρά για να τους κοιτάξει. Οι περισσότεροι έχουν προβλήματα με τα πόδια τους. Είναι άνθρωποι που μια ζωή αναγκάζονται να τη βγάλουν περπατώντας και στα όρθια. Οι μισοί περίπου πάσχουν από αφροδίσια νοσήματα. Όλοι σχεδόν έχουν ψείρες. Δύσκολα τους πείθει κανείς να καθαριστούν. Η απολύμανση καταστρέφει τα ρούχα τους. Προτιμούν να ζουν με τις ψείρες, παρά με ακόμα πιο κουρελιασμένα ρούχα.
ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
Οι οικογένειες μένουν σε χωριστά, ξύλινα παραπήγματα, μέσα στους κοιτώνες. Κάποιοι τα 'χουν βολεμένα, συγυρισμένα καλά. Σε κάθε γωνιά του κοιτώνα υπάρχει γκαζιέρα. Εδώ οι γυναίκες μαγειρεύουν. Μπουγάδα κρεμασμένη σε σκοινιά, ρούχα που στεγνώνουν μέσα στον αχνό των ζεστών φαγητών, της χώνεψης, των πολλών ανθρώπων σε κλειστό χώρο. Σε κάθε παράπηγμα μια λάμπα. Εδώ μένουν πρόσφυγες. Από την Πρωσία, τη Ρηνανία, το Χόλσταϊν. Γνωρίζονται. Κάνουν επισκέψεις μεταξύ τους. Κάποιοι έχουν λίγα έπιπλα φερμένα μαζί τους, κάποιοι έχουν καταφέρει να βρουν εδώ. Φαντάζομαι πως οι γυναίκες πιάνουν πότε-πότε κι εδώ τον καβγά. Για ένα παιδί, για ένα κατσαρόλι – συμβαίνει να τσακώνονται οι φτωχοί για τέτοια μικροπράγματα. Τα παιδιά είναι ξανθά, λίγο άπλυτα. Δεν έχουν ωραία παιχνίδια και ο κόσμος τους είναι μια αυλή, δέκα χαλίκια, ένα δέντρο και τα γύρω-γύρω. Α, τα γύρω-γύρω είναι το καλύτερο!
Ο ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ
Κάθισα κοντά του, μαζί του, στο παράπηγμά του. Ο αντισυνταγματάρχης κύριος Μπεσίν είναι αξιωματικός του τσαρικού στρατού, λιποτάκτης. Βρίσκεται στο Βερολίνο από τον Απρίλιο. Είναι γέρος και περήφανος κι αλύγιστος. Περπατάει λίγο λοξά με το πλάι, στραβά: αφού ο κόσμος ολόκληρος έχει στραβώσει. Επανάσταση! Ο τσάρος, ο πατερούλης, πάει! Πού είναι ο τσάρος; Πού είναι οι αξιωματικοί του; Πού είναι οι επιτελάρχες; Πού είναι η Ρωσία; Η Μεγάλη Ρωσία; Έχει πολεμήσει στον Κινεζικό, στον Ιαπωνικό, στον Μεγάλο Πόλεμο. Ήταν αντισυνταγματάρχης στο Γενικό Επιτελείο. Στο τέλος, στη Ρίγα. Μιλάει πολύ καλά γερμανικά, χαίρεται που μαζί μου μπορεί να μιλήσει ρωσικά. Δίπλα στο κρεβάτι του έχει εφημερίδες και βιβλία. Διαβάζει ό,τι πέσει στα χέρια του. Το στρατιωτικό του πηλήκιο κρέμεται στον τοίχο. Μου το δείχνει με παιδιάστικο, συγκινητικό καμάρι, όπως ένα αγόρι θα 'δειχνε το ταμπούρλο του. Θα ήθελε να δουλέψει. Δεν θέλει να γίνεται βάρος στην πόλη. Αντισυνταγματάρχης είναι. Για πόσο ακόμα θα κάνουν κομάντο οι μπολσεβίκοι; Όχι για πολύ! Είναι τρέλα! Πού είναι ο τσάρος; Ο πατερούλης ο Τσάρος; Πού είναι η Ρωσία; Έχει οικογένεια. Τα παιδιά του – μπορεί να χουν παντρευτεί, να 'ναι ποιος ξέρει πού, να 'χουν σκοτωθεί! Τι κόσμος είναι τούτος! Στραβός κόσμος! Ο καημένος ο αντισυνταγματάρχης! Η Ιστορία έκανε μια τούμπα και ο αντισυνταγματάρχης έπεσε στο Άσυλο των Αστέγων.
Κάποτε, χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν προσωρινά στο Άσυλο των Αστέγων. Τώρα διανυκτερεύουν κατά μέσον όρο χίλιοι κάθε νύχτα. Το πρωί η αστυνομία μπαίνει και κάνει έρευνα σε δυο-τρεις κοιτώνες. Όλο και βρίσκει κάποιον τον οποίο έψαχνε.
Υπάρχουν κάποιοι που δεν τους ελέγχει πια κανείς. Τους ξέρουν. Έρχονται στο Άσυλο εδώ και δέκα χρόνια. Είναι τακτικοί πελάτες. Τακτικοί άστεγοι. Το προσωρινό έγινε μόνιμο. Έγινε η ζωή τους. Η πατρίδα και το σπίτι τους.
«Neue Berliner Zeitung», μεσημεριανό φύλλο, 23.9.1920