La statue
Il avait dormi cette nuit-là sur les genoux d'une froide
statue de marbre et d'une grandeur qui l'avait surpris. Il
erra. Dans ce visage sur lui penché il entreprit un voyage
dont il ne reviendra pas de sitôt. Parvenu derrière la
lourde paupière il connut le découragement, mais une
voix se fit entendre : « Que vous êtes léger ! » C'est à
grands coups, et douloureux, qu'il creva la paroi : loin
devant lui verdoyait un empire oublié.
(Roger Kowalski, 1934-1975, από τη συλλογή Le ban, 1964)
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
Τη νύχτα εκείνη είχε κοιμηθεί στα γόνατα ενός ψυχρού μαρμάρινου
αγάλματος, τόσο μεγάλου που ξαφνιάστηκε. Περιπλανήθηκε. Άρχισε να
ταξιδεύει μέσα στο πρόσωπο που έγερνε από πάνω του και να επιστρέψει
σύντομα δεν πρόκειται. Φτάνοντας πίσω από το βαρύ βλέφαρο, έχασε πια
το θάρρος του, μα μια φωνή ακούστηκε: «Τι ελαφρύς που είστε!». Με
δυνατά, κι επώδυνα, χτυπήματα έσπασε την επιφάνεια: πέρα μακριά
μπροστά του χλόιζε μια ξεχασμένη αυτοκρατορία.
(Μετάφραση Τιτίκα Δημητρούλια, Ανθολογία γαλλικής ποίησης, Από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας, ανθολόγηση Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδ. Καστανιώτη, 2009)
Léger –Ελαφρύς–, όπως θα λέγαμε Lumière –Φως.
Όλη η πόλη μοιάζει να κουρνιάζει αποθαρρυμένη στα πόδια ενός αγάλματος.
Καληνύχτα.
σχόλια