Με το πρώτο της βιβλίο, Grand Dishes: Recipes and stories from the grandmothers of the world, η Αναστασία Μίαρη ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του κόσμου και γνώρισε γιαγιάδες που άνοιξαν τις κουζίνες και τις καρδιές τους και μοιράστηκαν συνταγές και τη σοφία τους. Στο νέο της βιβλίο, που έχει τον τίτλο Yiayia: Time-perfected recipes from Greece’s grandmothers, ταξιδεύει σε κάθε μέρος της Ελλάδας και αποτίνει έναν φόρο τιμής στη Κερκυραία γιαγιά της αλλά και σε όλες τις γιαγιάδες που γνώρισε σε αυτή την περιπλάνηση με αφετηρία τη μαγειρική, συγκεντρώνοντας ιστορίες ζωής αλλά και συνταγές που συνθέτουν τον χάρτη του ελληνικού φαγητού.
Για κάποιον ξένο που θα διαβάσει το βιβλίο είναι μια καλή ευκαιρία να γνωρίσει την ελληνική κουζίνα μέσα από πιάτα σπιτικά, καθημερινά, νηστίσιμα αλλά και γιορτινά, που στηρίζονται στα ντόπια υλικά και την απλότητα, δηλαδή αυτά που μαγειρεύουν οι γιαγιάδες με χαρά και αδιαμαρτύρητα, είτε είναι σε πόλη είτε σε χωριό, για να χορτάσουν τις οικογένειές τους: κολοκυθάκια γεμιστά, φουρτάλια, μπουρδέτο, και ζυμαρικά, πολλά ζυμαρικά, και πιάτα με λαχανικά που συνιστούν την κουζίνα της ελληνικής επαρχίας.
«Αυτό το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από τη γιαγιά μου», λέει, «είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο για εμένα γιατί διασώζει την πολιτιστική κληρονομιά μιας ομάδας γυναικών που δυστυχώς σε είκοσι-τριάντα χρόνια δεν θα υπάρχουν. Αυτό που εννοώ είναι ότι οι γιαγιάδες όπως τις ξέρουμε εδώ στην Ελλάδα, που φοράνε μαύρα, κάθονται στα σκαλάκια και ζουν σε σπίτια με κεντητές κουρτίνες, δεν θα υπάρχουν σε είκοσι χρόνια. Γιατί οι γιαγιάδες της γενιάς της μαμάς μου οδηγούν αυτοκίνητα, πάνε στο σούπερ-μάρκετ και κάνουν τα πάντα γρήγορα, οπότε, την παραδοσιακή Ελληνίδα γιαγιά, σαν τη δική μου, δεν θα τη ζήσουν οι επόμενες γενιές. Νομίζω ότι ζούμε την τελευταία γενιά πραγματικών γιαγιάδων όπως τις ξέρουμε, που τα κάνουν όλα αργά και αυθεντικά – όσον αφορά το φαγητό».
Το φαγητό περιστρέφεται απόλυτα γύρω από την αγάπη, συγκεντρώνει τους ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι. Αν δώσεις σε κάποιον φαγητό, αφιερώνοντας χρόνο και προσπάθεια σε αυτό, δείχνεις ότι τον αγαπάς.
Η Αναστασία Μιάρη έχει βραβευτεί με το Guild of Food Writer’s Award για «την εμπνευσμένη αφήγηση και τη μεγαλειώδη δημοσιογραφική της ακεραιότητα». Είναι ανεξάρτητη αρθρογραφος για τους οδηγους «Lonely Planet», τα περιοδικά «Monocle» και «Konfekt», τις εφημερίδες «The Guardian» και «The Sunday Times», καθώς και ανταποκρίτρια στην Αθήνα του περιοδικού «Courier». Μαγείρεψε παρέα με τις Drew Barrymore και Jessica Alba ως καλεσμένη στην τηλεοπτική εκπομπή «The Drew Barrymore Show», όπου παρουσίασε το βιβλίο της.
«Αυτό το βιβλίο είναι ένας τρόπος να διατηρηθεί η κληρονομιά των γιαγιάδων, οι γεύσεις τους, η ιστορία τους και οι μυστικές συνταγές τους», λέει. «Είναι επίσης σημαντικό γιατί είναι ένα βιβλίο μαγειρικής με τοπικές συνταγές και πιστεύω πως πολλοί άνθρωποι δεν τις γνωρίζουν, ειδικά οι άνθρωποι εκτός Ελλάδας δεν αντιλαμβάνονται ότι το ελληνικό φαγητό δεν είναι μουσακάς και τζατζίκι, ότι είναι πολύ περισσότερα και κάθε περιοχή της Ελλάδας έχει τη δική της τοπική κουζίνα και τις ιδιαιτερότητές της.
Γεννήθηκα στην Αγγλία, αλλά μετακομίσαμε στην Ελλάδα όταν ήμουν έξι μηνών. Ο πατέρας μου είναι Έλληνας από την Κέρκυρα και η μητέρα μου Βρετανή, οπότε είμαι μισή-μισή. Έμενα στην Κέρκυρα, έβγαλα το δημοτικό σχολείο εκεί και μετά μετακομίσαμε στην Αγγλία για το γυμνάσιο ‒ έμεινα εκεί έως το 2018, που μετακόμισα στην Αθήνα. Τα περισσότερα καλοκαίρια μου τα πέρναγα στην Κέρκυρα, συνήθως με τη γιαγιά μου, και ζούσα στην Αγγλία τους χειμώνες.
Tο φαγητό κατείχε κεντρικό ρόλο στη ζωή μας στην Κέρκυρα. Καλλιεργούσαμε ντομάτες, μελιτζάνες και κολοκύθια και όλο αυτό ήταν μέρος της καθημερινής μας ζωής. Φτιάχναμε λάδι και κρασί και σε αυτήν τη διαδικασία συμετείχαμε κι εμείς τα παιδιά. Η γιαγιά μου και οι γονείς μου με πήγαιναν κάτω στο κτήμα όπου μαζεύαμε σταφύλια τον Σεπτέμβρη και φυτεύαμε ντομάτες την άνοιξη, τις οποίες μαζεύαμε το καλοκαίρι. Οι γονείς και οι παππούδες μου δούλευαν καθημερινά . Ήταν αγρότες, η γιαγιά μου είναι ακόμα, κατά κάποιον τρόπο. Ο παππούς μου ξυπνούσε το πρωί, περνούσε με το τρακτέρ από το παράθυρό μου και πήγαιναν με τη γιαγιά στο κτήμα ‒ έτσι καταλάβαινα ότι η μέρα ξεκινά.
Δεν ξέρω αν αυτή είναι η πρώτη μου ανάμνηση σχετικά με το φαγητό, αλλά αυτή στην οποία επιστρέφω συχνά είναι να είμαστε στο σπίτι μας στην Κέρκυρα, στην παλιά πόλη, σε ένα πολύ μικρό σπίτι, ένα πολύ παλιό διαμέρισμα της γιαγιάς και του παππού όπου μέναμε τα καλοκαίρια, ειδικά τον Αύγουστο, όταν δούλευαν οι γονείς μου σεζόν. Και μαγείρευε η γιαγιά μου, τηγάνιζε πατάτες τηγανητές με ρίγανη, φανταστικές, και γαύρο, και μύριζε όλο το σπίτι γιατί ήταν μικρό. Ήμασταν στα ’90s, πριν από τα air condition, ειδικά στο δικό μας σπίτι και στην οικογένεια μας που ποτέ δεν είχαν πολλά χρήματα. Ήταν το αγαπημένο μου πράγμα να τρώω γαύρο από τη γιαγιά μου και τηγανητές πατάτες με ρίγανη ‒ και παραμένει. Την πρώτη μέρα που επιστρέφω στην Κέρκυρα ακόμα με ρωτάει: «Θες γαύρο; Να βάλω και πατάτες;».
Το φαγητό είναι σημαντικό γιατί φέρνει τον κόσμο κοντά, και νομίζω αυτό είναι που το κάνει να ξεχωρίζει. Ξέρεις ότι είναι μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας που κάθεσαι στο τραπέζι, π.χ. στη μια, όπως ήταν πάντα στης γιαγιάς, και όπως θα είναι πάντα. Κάθεσαι, κουβεντιάζεις με την οικογένεια χαλαρά, γιατί όταν τρως μεσημεριανό δεν βιάζεσαι. Έζησα στο Λονδίνο όπου βίωσα πώς είναι να τρως βιαστικά σε ένα γραφείο, ενώ το λαπτοπ είναι ανοιχτό μπροστά σου. Οπότε το φαγητό είναι ιερό και νομίζω ότι συντηρεί την κληρονομιά μας. Αυτό είναι που κάνει το φαγητό τόσο σημαντικό για μένα. Προφανώς, λατρεύω το φαγητό και θα μπορούσα να είμαι ένας πολύ χοντρός άνθρωπος αν δεν πρόσεχα τον εαυτό μου και το τι τρώω, αλλά, πέρα από αυτό, κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό για να δημιουργείς δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους ανάμεσα στους προγόνους μας και εμάς αλλά και ανάμεσα σε εμάς και τους φίλους και την οικογένειά μας.
Ξεκίνησα να συλλέγω ιστορίες και συνταγές από γιαγιάδες από όλο τον κόσμο πριν από επτά χρόνια ‒το Matriarch Eats είναι ένα μακροχρόνιο πρότζεκτ στο Instagram ‒ και εξέδωσα το Grand Dishes μέσα στο 2022, οπότε αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο μου. Βρήκα τις γιαγιάδες γι’ αυτό το βιβλίο, προσεγγίζοντας ανθρώπους μέσα από το δίκτυό μου, μέσα από τον λογαριασμό Matriarch Eats. Και μετά επικοινώνησα και με ανθρώπους που ήξερα από Κρήτη, Καστελόριζο κ.λπ., ρωτώντας τους αν γνωρίζουν κάποιον από οικογένεια μαγείρων ή οικογένειες που έχουν ταβέρνα. Και τηλεφωνούσα στις ταβέρνες και ρωτούσα αν θα τους ενδιέφερε να μου δανείσουν τη γιαγιά τους για ένα απόγευμα ή ένα πρωινό. Άλλες φορές τις έβρισκα μέσω φίλων ή ανθρώπων που γνώριζα.
Ήταν πολύ σημαντικό για μένα το να συναντηθούμε από κοντά, γιατί δεν μπορεί κάποιος να σου δώσει μια συνταγή από το τηλέφωνο και νομίζω πως πολλές ιστορίες, ανέκδοτα και μαθήματα ζωής αλλά και η εμπιστοσύνη που χρειάζεται για να μοιραστεί κάποιος μαζί σου αυτές τις ιστορίες έρχονται μόνο αν συναντηθείτε από κοντά. Ήταν αρκετά αστείο, γιατί συχνά δεν καταλάβαιναν τον λόγο που εμφανιζόμουν με ζυγαριές ακριβείας και προσπαθούσα να ζυγίσω τα πάντα ή τις έβαζα να προσθέτουν αλάτι με το κουτάλι για να ξέρω ακριβώς ποσό αλατοπίπερο έβαλαν σε μια συνταγή ‒ γιατί οι γιαγιάδες πάντα κάνουν τα πράγματα με το μάτι.
Η γιαγιά ήταν πάντα δυνατή, έκανε πάντα κουμάντο στο σπίτι, αυτή αποφάσιζε τα πάντα στο σπίτι, εν τω μεταξύ αυτή ήταν που είχε και τα χρήματα. Ο παππούς τής τα έδινε όλα κι αυτή έπρεπε να κάνει τη διαχείριση. Η γιαγιά είναι μια πολύ ισχυρή φιγούρα, ειδικά η δική μου ‒ νομίζω γενικά οι Ελληνίδες γιαγιάδες. Μεγάλωσαν σε μια περίοδο που οι άντρες έπρεπε να φύγουν για να στηρίξουν την οικογένειά τους. Μεταπολεμικά, ιδιαίτερα στις φτωχότερες οικογένειες, οι άντρες έφευγαν με φορτηγά πλοία, πήγαιναν σε μια άλλη χώρα ‒έτσι έκανε και ο δικός μου παππούς‒ και άφηναν τις γυναίκες τους πίσω, οπότε αυτές είχαν μάθει να είναι τα αφεντικά του σπιτιού. Έτσι νομίζω ότι έγιναν πολύ δυνατές, δυναμικές και ατρόμητες γυναίκες οι Ελληνίδες γιαγιάδες.
Το βιβλίο χωρίζεται σε κεφάλαια. Σκεφτόμουν πώς τρώμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, πώς τρώγαμε πάντα στην οικογένειά μου, και νομίζω ότι ένα από τα πιο προφανή ελληνικά χαρακτηριστικά είναι το ότι μοιραζόμαστε, ο μεζές. Αυτό που είναι ιδιαίτερα σχετικό με τις γιαγιάδες, ειδικά με τη δική μου, είναι το παρηγορητικό φαγητό, όλα τα πιάτα που σε κάνουν να νιώθεις ζεστός και χορτάτος, οι φακές για παράδειγμα, ένα από τα αγαπημένα μου. Άλλο ένα χαρακτηριστικό είναι η νηστεία. Είναι πολύ σημαντικό ‒ή ήταν πολύ σημαντικό‒ το να υπογραμμίσω ότι δεν τρώγαμε τόσο συχνά κρέας στην οικογένειά μου, προσπαθούσαμε να τρώμε περισσότερο το Σαββατοκύριακο. Οι Κυριακές προφανώς θεωρούνται ειδική περίσταση για τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες.
Το να επισκέπτεσαι μια γιαγιά στο σπίτι της είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Θεωρώ ότι το να μπαίνεις σε οποιοδήποτε σπίτι και να βλέπεις τον τρόπο που ζουν, να παρατηρείς τα έπιπλα και τα κουζινικά τους και γενικότερα την εσωτερική διακόσμηση μάρτυρα πολλά για το ποιοι είναι οι άνθρωποι. Όταν μπαίνεις σε σπίτια γυναικών άνω των 80 στην Ελλάδα βρίσκεις συγκλονιστικές ταπετσαρίες, πλακάκια από τα ’70s, φανταστικά παρκέ, και μωσαϊκά ‒ λατρεύω ό,τι έχει μια αίσθηση του παλιού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είμαι μια retro mama. Μερικές φορές με αυτές τις γυναίκες είναι σαν να μπαίνεις στο πλατό μιας ταινίας. Ο Μάρκο, ο συνεργάτης μου στο πρότζεκτ, που είναι και ο φωτογράφος, ξετρελάθηκε με τα σπίτια μερικών γυναικών. Τρύπωνε στις μικρές γωνιές στις κρεβατοκάμαρές τους, όπου έχουν όλα τα εικονίσματα της Παναγίας και του Χριστού. Επίσης, τον τρέλαιναν ο τρόπος που στοιχίζουν τα πράγματα στις κουζίνες και τα διαφορετικά μοτίβα του καναπέ. Υπήρχε μια γιαγιά στην Άνδρο που ζούσε εκεί όπου υπήρχε παλιά το καφενείο της, όποτε ήταν ένα σπίτι μέσα σε ένα καφενείο, ήταν τρελό. Υπήρχαν τόσα έπιπλα εκεί μέσα και ατέλειωτες κουρτίνες και τρέλα σχέδια πάνω στα έπιπλα. Ήταν τέλεια, σαν ένα όνειρο γι’ αυτόν το να τα φωτογραφίζει όλα αυτά. Πάντα ήταν μια πολύ διασκεδαστική εμπειρία αλλά και τιμή να μας προσκαλούν στο σπίτι τους ‒ ενώ δεν μας ήξεραν ήταν όλοι πολύ φιλόξενοι.
Με το να ξεκινήσω αυτό το προτζεκτ όταν ήμουν 20 έμαθα πολλά για τον έρωτα και τη ζωή, ότι η ζωή είναι μεγάλη και έχει πολλές διαφορετικές φάσεις, οπότε δεν χρειάζεται να σκας τόσο για τα μικροπράγματα, γιατί υπάρχουν «μεγάλα» που θα σου συμβούν και θα σε ταρακουνήσουν, επομένως το να ταράζεσαι για κάτι ασήμαντο δεν έχει πολύ νόημα. Θεωρώ ότι είμαι πολύ πιο χαλαρή γενικά, αφήνω τη ζωή να πάρει τον δρόμο της και να είναι ευέλικτη ή εγώ είμαι πολύ πιο ευέλικτη με τη ζωή.
Μία από τις ιστορίες που βρίσκω τρομερή και πολύ ενδιαφέρουσα είναι αυτή της γιαγιάς στο Καστελόριζο που είναι γύρω στα 90 και έζησε τα παιδικά της χρόνια σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στην Αίγυπτο λόγω του πολέμου. Μου είπε ότι έμαθε όταν ήταν 6-7 χρόνων ότι θα έφτιαχναν ένα πλοίο και ότι με αυτό θα επέστρεφαν επιτέλους στο Καστελόριζο, για το οποίο άκουγε από πολύ μικρή ηλικία. Όταν μπήκαν όμως στο πλοίο έπιασε φωτιά και βυθίστηκε, και στο ναυάγιο έχασε τον μικρό της αδελφό. Ταραζόταν και έκλαιγε όταν το αφηγούνταν, αυτή η ιστορία την επηρεάζει από τότε που ήταν παιδί μέχρι τώρα, σχεδόν 90 χρόνια μετά ‒ ακόμα θυμάται την αφήγησή της. Νομίζω ότι αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω πως αυτή η γενιά γυναικών βίωσε πολύ περισσότερα απ’ όσα εμείς, έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτι τους και να ξεκινήσουν μια εντελώς νέα ζωή. Είναι πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε και δεν είναι εύκολο να μάθουμε, εκτός αν τις ρωτήσουμε.
Το φαγητό περιστρέφεται απόλυτα γύρω από την αγάπη, συγκεντρώνει τους ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι. Αν δώσεις σε κάποιον φαγητό, αφιερώνοντας χρόνο και προσπάθεια σε αυτό, δείχνεις ότι τον αγαπάς. Η γιαγιά μου ειδικά δεν είναι πολύ καλή με τις λέξεις. Δεν θυμάμαι να μου έχει πει ποτέ ότι με αγαπά, αλλά νομίζω ότι με αγαπά βαθύτατα λόγω του χρόνου που αφιερώνει στο να προετοιμάσει φαγητό για μένα.
Η Βρετανή γιαγιά μου δεν μαγειρεύει, όποτε φυσικά αυτός είναι ο λόγος που με εμπνέει τόσο η «yiayia». Η γιαγιά Τζόουν μεγάλωσε στην εποχή των microwaved meals και TV dinners, την εποχή της σεξουαλικής επανάστασης και ήταν μία από τις γυναίκες που τους έλεγαν «είναι σπατάλη χρόνου να μαγειρεύεις, ελευθέρωσε τον εαυτό σου, απελευθερώσου από την κουζίνα σου». Αυτό από τη μια την έκανε πολύ fun ως γιαγιά ‒μου έλεγε πάντα «Αναστασία, μην παντρευτείς ποτέ, να είσαι ελεύθερη, απλά να περνάς καλά»‒, αλλά ήταν άθλια μαγείρισσα. Πρέπει να πω ότι η γιαγιά Tζόουν δεν είναι πολύ καλά τώρα, έχει άνοια. Δεν βγαίνει πολύ έξω πια, δεν μπορεί να περπατήσει. Νομίζω πως ακολουθούσε έναν πολύ ανθυγιεινό τρόπο ζωής, ενώ η γιαγιά Μίαρη, επειδή το φαγητό ήταν η κινητήριος δύναμη στη ζωή της, κατεβαίνει στο κτήμα, φυτεύει ντοματιές, περπατά μία ώρα κάθε μέρα, έχει ζήσει μια πολύ υγιεινή ζωή ως τα γεράματά της. Η γιαγιά Τζόουν βγήκε στην σύνταξη και δεν είχε και πολλά πράγματα να κάνει απ’ όταν συνταξιοδοτήθηκε.
Αγαπημένες συνταγές έχω πάρα πολλές. Υπάρχει μια συγκλονιστική συνταγή για πασχαλιάτικο αρνί με πορτοκάλια από την Κρήτη. Μερικά από τα comforting dishes της γιαγιάς μου, όπως οι φακές με μπόλικο σκόρδο, θα είναι για πάντα από τα αγαπημένα μου πιάτα που μαγειρεύω στο σπίτι, ή το χταπόδι παστιτσάδα που ανέφερα νωρίτερα, μια συνταγή με σιγομαγειρεμένο χταπόδι από την Κέρκυρα, από την αγαπημένη μου ταβέρνα, ίσως το καλύτερο φαγητό που έχω φάει στην Ελλάδα και πολλοί φίλοι μου λένε το ίδιο.
Νομίζω ότι ασχολούμενη με αυτό το πρότζεκτ τόσα χρόνια έμαθα ότι οι γυναίκες έχουν την τρομερή ικανότητα να είναι ταυτόχρονα ήπιες και θηλυκές αλλά και δυναμικές, με την έννοια ότι μπορούν να επιβιώσουν πολύ καλά και χωρίς άντρες. Φυσικά, τείνουν να ζουν περισσότερο απ’ ό,τι οι άντρες και είναι ιδιαίτερα καλές στο να διατηρούν φιλίες και κοινωνικές σχέσεις αλλά και να τρέφονται σωστά και να προσέχουν τον εαυτό τους, ενώ ταυτόχρονα αυτές είναι που προσέχουν ολόκληρη την οικογένεια, ιδίως μετά τον θάνατο του άντρα τους. Αυτό έχει να κάνει με το ότι νιώθουν την ανάγκη να φροντίζουν τους άλλους, κι αυτό σίγουρα ισχύει για τη δική μου γιαγιά, οπότε νομίζω ότι η συνάντηση μαζί της με επηρέασε με διάφορους τρόπους. Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ζωή κρατάει πολύ και ότι υπάρχουν πολλές φάσεις στη ζωή. Και ότι μπορείς να συνεχίσεις να ζεις μια καλή ζωή μέχρι τα γεράματά σου. Μου θύμισε επίσης την αξία του να ακολουθώ πιο αργούς ρυθμούς και να τρέφομαι με θρεπτικά φαγητά, γιατί αυτό αποτελεί μία από τις μικρές απολαύσεις της ζωής».
Το βιβλίο της Αναστασίας Μίαρη «Yiayia: Time-perfected recipes from Greece’s grandmothers» κυκλοφορεί στις 30 Μαΐου από τον εκδοτικό Hardie Grant. Την Πέμπτη 25/5, στις 19:30, στο Ηyper Hypo, Boρέου 10, θα γίνει παρουσίασή του από τη συγγραφέα και έκθεση φωτογραφίας του Marco Arguello, φωτογράφου του βιβλίου.
https://matriarcheats.com/, @matriarcheats
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.