Πολλοί το μίσησαν, άλλοι το λάτρεψαν, κάποιοι έσπευσαν να το περιγράψουν ως το πιο αποτρόπαιο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Το σίγουρο είναι ότι οι ακρότητες που περιγράφει ο Ουίλιαμ Ουίλκι Κόλινς στο Αρμαντέιλ δεν άφησαν κανέναν αδιάφορο από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του μέχρι σήμερα (είχε πρωτοδημοσιευτεί σε συνέχειες το διάστημα 1864-1866 στο περιοδικό «Cornhill», αποφέροντας στον Ουίλκι Κόλινς ποσό-ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής). Ωστόσο κανείς δεν περίμενε ότι το Αρμαντέιλ θα γεννούσε τέτοιες αντιδράσεις: οι Φιλισταίοι της εποχής του δεν μπόρεσαν να ασπαστούν τη βαθιά απέχθεια του κλασικού πλέον συγγραφέα για τον καθωσπρεπισμό και τη χριστιανική καλοσύνη, ούτε το γεγονός ότι τόλμησε να ποτίσει τις σελίδες του με αίμα, φθόνο και φανατικές αντεκδικήσεις. Αν σκοπός κάθε βικτωριανού λογοτέχνη ήταν έως τότε να πείθει ότι ο ρομαντικός έρως μπορεί να κάνει τον πραγματικό κόσμο κάπως πιο ανεκτό, ο Κόλινς υποστηρίζει μάλλον το αντίθετο: το μόνο που κάνουν οι κοινωνικές συμβάσεις, στις οποίες τελικά αποσκοπούν οι ρομαντικές ιστορίες, είναι να συγκαλύπτουν τις ορμές της ανθρώπινης φύσης, να ρίχνουν μια τεράστια ταφόπλακα στη σκοτεινή πτυχή που διατηρούν τα ανθρώπινα πάθη και εν τέλει να παρασύρουν τον αναγνώστη σε εύκολες συγκινήσεις. Στην πραγματικότητα, η ψυχή είναι διάστικτη από καρφιά και στην ψυχή του καθενός φωλιάζουν βίσωνες και χιλιάδες απωθημένα. Το μόνο που μπορεί να τη σώσει δεν είναι ένας ψευδεπίγραφος έρως αλλά η βαθιά, ουσιαστική αγάπη.
Με περίτεχνο τρόπο, όμως, εδώ ο Κολινς, αυτός ο μανιακός καταναλωτής ουσιών και οπίου, αποδίδει στο όνομα «Αρμαντέιλ» προλήψεις και εμμονές, το αποσυνδέει από την ευλογία που έδινε ο Χριστός στο όνομα με τη βάπτιση και το χρησιμοποιεί ως περίτεχνο τέχνασμα για ένα διαρκές παιχνίδι εξαπάτησης.
Και κάπως έτσι ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας, συνομιλητής και στενός φίλος του Ντίκενς, έφτασε να κατακρημνίσει όλο το σαθρό οικοδόμημα των κοινωνικών συμβάσεων και των επιφανειακών συναισθημάτων, μεταμορφώνοντας τους τίμιους πλην βασανισμένους ήρωες σε ανοίκειους και εξωφρενικούς αγύρτες. Επιπλέον, μέσα από τις παράλληλες ιστορίες του, τις διαρκείς εξαπατήσεις και μεταμορφώσεις, φαίνεται να καθιερώνει ένα απόλυτα μοντέρνο μυθιστόρημα που επανεξετάζει το θέμα της ταυτότητας, της ομοιότητας και των ονομάτων. Ήταν τέτοια η ικανότητα του Κόλινς να ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαινομενικό και να αναδεικνύει την καθοριστική σημασία που έχουν για τη ζωή οι ρόλοι, ώστε θεωρήθηκε ο πρώτος εισηγητής του μοντερνισμού, αφού κανείς δεν είχε ξεχαρβαλώσει με τον ίδιο τρόπο τις ταυτότητες προηγουμένως. Σήμερα οι θεατρικοί δημιουργοί τον χρησιμοποιούν για να ανεβάσουν τις δικές τους πολυσήμαντες εκδοχές γύρω από αυτό το ανυπέρβλητο αριστούργημά του –ενδεικτικό είναι ότι αυτές τις μέρες το Αρμαντέιλ παίζεται στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη–, ενώ τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου επαναλάνσαραν πρόσφατα το όνομα του Κόλινς στις πολιτισμικές σπουδές και στις σπουδές του φύλου. Άλλωστε, το όνομα «Αρμαντέιλ» στο ομώνυμο μυθιστόρημα αντιστοιχεί σε ανθρώπους με διαφορετική ιστορία και επαναλαμβάνεται ειρωνικά ως τραγωδία, καταργώντας ίσως την παντοδυναμία του ονόματος που επικρατούσε στον βικτωριανό κόσμο. Είναι γνωστό ότι τα μυθιστορήματα, ειδικά οι δημοφιλέστατες τότε σάγκες, καθιερώνονταν στη βάση ενός ονόματος που επιβαλλόταν συνειρμικά στο μυαλό του αναγνώστη και το οποίο χάριζε τους σχετικούς τίτλους. Το όνομα του ήρωα ή της οικογένειας, απ' όπου και ο τίτλος, γινόταν έτσι σημείο αναφοράς, όχι το τραγικό σημείο αποφυγής και εξαπάτησης, όπως συμβαίνει στο ανατρεπτικό Αρμαντέιλ.
Με περίτεχνο τρόπο, όμως, εδώ ο Κολινς, αυτός ο μανιακός καταναλωτής ουσιών και οπίου, αποδίδει στο όνομα «Αρμαντέιλ» προλήψεις και εμμονές, το αποσυνδέει από την ευλογία που έδινε ο Χριστός στο όνομα με τη βάπτιση και το χρησιμοποιεί ως περίτεχνο τέχνασμα για ένα διαρκές παιχνίδι εξαπάτησης. Ο Αρμαντέιλ εξαφανίζεται από τον ορίζοντα –για την ακρίβεια θανατώνεται– όταν ο άλλος, ο αντίζηλος με το ίδιο όνομα, τον πνίγει «σαν το σκυλί» στην καμπίνα του πλοίου που φέρει, ειρωνικώ τω τρόπω, το όνομα «Χάρη του Θεού». Αλλά ούτε και ο πνιγμένος που έφερε το ονοματεπώνυμο Φέργκιους Ίνγκλμπι ήταν απόλυτα αθώος, αφού είχε παντρευτεί τον μεγάλο έρωτα του δολοφόνου κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε υποκλέψει το όνομα του αντίζηλού του. Ο δολοφόνος, που πλέον φέρεται όπως ο πραγματικός Αρμαντέιλ, ζώντας μια ζωή με τις τύψεις για τον φόνο, εξομολογείται την αλήθεια στον γιο του, που επίσης έχει το όνομά του, λίγο πριν πεθάνει. Τα χρόνια περνούν και ο γιος του, θέλοντας να καθαρίσει το μίασμα των φόνων, αποφασίζει να συναναστραφεί τον γιο του αδικοχαμένου –και ουσιαστικά ξάδελφό του– επίσης Αρμαντέιλ προς εξιλέωσή του. Αποκτά το όνομα Οζίας Μιντγουίντερ και κάνει ό,τι μπορεί για να κερδίσει τη συμπάθεια του γιου, ο οποίος δείχνει να αγνοεί την πραγματικότητα. Οι ενοχές όμως επιστρέφουν πάντα, όπως συμβαίνει στις αρχαίες τραγωδίες και όπως επιβάλλει με σθένος το ασυνείδητο, γεγονός που έκανε το βιβλίο του Κόλινς να θεωρείται πρόδρομος της σύγχρονης ψυχανάλυσης. Επομένως, όταν τα δύο ξαδέλφια, ο Άλαν και ο Οζίας, βρίσκονται στον ίδιο τόπο όπου είχε τελεστεί το έγκλημα, οι ενοχές με τα γεγονότα περιπλέκονται σε ένα περίτεχνο αφηγηματικό παιχνίδι φαντασίας και πραγματικότητας, ρεαλισμού και ονείρου. Τα γεγονότα γίνονται ακόμα πιο πολύπλοκα, όταν Άλαν γίνεται κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, την οποία εποφθαλμιά η φθονερή Λίντια Γκουίλτ –τα ονόματα έχουν πάντα τεράστια σημασία στον Κόλινς, αφού η Γκουίλτ-Γκιλτ παραπέμπει τεχνηέντως στην ενοχή–, η οποία δολοπλοκεί με κάθε τρόπο για να την αποκτήσει. Το αρχικό της πλάνο να προσεγγίσει την οικογένεια νυμφευόμενη τον Οζίας πετυχαίνει και μια σειρά από δολοπλοκίες και ίντριγκες την καθιστούν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο χαρακτήρας της είχε σοκάρει τότε τους Βρετανούς, που είχαν σπεύσει να καταδικάσουν τις μεθόδους της, ωστόσο ο Κόλινς είχε βάλει ήδη τον θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη όχι μόνο των μυθιστορημάτων μυστηρίου αλλά και του μυθιστορήματος per se. Ο Χένρι Τζέιμς έγραφε ότι «στον Κόλινς πρέπει να πιστωθεί η εισαγωγή στη μυθιστοριογραφία των πλέον απίστευτων μυστηρίων, αυτών που καραδοκούν έξω από τις πόρτες μας», ενώ ο Τ.Σ. Έλιοτ επέμενε ότι έχει καταθέσει στην ανθρωπότητα ένα «υποδειγματικό μελόδραμα». Όπως και να 'χει, πρόκειται για ένα κορυφαίο έργο που ανέστρεψε –αλλά και αντέστρεψε– τη βικτωριανή ματιά, επανεφηύρε την τέχνη της αφήγησης και εισήγαγε τις αρχές του μοντερνισμού (με το παιχνίδι ονείρου και πραγματικότητας, την παράθεση επιστολών, την εναλλαγή ρόλων, τη σχετικότητα είναι και φαίνεσθαι), μετατρέποντας παράλληλα τον συγγραφέα του Ουίλιαμ Ουίλκι Κόλινς σε έναν από τους πιο εμβληματικούς συγγραφείς στην ιστορία της λογοτεχνίας. Όχι τυχαία το Αρμαντέιλ κυκλοφορεί στη σειρά των αριστουργημάτων «Orbis Literae» της παγκόσμιας λογοτεχνίας από τον εκδοτικό οίκο Gutenberg, σε μετάφραση Σάντυς Παπαϊωάννου, σε 1.200 σελίδες.
σχόλια