H συλλογή διηγημάτων Γυναικεία πόδια σε αντρικά παπούτσια είναι το πρώτο σας βιβλίο. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε ενεργά με τη συγγραφή;
Έζησα στιγμές, παρατήρησα καταστάσεις και άκουσα ιστορίες στις οποίες η πραγματικότητα ξεπερνούσε κατά πολύ τη φαντασία. Εξιστορούσα στις παρέες μου κάτι αληθινό και μου έλεγαν «Έλα ρε, αυτά δεν γίνονται!» ή «Σοβαρά μιλάς; Αυτό δεν υπάρχει!». Όλα αυτά τα «δεν γίνονται» και «δεν υπάρχει» ήταν που θέλησα να γράψω. Αν δεν τα έγραφα, θα τα κουβαλούσα σαν βαριά σακιά πάνω στην πλάτη μου και δεν θα μπορούσα πια να περπατήσω. Είχα ανάγκη να μοιραστώ την έκπληξη, το πάθος, τη χαρά, τη λύπη, την πίκρα, αλλά και το βλέμμα προς τον ουρανό. Είχα επίσης ανάγκη να μοιραστώ το γέλιο, γι' αυτό και αρκετά διηγήματά μου έχουν χιούμορ, πότε μαύρο, πότε άσπρο, πότε έγχρωμο.
Πείτε μας δυο λόγια για το βιβλίο. Ποια θέματα αγγίζουν οι εννιά ιστορίες του;
Ο έρωτας, η φιλία και η κοινωνία παίζουν καθοριστικό ρόλο στα διηγήματά μου. Σε αυτά εμβαθύνω όσο πιο πολύ μπορώ. Θα μου πεις, βέβαια: «Ε, δεν είναι και πρωτότυπα θέματα». Και όμως! Είναι πρωτότυπα αν τα δεις από μια ξεχωριστή οπτική. Άλλωστε, όλα έχουν ειπωθεί αιώνες πριν. Η διαφορετική οπτική θα κάνει πάντα τη διαφορά.
Ο τίτλος του βιβλίου περιγράφει μία «άβολη κατάσταση». Γιατί τον επιλέξατε;
Το διήγημα «Γυναικεία πόδια σε αντρικά παπούτσια» ήταν το πιο παράξενο απ' όλα. Πιστεύω ότι τα παράξενα πράγματα είναι το αλάτι της ζωής. Ήθελα, λοιπόν, το βιβλίο μου να περιέχει κάτι από την ουσία της ζωής. Όσο για την «άβολη κατάσταση» που λέτε, πιστεύω ότι όσες φορές δεν είχαμε τη βολή μας, τότε γίναμε πολυμήχανοι, πιο δημιουργικοί και πιο σοφοί.
Γράφετε στο διήγημα «Μπέμπηδες»: «Μου πάει το πουκάμισο της μοναξιάς; - Θα σου πηγαίνει πάντα, μέχρι να βρεις τον άνθρωπό σου. - Και πώς θα καταλάβω ποιος είναι ο άνθρωπός μου; Εύκολα. Μαζί του θα νιώθεις πάντα ολόγυμνος, αλλά ποτέ δεν θα νιώθεις κρύο». Τον βρίσκουμε όλοι αυτόν τον άνθρωπο; Με λίγα λόγια, πιστεύετε στις ιστορίες της ζωής με καλό τέλος;
Είμαι 44 ετών. Έχω ζήσει μεγάλους και μικρούς έρωτες, αλλά ακόμα δεν έχω βρει αυτό που λένε: «ο άνθρωπος της ζωής μου». Έχω δει ζευγάρια άνω των 80 ετών να κάνουν βόλτα πιασμένα τρυφερά χέρι-χέρι και να μιλάνε τόσο γλυκά μεταξύ τους, λες και είναι το πρώτο τους ραντεβού. Αυτή η εικόνα με στοιχειώνει. Αυτά τα ηλικιωμένα ζευγάρια είναι ίσως εξαιρέσεις, αλλά θα ήθελα να αξιωθώ να ζήσω κάποτε μια τόσο συγκινητική εξαίρεση. Αν δεν βρω όμως «τη γυναίκα της ζωής μου» και φτάσω ως τα βαθιά γεράματα ολομόναχος, υπάρχει κάτι που θα με ευχαριστούσε πολύ: αν καταλήξω σε γηροκομείο, θα ήταν ωραίο οι νοσηλευτές και οι νοσηλεύτριες να χαίρονται να κάθονται στο δωμάτιό μου, καθώς θα τους αφηγούμαι με ζωντάνια και πάθος παράξενες ιστορίες, γεμάτες εκπλήξεις για μικρά, καθημερινά θαύματα.
Με δεδομένο πως αυτή είναι η παρθενική σας συγγραφική απόπειρα, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν συμφωνείτε με την έννοια του «επαγγελματία συγγραφέα» στην Ελλάδα. Μπορεί κάποιος σήμερα να ζήσει αποκλειστικά από τα βιβλία του;
Απ' ό,τι ακούω, ελάχιστοι συγγραφείς στη χώρα μας μπορούν να ζήσουν αποκλειστικά από τα βιβλία τους. Γι' αυτό έχουν ίσως δίκιο πολλοί γνωστοί και φίλοι μου που με χαρακτήρισαν θεότρελο και ανώριμο, καθώς μέσα στην απόλυτη ανασφάλεια λόγω οικονομικής κρίσης αποφάσισα φέτος να παραιτηθώ από τη μόνιμη θέση που έχω στο Δημόσιο ως καθηγητής Γερμανικών, για να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη συγγραφή. Επειδή, όμως, για μένα η συγγραφή έγινε εμμονή και τρόπος ζωής, το ρισκάρω και αφήνω τη μόνιμη δουλειά μου. Μπορώ να ζήσω από τις οικονομίες μου ως και τρία χρόνια. Αν δεν πετύχω ως συγγραφέας, θα επιστρέψω στην ιδιωτική εκπαίδευση. Αυτό το ρημάδι, όμως, το όνειρο, θέλω να το κυνηγήσω. Για να μην αναρωτιέμαι μετά από χρόνια, θλιμμένος και γεμάτος απωθημένα: «Αν το δοκίμαζα τότε, ίσως να...». Γιατί «η ζωή είναι τώρα».
To βιβλίο του Γιάννη Αγγουριδάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
σχόλια