Στη λίμνη Wannsee, νοτιοδυτικά του Βερολίνου, το μεσημέρι της 21ης Νοεμβρίου του έτους 1811, μεταξύ 3-4 μ.μ., ένας νεαρός συγγραφέας με το όνομα Χάινριχ φον Κλάιστ, αντιμέτωπος με τη λογοκρισία, την απόρριψη και την αποτυχία, στεκόταν δίπλα στην όχθη της λίμνης, με σκοπό να αυτοκτονήσει. Λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα είχε σκοτώσει μια γυναίκα, με το όνομα Ενριέτε Φόγκελ, σύζυγο του Λουίς Φόγκελ και αδελφή ψυχή του ίδιου, όπως πίστευε, σημαδεύοντάς την στην καρδιά σύμφωνα με τις επιθυμίες της.
Το ζευγάρι είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα στο πανδοχείο Στίμμινγκ, δίπλα στη μικρή λίμνη Wannsee, όπου νοίκιασαν δύο δωμάτια και πέρασαν τη νύχτα πίνοντας καφέ, κρασί και γράφοντας επιστολές σε φίλους και συγγενείς, ανακοινώνοντάς τους με μεγάλη χαρά την απόφασή τους να αυτοκτονήσουν. Το πρωί της τελευταίας τους μέρας, διασκέδασαν πετώντας βότσαλα στο νερό και παίζοντας κυνηγητό σαν παιδιά, ώσπου το μεσημέρι ζήτησαν από τους ανθρώπους του πανδοχείου να μεταφέρουν δύο καρέκλες και ένα τραπέζι στην απέναντι όχθη της λίμνης για να πιουν εκεί τον καφέ τους, επιλογή που παραξένεψε τους ιδιοκτήτες του πανδοχείου, καθώς ήταν μια κρύα μέρα, χωρίς ωστόσο να τους βάλει σε υποψίες.
Εκείνη τη μέρα, στην όχθη της λίμνης, αφού ήπιαν τις τελευταίες γουλιές του καφέ τους, ο Χάινριχ φον Κλάιστ έστρεψε το ένα περίστροφο, από τα συνολικά τρία που είχαν μαζί τους για σιγουριά, προς την Ενριέτε, καρφώνοντας μια σιδερένια μπάλα στην καρδιά της, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια κόκκινη κηλίδα στο άσπρο φόρεμά της.
Πριν δύο χρόνια περίπου, ο Xάινριχ φον Κλάιστ, έχοντας υποστεί μια σειρά εκδοτικών και θεατρικών αποτυχιών, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, μόνος και οικονομικά κατεστραμμένος. Εκεί γνώρισε την Ενριέτε Φόγκελ, γυναίκα με αισθαντική ψυχή και μουσική καλλιέργεια, μητέρα ενός κοριτσιού, άρρωστη με μη ιάσιμο καρκίνο, γεγονός που της δημιούργησε την επιθυμία να βάλει τέλος στη ζωή της. Όπως λένε φίλοι και συγγενείς τους, αλλά και οι ίδιοι στις επιστολές τους, μετά τη γνωριμία τους, αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσά τους, η οποία τρεφόταν και συγχρόνως έτρεφε την κοινή επιθυμία τους να αυτοκτονήσουν.
Εκείνη τη μέρα, στην όχθη της λίμνης, αφού ήπιαν τις τελευταίες γουλιές του καφέ τους, ο Χάινριχ φον Κλάιστ έστρεψε το ένα περίστροφο, από τα συνολικά τρία που είχαν μαζί τους για σιγουριά, προς την Ενριέτε, καρφώνοντας μια σιδερένια μπάλα στην καρδιά της, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια κόκκινη κηλίδα στο άσπρο φόρεμά της. Ύστερα από χρονική απόσταση περίπου 50 βημάτων, όπως κατέθεσε η γυναίκα που εργαζόταν στο πανδοχείο και εκείνη τη στιγμή απομακρυνόταν από το ζευγάρι έχοντας αφήσει τα τελευταία πράγματα που της είχαν ζητήσει, ο Χάινριχ φον Κλάιστ έβαλε το δεύτερο περίστροφο στο στόμα του, δαγκώνοντάς το δυνατά για να είναι σίγουρος, και αυτοκτόνησε.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινάει -θεματικά τουλάχιστον- κάποια από τις νουβέλες του Χάινριχ φον Κλάιστ, ενός από τους σημαντικότερους σήμερα λογοτέχνες της Γερμανίας. Αντ’ αυτού έτσι τελείωσε η ζωή του. Δύο αιώνες μετά, μέσα Οκτώβρη, μια απρόσμενα ζεστή και ηλιόλουστη μέρα, πλησιάζαμε με το αυτοκίνητο στη λίμνη Wannsee για να βρούμε τον κοινό τους τάφο.
«Ο Κλάιστ κι εγώ βρισκόμαστε εδώ, στο δρόμο του Πότσδαμ, στο πανδοχείο Στίμμινγκ σε μια κατάσταση δυσάρεστη και εφήμερη. Στην πραγματικότητα είμαστε νεκροί κι οι δυό μας από μια σφαίρα περίστροφου και περιμένουμε την καλοσύνη ενός ευγενικού φίλου που θα θελήσει να βάλει στο χώμα τα δύο εύθραυστα σώματά μας». Έγραφε η Ενριέτε σε μία επιστολή που έστειλε σε έναν φίλο της λίγες ώρες πριν την αυτοκτονία τους.
Άραγε ήλπιζε αυτός ο φίλος τους να τους βρει ζωντανούς όταν έλαβε το ίδιο βράδυ την επιστολή; Το βέβαιο είναι ότι εκπλήρωσε την επιθυμία τους να ταφούν ο ένας δίπλα στον άλλο. Έτσι, αν και ο τάφος πέρασε διάφορες φάσεις, από την πλήρη εγκατάλειψη, μέχρι την επέμβαση της ναζιστικής λογοκρισίας με το σβήσιμο των στίχων του Εβραίου ποιητή που ήταν χαραγμένοι πάνω στην πέτρα, κατέληξε τελικά μετά το 2011, έτος Κλάιστ, κατά το οποίο αναδιαμορφώθηκε ο χώρος, σε μια κρυφή μεν, ολίγον τουριστική δε ατραξιόν. Δεν δυσκολευτήκαμε, λοιπόν, καθόλου ακολουθώντας τις πινακίδες, να οδηγηθούμε σε ένα μέρος ήσυχο σε σχέση με τον χαμό που συναντήσαμε στον κεντρικό δρόμο και κάπως απόκοσμο. Εκεί, σε ένα μικρό άνοιγμα, λίγο ψηλότερα από την όχθη της λίμνης, έτσι που ήταν σα να στεκόμαστε στην επίπεδη κορυφή ενός μικρού λόφου, είδαμε δίπλα στον κορμό μιας τεράστιας βελανιδιάς μια πέτρα με τα ονόματά τους. Το δέντρο λες και τρεφόταν από τα σώματά τους και τις επιθυμίες τους έφτανε ως τον ουρανό και σε συνδυασμό με τη μυρωδιά των λίλιουμ που βρίσκονταν πάνω στην πέτρα, μου έφερε στο μυαλό τα λόγια του Κλάιστ σε μια από τις τελευταίες του επιστολές: «ο έρωτας και ο θάνατος στεφανώνονται με άνθη, ουράνια και γήινα, τούτες τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου». Η κατακερματισμένη του ψυχή έβρισκε επιτέλους στην ένωση αυτή, που γινόταν πραγματικότητα χάρη στην Ενριέτε, την ευτυχία.
Το ζευγάρι είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα στο πανδοχείο Στίμμινγκ, δίπλα στη μικρή λίμνη Wannsee, όπου νοίκιασαν δύο δωμάτια και πέρασαν τη νύχτα πίνοντας καφέ, κρασί και γράφοντας επιστολές σε φίλους και συγγενείς, ανακοινώνοντάς τους με μεγάλη χαρά την απόφασή τους να αυτοκτονήσουν
Δεν ξέρω πόσο γρήγορα ή άργα έκανε τα 50 βήματα η γυναίκα που άκουσε τους πυροβολισμούς. Τόσα περίπου βήματα χωρίζουν πάντως και τον τάφο από τη λίμνη, όποιο από τα δύο μονοπάτια που τον κυκλώνουν κι αν ακολουθήσει κανείς. Είτε το δεξί με τα 33 του σκαλοπάτια που οδηγεί στην όχθη της λίμνης είτε το αριστερό που καταλήγει σε μερικά παγκάκια, τα οποία τώρα, καθώς έδυε ο ήλιος, είχαν γεμίσει από τους λιγοστούς επισκέπτες του τάφου.
Εκεί, δίπλα στη λίμνη, μετρώντας τα βήματά μου, αναρωτιόμουν τι μπορεί να ένιωσε ο Χάινριχ όσο κράτησαν εκείνα τα 50 βήματα ανάμεσα στην αφαίρεση από τον ίδιο μιας άλλης ζωής και της δικής του. Ακρωτηριασμένη μαριονέτα, υποχείριο αθέατων δυνάμεων ή επιτέλους ελεύθερος άνθρωπος που έπραττε κατά συνείδηση; Ώσπου η σφαίρα που σφηνώθηκε στον εγκέφαλό του διέκοψε κάθε σκέψη.
Η Ενριέτε τον περίμενε. Τα σώματά τους ακούμπησαν για λίγο στο έδαφος πριν υψωθούν και πάλι με ορμή...
«Έξάλλου', είπε, 'αυτές οι κούκλες έχουν το προνόμιο ν' αψηφούν τους νόμους της βαρύτητος. Δεν ξέρουν την αδράνεια της ύλης, την ιδιότητα που κατεξοχήν αντιμάχεται το χορό, γιατί η δύναμη που τις υψώνει στον αέρα είναι μεγαλύτερη από εκείνην που τις καθηλώνει στη γη. (...) Οι κούκλες χρειάζονται το έδαφος όπως τ' αερικά, για να το αγγίζουν και να ξαναζωντανεύουν την ορμή τους πάνω στο στιγμιαίο εμπόδιο».
(Χ.Φ.Κλάιστ, «Οι Μαριονέτες»)
_________
Χρήσιμες πληροφορίες: Μπορεί κανείς να φτάσει στον τάφο του Heinrich von Kleist και της Henriette Vogel πηγαίνοντας με το τρένο μέχρι τη στάση του S-bahn Wannsee. Από εκεί ο τάφος απέχει περίπου 10 λεπτά με τα πόδια. Κατά τους θερινούς μήνες μπορεί κανείς να δανειστεί και ακουστικά από ένα περίπτερο που έχει τοποθετηθεί δίπλα στη στάση του τρένου και να ακούσει τις σχετικές με την αυτοκτονία καταθέσεις, καθώς και πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα. Κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου, ημέρα της επετείου του θανάτου τους, διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις στο σημείο του τάφου.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.10.2014