ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ που ένιωθες χωρίς οδοδείκτη, χωρίς έναν οδηγό που θα μπορούσε να σε οδηγήσει από το σκοτάδι της πανδημίας στο φως, υπήρξε ένα βιβλίο βγαλμένο κυριολεκτικά από τα ακραία όρια του σύμπαντος και του Κάτω Κόσμου, φτάνοντας έως εκεί όπου φαντάζεσαι ότι απλώνεται η άβυσσος. Μεταφέροντας εικόνες από τα πιο υπόγεια, μακρινά και σκοτεινά σημεία της φύσης, η Υπογαία του Ρόμπερτ Μακφάρλαν αποκαλύπτει μυστικά για την πραγματική όψη της γης, κρυμμένη από το γυμνό μάτι, σαν ένας πίνακας που με το άπλετο φως του εμφανίζει τις πιο όμορφες, άγριες αλλά και αδόκητες λεπτομέρειές του.
Αυτό που καταφέρνει, λοιπόν, το πολυβραβευμένο βιβλίο (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι να ανακαλέσει τη μνήμη του Κάτω Κόσμου και της φύσης με πρώτο στοιχείο το βίωμα –καθώς σε όλα αυτά τα μέρη έχει παρευρεθεί ο ίδιος ο συγγραφέας και δεν τα περιγράφει απλώς θεωρητικά–, φτάνοντας σε ανακαλύψεις που δεν μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους, ούτε καν η φαντασία.
Το καλύτερο όμως είναι ότι ο πανεπιστημιακός, ερευνητής και συγγραφέας, διαθέτοντας ένα τεράστιο πλαίσιο αναφορών, από επιστημονικές θεωρίες μέχρι ποίηση, και από γνώσεις Ιστορίας μέχρι Φυσική, σε κάνει να προβληματιστείς πάνω στο παρόν και στο μέλλον του πλανήτη, σε ταρακουνάει ή, μάλλον, για την ακρίβεια σε συνταράσσει αναφορικά με αυτό που συμβαίνει και αυτό που πρόκειται να συμβεί.
Ίσως να μην πρόκειται ακριβώς για ένα βιβλίο αλλά για μια περιπέτεια που σε παρασύρει με την ορμητική της δύναμη σε αυτό το ταξίδι στα βάθη της γης και του χρόνου, προξενώντας κυριολεκτικά θαυμασμό με τον τρόπο και την αντοχή που ο συγγραφέας μπορεί να τρυπώνει σε στενά περάσματα, όπου ο χρόνος μετριέται «μόνο με το σφυροκόπημα της καρδιάς και το αγκομαχητό των πνευμόνων».
Άλλωστε, πόσοι μπορούν να φανταστούν ότι, λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αποκαλύπτονται κάτω από τον πάγο νέα στοιχεία –από οστά χαμένων φαλαινών έως ζαφειρένιες φλέβες ενός «ρωγμώνα»–, ενώ από την ξηρασία έρχονται στο φως χαμένα κάτω από τους ποταμούς απόβλητα αλλά και ολόκληροι κόσμοι; Ο πάγος που λιώνει «έχει τη μνήμη και το χρώμα τούτης της μνήμης είναι μπλε», το οποίο φανερώνεται φευγαλέα στα βάθη ρωγμών, τις οποίες διαπερνά με την κοφτερή του οξυδέρκεια ο συγγραφέας, φτάνοντας, για παράδειγμα, πέρα από τα όρια του παγοκαλύμματος και γνωρίζοντας πως το έδαφος που πατάμε είναι καλυμμένο από νερό, πέτρα και πάγο, το οποίο αρκεί να εξερευνήσεις για να δεις ότι ένας άλλος κόσμος, αυτός της «Υπογαίας», είναι εξίσου ζωντανός και ευμετάβλητος.
Γνωρίζοντας τόσο το πραγματικό όσο και το συμβολικό βάρος των ανακαλύψεών του, ο Μακφάρλαν αναλαμβάνει αυτή την παράξενη κατάβαση στον Κάτω Κόσμο και στον χρόνο, ξεκινώντας από τις προϊστορικές περιόδους για να φτάσει στο «ανθρωπόκαινο», δηλαδή στο αδιανόητο μέλλον, τον χρόνο που θα υπάρχει πέρα και εκτός από εμάς, με τα περίφημα πυρηνικά καταφύγια, με τα οποία τελειώνει το βιβλίο.
Μάλιστα, αν το ξανασκεφτείς, ίσως να πρόκειται για μια νέα κοσμογονία, γραμμένη με το ίδιο μεταφορικό έναυσμα, αλλά φτιαγμένη με επιστημονικά και ποιητικά εργαλεία: πραγματοποιώντας τη δική του νέκυια στη Γροιλανδία, στις κατακόμβες του Παρισιού ή στην Ανταρκτική, ο Μακφάρλαν ανάγεται σε επιστήμονα-ιεροφάντη, σε μάντη-οιωνό αυτού που η επιστήμη θεωρεί απροκάλυπτο. Αλλά και η ιστορία εδώ είναι δυνατή όσο ποτέ, αφού το παρελθόν δένει ιδανικά με το μέλλον: χαρακτηριστική είναι η αφήγηση της καθόδου που πραγματοποιεί ο συγγραφέας-ερευνητής σε έναν τύμβο που ενέπνευσε το περίφημο Έπος του Γκιλγκαμές το 2100 π.χ. στη Σουμερία, όπου ο Ενκίντου πραγματοποιούσε αντίστοιχα ένα ταξίδι στον Κάτω Κόσμο για λογαριασμό του κυρίου του – μόνο που στην περίπτωση του Μακφάρλαν «κύριος» είναι απλώς η ελεύθερη βούληση και ο εαυτός του.
Είναι, πράγματι, εντυπωσιακός ο τρόπος που ο συγγραφέας χειρίζεται επιστημονικές λεπτομέρειες για τα μυστικά του σύμπαντος, τις μαύρες τρύπες ή τους «μυκορριζικούς» μύκητες που φτιάχνουν ένα ολόκληρο δίκτυο στο έδαφος ενός δασωμένου τόπου αλλά και τα μυστικά του λόγου, αφού οι Ελεγείες του Ρίλκε με τις «μέλισσες του αόρατου» ή ο «σκοτεινός κόσμος» του Κόρμακ Μακάρθι φαίνονται να εμπνέουν εξίσου καταλυτικά τον συγγραφέα.
Όχι τυχαία, άλλωστε, μαζί του στις εξερευνήσεις δεν φέρει μόνο τις αδιανόητες επιστημονικές του γνώσεις και τα αμέτρητα σημειωματάρια αλλά και μια κουκουβάγια από κόκαλο φάλαινας και μια μπρούντζινη κασετίνα ως πολύτιμα φυλακτά. Ενδεχομένως, όλο αυτό το πολύτροπο των αναφορών να προξενούσε πρόβλημα σε έναν μεταφραστή που θα ένιωθε αμηχανία μπροστά σε αυτήν τη δαψίλεια επιστημονικών αναλύσεων και λογοτεχνικών αποσπασμάτων, αλλά ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει ανταποκριθεί με επάρκεια, αντιλαμβανόμενος ταυτόχρονα το λυρικό πνεύμα του συγγραφέα, ο οποίος μετατρέπει την επιστήμη σε υψηλή ποίηση. Τούτου δοθέντος, η μετάφραση της «Υπογαίας» φαντάζει πραγματικά με άθλο.
Ίσως, πάλι, να μην πρόκειται ακριβώς για ένα βιβλίο αλλά για μια περιπέτεια που σε παρασύρει με την ορμητική της δύναμη σε αυτό το ταξίδι στα βάθη της γης και του χρόνου, προξενώντας κυριολεκτικά θαυμασμό με τον τρόπο και την αντοχή που ο συγγραφέας μπορεί να τρυπώνει σε στενά περάσματα, όπου ο χρόνος μετριέται «μόνο με το σφυροκόπημα της καρδιάς και το αγκομαχητό των πνευμόνων» και σε μέρη όπου μετά βίας χωράει ο σάκος του: έχει τύχει να κοιμηθεί πάνω σε σκληρή πέτρα σε κατακόμβη του Παρισιού ή να μείνει σε τέντα σε ένα απομονωμένο μέρος σε συνθήκες παγοθύελλας προκειμένου να εξερευνήσει θαλάσσιο σπήλαιο με το πρώτο φως της μέρας.
Πολλές φορές νιώθεις το σωματικό άλγος, καθώς τον παρακολουθείς να βασανίζεται από την υγρασία, ή τον ζηλεύεις όταν τον βλέπεις να φτάνει, μετά από περιπέτειες, στην παρισινή κατακόμβη όπου πραγματοποιείται ένα μεγάλο πάρτι, απολαμβάνοντας, όπως παλιότερα ο Μπένγιαμιν, στον οποίο κάνει αναφορά, τις χαρές του Κάτω Κόσμου, ως γνήσιος cataphile (εραστής του «κάτω»). Επίσης, νιώθεις τον φόβο του, καθώς τον βλέπεις να κινδυνεύει πραγματικά ενόσω αναρριχάται σε ένα φρεάτιο δημιουργημένο από την τήξη ενός παγετώνα στην ανατολική άκρη της Γροιλανδίας ή να ακροβατεί σε επικίνδυνους γκρεμούς για να φτάσει σε απομονωμένα σπήλαια.
Και όμως, όλα αυτά δεν τα κάνει μονάχα από διάθεση για περιπέτεια, από μια εγγενή ορμή για ανακάλυψη ή μια τάση για vivere pericolosamente, αλλά από την ανάγκη τού να επιβληθεί η «διαγενεακή», όπως την αποκαλεί, δικαιοσύνη σε έναν κόσμο που χάνεται οριστικά. Έτσι, με το βιβλίο του αυτό φιλοδοξεί να κρατήσει η επόμενη γενιά ως πολύτιμες αυτές τις εξερευνήσεις για την επόμενη και να ανακαλύψει, όπως οι παλιοί αλχημιστές, την πεμπτουσία που κρύβεται στην ίδια τη φύση.
Η Υπογαία λειτουργεί, επομένως, διττά, ως αποκάλυψη του παλιού αλλά και ως οιωνός της επερχόμενης καταστροφής: «Η φύση δεν είναι πλέον μια απόμακρη κορυφή που λάμπει στον ήλιο ή ένα αρπακτικό που κυνηγά πάνω από δάση σημύδας – είναι επίσης γραμμές στην ακτή, εκεί όπου φτάνει η θάλασσα, γεμάτες ξεβρασμένο πλαστικό ή ενώσεις εγκλεισμού από το μόνιμο στρώμα πάγου, του οποίου η θερμοκρασία αυξάνεται. Αυτή η νέα φύση μάς εμπλέκει με τρόπους που μόλις τώρα έχουμε αρχίσει να τους αντιλαμβανόμαστε» γράφει ο Μακφάρλαν με περισσή αίσθηση δικαίου, κερδίζοντας όχι μόνο τον θαυμασμό των αναγνωστών του αλλά και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων που του έδωσε το βραβείο για την πανανθρώπινη συμβολή του.
Σήμερα, με μια πανδημία να μαστίζει τον πλανήτη, τέτοια βιβλία γνώσης και αυτογνωσίας είναι αναγκαία όσο ποτέ, χαρίζοντας όχι μόνο γνώση αλλά και αναγνωστική απόλαυση.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΚΠΤΩΣΗ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια