ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Στης μνήμης το διάστημα
(Συλλογικό)
Βρεττάκος, David Connolly, Γ. Κακούρου-Χρόνη, Τίτος Πατρίκιος, Vincenzo Rotolo)
Εκδόσεις Ποταμός, Σελίδες: 208, Τιμή: €25,00
Γεννημένος στις Κροκεές Σπάρτης το 1912, ο Βρεττάκος βίωσε τη σταδιοδρομία του διανοούμενου που, δεμένος με τον τόπο του, εξαναγκασμένος από τα σκληρά γεγονότα που ταλάνισαν την Ελλάδα να εσωτερικεύσει τις εξωτερικές καταστροφές, ωρίμασε τελικά τόσο ως ξεριζωμένος έφηβος που πέρασε σιγά σιγά στην ποιητική γραφή όσο και ως εσαεί διαμαρτυρόμενος έναντι στον πόλεμο, στον Εμφύλιο και κατόπιν στη Χούντα. Η ένταξή του στην αριστερή παράταξη είναι γνωστή, η προσήλωσή του σε κάποιες αξίες ανθρωπιστικού περιεχομένου παρέμεινε υποδειγματική, όπως και η εσωτερική του αναδίπλωση που του υπαγόρευσε μιαν ιερατική, θα λέγαμε, προσήλωση στον τόπο, στη θυσία και στη φευγάτη δικαιοσύνη. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι βαπτίζει τον εαυτό του «ταχυδρόμο της αιωνιότητας».
Έργα του: Σκιές και φώτα (1929), Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933), Οι γκριμάτσες του ανθρώπου (1935), Η επιστολή του κύκνου (1937), Ο Πόλεμος (1935), Το ταξίδι του Αρχάγγελου (1939), Μαργαρίτα, εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939), Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940), Ηρωική Συμφωνία (1944), 33 Μέρες (1945), Η παραμυθένια πολιτεία (1947), Το βιβλίο της Μαργαρίτας (1949), Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949), Τα θολά ποτάμια (1950), Πλούμιτσα (1951), Έξοδος με το άλογο (1952), Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (1954), Η μητέρα μου στην εκκλησία (1957), Ο χρόνος και το ποτάμι (1957), Βασιλική Δρυς (1958), Αυτοβιογραφία (1961), Το βάθος του κόσμου (1961), Αποχαιρετισμός στον ελληνικό ήλιο, Διαμαρτυρία (1974), Ωδή στον ήλιο, Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία (1975), Απογευματινό Ηλιοτρόπιο (1976), Ο Προμηθέας και το παιχνίδι μιας μέρας (1978), Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (1981), Ο διακεκριμένος πλανήτης (1983), Το γυμνό παιδί, Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (του στοίχισε τη διαγραφή από το ΚΚΕ), Μπροστά στο ίδιο ποτάμι (1972). Επίσης, έγραψε μια εξονυχιστική μελέτη για τον Νίκο Καζαντζάκη (1960).
«... Έτυχε τον ίδιο αυτό τον καιρό να γιομίζει την πόρτα μας, κάθε τόσο, κι ύστερα το πιο μεγάλο μας δωμάτιο, μια επιβλητική παρουσία, που μέσα της χόχλαζε το φως. Ήτανε ο Άγγελος Σικελιανός, ο μεγαλύτερος τότε Ελληνας ποιητής, που ζούσε απομονωμένος στη Σαλαμίνα και που μόνο δυο-τρεις γερασμένες γυναίκες τον επισκεπτόντουσαν κάθε τόσο». Γράφει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: «Είναι από τους σεμνούς και στοχαστικούς ανθρώπους που, το βλέπεις ολοφάνερα, δουλεύουν τον στίχο από ανάγκη λυτρώσεως και κατακτούν την ποίηση με ασυλλόγιστη ανάλωση εσωτερικών θησαυρών» (1965).
BILLIE HOLIDAY
Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ, με τη συνεργασία του William Dufty
Μετάφραση: Ιουλία Ραλλίδη
Εκδόσεις Άγρα, Σελίδες: 336, Τιμή: €21,00
Η μοίρα των μεγάλων μορφών ακολουθεί κατά κανόνα δρόμους ανεξιχνίαστους, οπότε μόνο διά του τέλους μπορούμε να ορίσουμε την ουσία ενός προσώπου, καθώς επίσης και τα κίνητρα των πράξεών του. Η Μπίλυ γεννιέται στην ανατολική Βαλτιμόρη από μια μητέρα δεκατριών χρόνων και ήδη στα έξι της χρόνια ήταν κιόλας σχηματισμένη γυναίκα. Μεγαλόσωμη, με στήθια μεγάλα και παχιά πισινά. Οι λευκοί μπορούσαν να συναντηθούν με τους μαύρους μόνο στα μπορντέλα και στους χορούς.
Η νεαρή Μπίλυ θα βιαστεί στα δέκα της χρόνια και ακολούθως, αντί ο βιαστής της να τιμωρηθεί, θα κλειστεί η ίδια σε ίδρυμα Καθολικών για να εκτίσει την ποινή πεντάχρονου εγκλεισμού. Και γαμημένη και έγκλειστη. Από τότε και μπρος κάθε συμπεριφορά της θα συναντά τα εμπόδια της αμερικανικής ζωής. Ο μαύρος είναι παρείσακτος, η γυναίκα που τραγουδάει είναι αλανιάρα, πρόστυχη, πορνίδιο, οπότε δεν εμπνέει κανέναν σεβασμό.
Η Μπίλυ δεν έχασε, βέβαια, την ευκαιρία να γίνει κλασική πουτάνα των είκοσι δολαρίων. Εντούτοις, το σεξ το έτρεμε σαν τον θάνατο γιατί είχε κακά προηγούμενα. Ακόμα και πλακομουνούδες την κυνήγαγαν για να την απολαύσουν. Πάντως, στην εφηβεία της ο πατέρας δεν έπαιξε ρόλο: μόνο η μαμά την υποστήριζε. Μάλιστα, από τη στιγμή που πρωτοτραγούδησε στην τύχη και ο κόσμος δεν πίστευε αυτό που άκουγε, άρχισε να ανεβαίνει σκαλοπάτια: γνώρισε διάσημους ηθοποιούς, τραγουδιστές και μουσικούς, άρχισε να κερδίζει κάποια χρήματα, χωρίς όμως να εξευγενιστεί η ζωή της.
Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, επρόκειτο για την τραγουδίστρια-φαινόμενο, που κυριολεκτικά δεν άντεχε να πει τα τραγούδια που αγαπούσε. Όσο για τα άλλα τραγούδια –έλεγε–, το να τραγουδάς είναι σαν να τρως ψητή πάπια! Πάντως, η αναγνώριση της σπάνιας φωνής της (σημειωτέον ότι δεν ήξερε να διαβάζει νότες) δεν συνοδεύτηκε από επαγγελματική άνοδο. «Έπαιζαν σε ξεφτιλισμένα μαγαζιά, σε ζόρικες νέγρικες αίθουσες χορού στον Νότο, όπου το ουίσκι από καλαμπόκι το φέρνανε κρυφά απέναντι από τις σιδηροδρομικές γραμμές...».
Η ανάδυση της Μπίλυ σε ερμηνεύτρια πρώτης γραμμής δυστυχώς συνέπεσε με τη χρήση των ναρκωτικών. Μοναξιά, φυλακή, ερήμωση, θάνατοι, ναρκωτικά, αστυνομία και απομόνωση την έστειλαν στον αγύριστο μόλις στα σαράντα πέντε της...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Ο γιος του δασκάλου
Εκδόσεις Διόπτρα, Σελίδες: 310, Τιμή: €15,90
Συγγραφέας που έχει στέρεες βάσεις στον νεοελληνικό βίο, ο Ξανθούλης κατάφερε επί χρόνια και με διαδοχικά βιβλία να κερδίσει το ντόπιο κοινό με αφηγήσεις και δράματα που δοκιμάστηκαν τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων. Ο υπεραισθητισμός του, που υπηρετείται πειστικά από έγκυρη γνώση της ανθρώπινης παρουσίας και απουσίας, αποτελεί, θα λέγαμε, την «άδεια» συγγραφής και οδηγήσεως που έχει αποδώσει ζηλευτά αποτελέσματα. Η προσπάθεια να εκφραστεί το ανέκφραστο και οι αόρατες πτυχές της άμεσης ζωής κάνουν τον συγγραφέα ευρηματικό και ικανό να ρίχνει γροθιά στο μαχαίρι.
Ενίοτε, βέβαια, αραιώνει κάπως την ατμόσφαιρα για τον απλούστατο λόγο ότι η αφήγηση, συχνά, κλέβει βήματα και δεν υπηρετεί τα πρόσωπα, αλλά μάλλον τα πρόσωπα υποβαστάζουν την αφήγηση. Ασφαλώς δεν αρκεί να είναι κανείς οξύς, οξύτατος παρατηρητής της ανθρώπινης κατάστασης που ξέρουμε και δεν ξέρουμε τι είναι, επιπλέον (για το ήθος του είδους) απαιτούνται και κάποιες καταστατικές αρχές.
Για να γίνουμε πιο σαφείς, ο διπλωματούχος αφηγητής του Ξανθούλη –φοβερός γνώστης εν προκειμένω του ανθρώπου της επαρχίας– υποχρεούται για την οικονομία του βιβλίου να «παίξει» κάπως με τα πρόσωπά του. Ότι η πλοκή βγαίνει πέρα με περισσή επιδεξιότητα δεν χωράει αμφιβολία, με την υπενθύμιση, βέβαια, ότι τα πρόσωπα δικαιούνται κι αυτά μια δόση αυτονομίας που δίνεται όμως ξίκικα, σάμπως ο συγγραφέας να τους χαρίζει μόνο όση ζωή χρειάζεται για να οδηγηθεί η ιστορία εκεί που τη θέλει ο αφηγητής.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ
Johann Sebastian Bar,
Οινοπνευματώδη και
εδεσματικά στιχουργήματα
Εκδόσεις Μελάνι, Σελίδες: 107, Τιμή: €10,00
Ευρηματικός όσο δεν γίνεται και απολαυστικός της γραφής, ο συγγραφέας δοκιμάζει (πάντα με κάποιο αίσθημα ευθύνης) αλλόκοτες παραφράσεις, επιδεικνύοντας ως δίπλωμα ευρεσιτεχνίας την ομοιοκαταληξία.
Ύστερα από βαρύ ασκί
παραμιλάει φωνασκεί
Είπε ο χρόνος όποιος χάνει
θα καταλήγει σε τηγάνι
Της άδειας φιάλης ο φελλός
είναι το μόνο όφελος
Μη με χτυπάς έχω λαλιά
της φώναξε η σκορδαλιά
Σ' αγώνα βάζει τη σιαγόνα
να μην ανοίξει για σταγόνα
πρώτα φάγαν μύδια όσα
κι ύστερα εβγάλαν γλώσσα.
Από ΄Εφεσο και Μίλητο
είν' το νερό αμίλητο
μα όταν πίνεις το κρασί
πάντα μιλάει όπως εσύ.
σχόλια