Αν δεν ήταν η αυτοβιογραφία ενός ροκ σταρ, θα ήταν ένα ταξίδι στην ψυχή της Αμερικής, όπως ακριβώς είναι και οι στίχοι του, βγαλμένοι από το υπογάστριο της απέραντης αυτής ηπείρου, από τις εργατικές γειτονιές και τις καντίνες με τα χοτ-ντογκ κάτω από «φώτα από νέον που μοιάζουν με φλόγες», από τις ξεφτισμένες εικόνες με ηλιοβασιλέματα με το λούνα παρκ στο βάθος, από τις «ένδοξες μέρες» («Glory Days»), τα τραύματα και τις αμήχανες νίκες και κυρίως από τη βαθιά πεποίθηση ότι όταν το Αφεντικό τραγουδάει, βγαίνει το άστρο που εκπλήρωσε την πορεία του πάνω από τα λιωμένα συντρίμμια. Γι’ αυτό και δεν εκπλήσσει κανέναν, ούτε όσους δεν ανήκουν σε αυτή την ιδιαίτερη φυλή των αμετανόητων φανατικών του Σπρίνγκστιν που το Born to run (κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στα ελληνικά από τη Key Books σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά) δεν είναι μία ακόμα αυτοαναφορική αφήγηση ενός μεγάλου αστέρα –άραγε του τελευταίου αυθεντικού;–αλλά ένα συναρπαστικό, άκρως καλογραμμένο έργο ενηλικίωσης (Βildungsroman) για την ίδια την αμερικανική ήπειρο, που από τη μια γιγαντώνεται, γίνεται ισχυρή και από την άλλη νιώθει τις ψευδαισθήσεις να σκορπίζονται στον μολυσμένο αέρα. Διαβάζοντας τις σχεδόν 600 σελίδες αυτής της καταιγιστικής αφήγησης που σε απορροφά μέχρι την τελευταία σελίδα, νιώθεις ότι ακολουθείς όλο αυτό το ταξίδι στο εκρηκτικό μεταπολιτευτικό διάστημα που διαμόρφωσε τη σύγχρονη Αμερική και ταυτόχρονα την προσωπικότητα του πιο κεντρικού και αντιπροσωπευτικού εκφραστή της μουσικά.
Εξού και όταν παρακολουθείς τον Μπρους να διαγράφει με άνεση όλη αυτή την πορεία καθώς έχει βιώσει όσα περιγράφονται από πρώτο χέρι, από τις οικογενειακές εκδρομές-ταξίδια στην άκρη του Νιου Τζέρζι ως τις διαφορετικές φυλές που έθρεψαν την αμερικανική περιφέρεια των μεγάλων πόλεων και από τα ξέγνοιαστα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ’60 ως την οδυνηρή εμπειρία του Βιετνάμ, όπου περιέγραψε πώς γλίτωσε, την τελευταία στιγμή, την επιστράτευση λόγω ενός τροχαίου, και από εκεί στην ξέφρενη δεκαετία του ’90 και την τραγωδία της 11η Σεπτεμβρίου αλλά και στη νέα εποχή του Ομπάμα, τον οποίο υποστηρίζει με σθένος.
Όμως, παρά τις διαρκείς αντιπαλότητες με φίλους, όταν οι διαφορές λύνονταν σε γκρεμισμένα εργοστάσια στην ακτή του Νιου Τζέρζι, όπου έμεναν για ένα διάστημα με το πρώτο του μουσικό σχήμα, ο ίδιος παρέμενε εγκρατής και άκρως εργατικός, χαρακτηριστικά που του κληροδότησε, όπως ομολογεί, η μητέρα του, και, το κυριότερο, σεμνός και γήινος, κάτι που τον καθιστά μοναδικό μέχρι σήμερα.
Ξέροντας καλά τα συστατικά της γλυκόπικρης γεύσης του αμερικανικού ονείρου, εξηγεί αναλυτικά στο αντίστοιχο κεφάλαιο πώς διοχετεύτηκαν στη μουσική του: «Τον τίτλο Born to run ήμουν σίγουρος ότι τον είχα ξαναδεί κάπου. Ίσως γραμμένο με ασημόσκονη στο καπό ενός αυτοκινήτου που σεργιάνιζε στους δρόμους του Άσμπουρι, ή μπορεί να τον είχε πάρει το μάτι μου σε κάποια απ’ τις ταινίες με χοτ ροντ που έβλεπα μανιωδώς στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Ίσως, πάλι, να ήταν κάπου εκεί έξω στον αέρα, να πλανιόταν στη μείξη από θαλασσινό νερό και μονοξείδιο του άνθρακα στις λεωφόρους Κίνγκσλεϊ και Όσιαν κάποιο Σαββατόβραδο που θα γίνονταν κόντρες. Απ’ όπου κι αν προερχόταν, πάντως, διέθετε τα βασικά συστατικά μιας επιτυχίας: οικειότητα και πρωτοτυπία∙ προξενούσε έκπληξη αλλά και ταύτιση στον ακροατή. Μια μεγάλη επιτυχία σού δίνει την αίσθηση ότι υπήρχε ανέκαθεν και ταυτόχρονα ότι δεν έχεις ξανακούσει ποτέ κάτι τέτοιο». Το διαπιστώνεις, άλλωστε στους στίχους «In the day we sweat it out on the streets of a runaway American dream...» αλλά και στα αντιφατικά λόγια «death trap», «suicide rap» που έγραψε για την παγίδα θανάτου που παραμονεύει εκεί που δεν το περιμένεις: «Κι έπειτα πρόσθεσα τις στροφές “I want to guard your dreams and visions... I want to know if love is real”. Αυτά διακυβεύονται, τα όνειρά σου, τα οράματά σου!», όπως ομολογεί χαρακτηριστικά.
Επομένως, δεν είναι τυχαία τα κεφάλαια του βιβλίου και τίτλοι όπως «Darkness on the edge of town», «Καλιφόρνια», «Νεμπράσκα», κεφάλαια για την ιταλική και ιρλανδική πλευρά μιας μοιρασμένης στα δύο οικογένειας και ξεχωριστές αναφορές στα χρόνια της σταδιακής ανέλιξης από την εποχή των πρώτων σχημάτων του, τους Castiles και τους Steel Mill, που αποτελούν τον κορμό του πρώτου μέρους της αυτοβιογραφίας του, το οποίο διαδέχεται η λαμπερή εποχή της επιτυχίας του Born to run, του γάμου του με την Πάτι, της γέννησης των παιδιών του –το μόνο σημείο όπου η γραφή του γίνεται μελό– αλλά και της μάχης του με την κατάθλιψη.
Τίποτα δεν είναι αθώο, τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν χαρίζεται εύκολα, όπως ξέρει κάθε Αμερικανός που βιώνει κάθε λέξη των στίχων του Μπρους με τη ψυχή του: η αφήγηση ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια των προγόνων, που έφτασαν από την Ολλανδία και την Ιρλανδία από την πλευρά του σκληροτράχηλου και μετέπειτα παρανοϊκού πατέρα του, ο οποίος ορκιζόταν αποκλειστικά στο «ιερό εξάμπιρο» –η αιτία που, όπως λέει ο ίδιος, έμεινε μακριά από το ποτό και τις ουσίες–, και από τη Νότια Ιταλία, από την πλευρά της μητέρας του, η οποία ήταν μια αξιοπρεπής γραμματέας δικηγορικού γραφείου με ελάχιστη, όμως, ικανότητα να αντισταθεί στον απόλυτα κυριαρχικό σύζυγο. Η διασκέδαση στα παιδικά χρόνια συνίστατο, κυρίως, σε βόλτες στη μακρινή εσπλανάδα στον λόφο που βρισκόταν στην άκρη της πόλης, ενώ τα κρύα σπίτια όπου έμεναν θερμαίνονταν από τις ιστορίες της γιαγιάς και μια παλιά στόφα – πολλές φορές δεν υπήρχε καν ζεστό νερό. Ακόμα και οι βόλτες με το αυτοκίνητο δεν είχαν αμεριμνησία αλλά ήταν μια οδυνηρή εμπειρία, γεμάτη άγριες εικόνες, όταν με την αδελφή του παρατηρούσαν τους άνδρες να σκοτώνονται κυριολεκτικά στο ξύλο στη μέση του δρόμου – ο σκληρός κόσμος των ανδρών, για τον οποίο μιλάει να αναλυτικά σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου του.
Όμως, παρά τις διαρκείς αντιπαλότητες με φίλους, όταν οι διαφορές λύνονταν σε γκρεμισμένα εργοστάσια στην ακτή του Νιου Τζέρζι, όπου έμεναν για ένα διάστημα με το πρώτο του μουσικό σχήμα, ο ίδιος παρέμενε εγκρατής και άκρως εργατικός, χαρακτηριστικά που του κληροδότησε, όπως ομολογεί, η μητέρα του, και, το κυριότερο, σεμνός και γήινος, κάτι που τον καθιστά μοναδικό μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι εξακολουθεί να μένει στο Νιου Τζέρζι, όπου κάποτε, στα νότια, απλωνόταν η χώρα των «γκρίζερ» προς τον Αυτοκινητόδρομο 9 και στην ενδοχώρα τα σκληροπυρηνικά «μαύρα παιδιά» της ροκ με τα διαρκή ξεσπάσματα και τα ναρκωτικά. Εκείνος όμως ήξερε ότι δεν ανήκε σε καμία από αυτές τις φυλές, αφού όλα του τα ακούσματα αμφισβητούσαν την καθαρότητα, μπολιάζοντας τη μουσική του με το ηχόχρωμα της μουσικής των μαύρων και τις φολκ μπαλάντες και συνοψίζοντας τόσο τις ροκ εντάσεις όσο και τις ποπ καταβολές των ωραίων εφήβων του Άσμπουρι Παρκ, όπου εμφανίζονταν, όταν στα τύμπανα πρωταγωνιστούσε ο περίφημος «Μα Ντοκ». Η αφροϊταλική κόμμωση και η αγριάδα του Σπρίνγκστιν έδινε την ένταση για την οποία διψούσαν τα πλήθη, χωρίς τον ρεβανσισμό των υπόλοιπων ροκάδων, ενώ τα χέρια του μάτωναν κυριολεκτικά παίζοντας μια κιθάρα που είχε αποκτήσει με το ίδιο του το αίμα.
Άκρως συγκινητικές είναι, για παράδειγμα, οι περιγραφές για το πώς δανείστηκε, παιδί ακόμα, την πρώτη του κιθάρα μαζί με τη μητέρα του. Στη συνέχεια αγόρασε μια σειρά κάπως καλύτερα μοντέλα, μια Κεντ και κατόπιν μια πετρόλ μασίφ Epiphone. Άκρως αντιπροσωπευτική του Μπρους είναι η σκηνή που χρειάστηκε να κουβαλήσει, σαν τον «καουμπόη του μεσονυχτίου», όπως γράφει χαρακτηριστικά, μια φτηνή ακουστική κιθάρα χωρίς θήκη στο λεωφορείο όταν πήγαινε για οντισιόν στο γραφείο του Τζον Χάμοντ. Ως αυθεντικός καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε παρά να είναι φετιχιστής και ενθουσιώδης όχι μόνο με τις κιθάρες αλλά και με οτιδήποτε του κόλλησε το μικρόβιο της μουσικής. Είναι τόσο πυρακτωμένες οι περιγραφές για τη στιγμή που άκουσε πρώτη φορά τον «επί γης Μεσσία», τον Έλβις Πρίσλεϊ, και κατόπιν τους Μπιτλς, ώστε αναγκάζεται να γράψει με κεφαλαία γράμματα και να χρησιμοποιήσει αποσιωπητικά, σαν να τους βλέπει τώρα με φλέβες που καίνε. Αυτό δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το τι είναι αυτό που τον καθιστά πραγματικό αφεντικό: το ότι κρατάει ακόμα ζωντανή τη σπίθα του πρωτογενούς ενθουσιασμού που βάζει φωτιά όχι μόνο στον λόγο του αλλά σε κάθε του εμφάνιση. Ευτυχώς αυτός δεν κόπασε όπως ούτε και τα απωθημένα, απλώς γλύκανε με τα χρόνια, μεταλλάχθηκε, έγινε αγωνία, ακόμα και το τέρας της κατάθλιψης, την οποία αποδίδει εν πολλοίς στην προβληματική σχέση με τον πατέρα του – κάποιες στιγμές απόγνωσης που, όμως, δεν τους επέτρεψε να τον καταβάλουν. Από τα πιο συγκλονιστικά αποσπάσματα αυτής της άκρως εξομολογητικής βιογραφίας είναι η περιγραφή του πώς έδειξε στον πατέρα του το Όσκαρ που κέρδισε για την ταινία Φιλαδέλφεια: «Μόλις έφτασα στο Σαν Ματέο, μπήκα στην κουζίνα, όπου ο πατέρα μου εξακολουθούσε να κάθεται και να καπνίζει σαν Βούδας της εργατικής τάξης, και το ακούμπησα στο τραπέζι μπροστά του. Το κοίταξε, έπειτα κοίταξε εμένα και είπε: “Δεν θα ξαναπώ ποτέ σε κανέναν τι θα κάνει”».
Αυτό, βέβαια, δεν το τήρησε ο Μπρους που, όπως ομολογεί, έκανε αμέτρητα λάθη, παρασύρθηκε από την αδυναμία του στις γυναίκες, συγκρούστηκε βίαια, αδίκησε πρώην συναδέλφους του, αγάπησε με την ψυχή του την πρώην σύζυγο του Πάτι, η οποία του χάρισε μια όμορφη οικογένεια και τρία παιδιά. Μαζί της ανακάλυψε την ουσιαστική του όψη: «Η νέα μας ζωή αποκάλυψε ότι ήμουν κάτι παραπάνω από ένα τραγούδι, μια ιστορία, μια νύχτα, μια ιδέα, μια αλήθεια, μια σκιά, ένα ψέμα, μια στιγμή, μια ερώτηση, μια απάντηση, ένα ανήσυχο αποκύημα της φαντασίας μου και της φαντασίας των άλλων... Η δουλειά είναι δουλειά, αλλά η ζωή... είναι ζωή! Και η ζωή υπερβαίνει την τέχνη πάντοτε». Στις 23 Σεπτέμβρη, οπότε το αφεντικό συμπληρώνει 75 χρόνια ακάματης περιοδείας στον πλανήτη Γη, μπορεί να είναι περήφανος ότι έπιασε το νόημα περισσότερο απ’ τον καθένα για όλους αυτούς τους λόγους και γιατί εξαρχής γνώριζε πως «nobody wins, unless everybody wins». Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ μόνος του, γιατί ήταν όλοι εμείς, ο καθένας ξεχωριστά και μαζί, υπηρέτες και αφεντικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.