Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ αποκαλούσε τον Δημήτριο Καπετανάκη, αυτόν τον μοναδικό, ιδιοσυγκρασιακό δοκιμιογράφο, ποιητή, μεταφραστή, αισθητιστή, που πέθανε πολύ νέος, «εραστή του Βορρά». Τι να εννοούσε; Μήπως κάποια πυκνή ερωτική δραστηριότητα στο Κέμπριτζ και στο Λονδίνο; Μάλλον όχι. Έτσι κι αλλιώς, ο Καπετανάκης δεν μας έχει αφήσει πολλά πράγματα για την ερωτική του ζωή. Λίγα ξέρουμε, για παράδειγμα μια σύντομη ερωτική σχέση του με τον ποιητή Τζο Άκερλι, που ήταν και ο εκδότης του περιοδικού του BBC «The Listener».
Φαίνεται ότι αυτή η σχέση τον είχε οδηγήσει σε κατάσταση απελπισίας. Και για να λυτρωθεί, έγραψε, με πυρετώδη ρυθμό, ένα δοκίμιο για τον Ρεμπό. Είχε εξομολογηθεί την εμπειρία του αυτή στο Γιώργο Σεφέρη. «Πέρασα έναν μήνα απερίγραπτου πόνου… Επί δέκα μέρες έγραφα χωρίς διακοπή και με βία, γεμάτος από φόβο μήπως η τρέλλα ή ο θάνατος με προλάβουν. Όταν τελείωσα το δοκίμιο, ένιωσα πως βρισκόμουν έξω από τον κίνδυνο. Είχα λυτρωθεί. Και έτσι έγραψα το καλύτερο πράγμα που μπόρεσα να γράψω ως τώρα».
Ξέρουμε, βέβαια, περισσότερα για τη σχέση του με τον Τζόν Λέμαν, τον εκδότη πολύ σημαντικών περιοδικών, που έβγαινε μέσα από τον κύκλο της ομάδας των συγγραφέων και καλλιτεχνών, Μπλούμσμπερι. Δεν ήταν όμως σχέση ερωτική. Ήταν περισσότερο μια πολύ στενή, φιλική σχέση, ίσως μια σχέση «μετουσιωμένου έρωτα».
Όλο το έργο του Καπετανάκη, στοχαστικό, μεγάλο, πολύπλευρο, απρόοπτο, ερεθιστικό, πρωτότυπο για τους συσχετισμούς και τις συνάψεις του, δημιουργείται σε μικρό άνοιγμα χρόνου, από το 1932 έως το 1944.
Ο «εραστής του Βορρά» είναι μια φράση του Τσαρούχη που τη βρίσκουμε σε ένα κείμενό του δημοσιευμένο το 1985: «Κάποτε θα μεταφραστούν και τα αγγλικά κείμενα του Καπετανάκη και θα δω τι έλεγε ο “εραστής του Bορρά”», έγραφε ο Τσαρούχης. Πριν από σαράντα χρόνια, όταν ο Τσαρούχης έγραφε τη φράση αυτή, το έργο του Καπετανάκη ήταν σχετικά ή ανεπαρκώς γνωστό, μολονότι ο Καπετανάκης ήταν μια cult μορφή μεταξύ μυημένων που διατηρούσαν ως ευαγγέλιο μια έκδοση έργων του από τις εκδόσεις Γαλαξίας της Ελένης Βλάχου, χρονολογημένη το 1961.
Η έκδοση αυτή περιλάμβανε το δοκίμιο Η μυθολογία του ωραίου και την ελληνική εκδοχή της διατριβής του Έρως και Χρόνος που την είχε εκπονήσει στη Χαϊδελβέργη με την επίβλεψη του Καρλ Γιάσπερς. Σαράντα χρόνια μετά δεν χρειάζεται να περιμένουμε ούτε τα αγγλικά ούτε τα ελληνικά κείμενα του Καπετανάκη. Τα έχουμε πλέον όλα σε δύο τόμους και τέσσερα βιβλία, σε μια έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού και του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες.
Αυτό το έργο-άθλο το οφείλουμε στην Εμμανουέλα Κάντζια που επιμελήθηκε δεκάδες κείμενα του Καπετανάκη (δοκίμια, βιβλιοκριτικά και τεχνοκριτικά σημειώματα, διαλέξεις, μεταφράσεις, ποίηση) που ταξινομούνται στον τόμο με τα δημοσιευμένα έργα (δύο βιβλία) και στον τόμο με τα κατάλοιπα (δύο βιβλία). Όλο το έργο του Καπετανάκη, στοχαστικό, μεγάλο, πολύπλευρο, απρόοπτο, ερεθιστικό, πρωτότυπο για τους συσχετισμούς και τις συνάψεις του, δημιουργείται σε μικρό άνοιγμα χρόνου, από το 1932 έως το 1944.
Το 1932 αποφοιτά από τη Νομική Αθηνών, έχοντας γράψει την πρώτη μελέτη του Από τον αγώνα του ψυχικώς Μόνου, με την οποία ήθελε να πάρει τον τίτλο του διδάκτορα από τη Νομική. Δεν έγινε όμως δεκτή γιατί δεν θεωρήθηκε ειδικά επιστημονική. Στις 9 Μαρτίου 1944 πεθαίνει, σε ηλικία 32 ετών, από λευχαιμία, σε νοσοκομείο του Λονδίνου, ενώ επεξεργαζόταν το ποίημά του «Lazarus», γραμμένο στα αγγλικά, κι έχοντας προλάβει να δει στο περιοδικό «New Writing and Daylight», του φίλου του Τζον Λέμαν, το δοκίμιό του για τον Ντοστογιέφσκι και το ποίημά του «Emily Dickinson».
Μαζί με τα έργα, η Εμμανουέλα Κάντζια έγραψε, ως εισαγωγή, μια εκτεταμένη εργοβιογραφία του Καπετανάκη. Το κείμενό της μας βάζει μέσα σε μια ζωή σύντομη σε διάρκεια, αλλά πλούσια, βαθιά, φωτεινή και σκοτεινή ταυτόχρονα, ιδιαίτερα στα χρόνια της Αγγλίας (1939-1944) που ο Καπετανάκης βασανιζόταν από κρίσεις αυτοπεποίθησης και απογοήτευσης που έφταναν στα όρια της κατάθλιψης. Κι αυτό είναι πολύ ταιριαστό με τον Καπετανάκη που σε όλη του τη ζωή ασχολούνταν με τους ανθρώπους, με την ύπαρξή τους, με τον Ρεμπό, με τον Γκεόργκε, με τον Προυστ…
Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραφε σ’ ένα αχρονολόγητο κείμενό του ότι ο Καπετανάκης είναι «ένα μεγάλο “ίσως” των ελληνικών και των αγγλικών γραμμάτων». Με τη συμπλήρωση της έκδοσης όλων των έργων του μπορούμε να πούμε ότι είναι «ένα μεγάλο “ναι”». Κατατάσσεται στη γενιά του ’30, τόσο την ελληνική όσο και την αγγλική, που είναι, ας πούμε, η γενιά του Όντεν. Θα λέγαμε όμως ότι ήταν ακατάτακτος.
Ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης τον τοποθετούσε στο περιθώριο της γενιάς του ’30, μαζί με τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη. Έβλεπε και στους δύο μια κοινή ιδιοσυγκρασία. Έγραφε: «Μου έδιναν την εντύπωση μιας συνεχούς εφιδρώσεως έτσι όπως κινιόντουσαν, μεγαλώνανε, συντροφεύανε». Και οι «Διόσκουροι» στο περίφημο δοκίμιο του Ζήσιμου Λορεντζάτου δεν είναι άλλοι από τον Σαραντάρη και τον Καπετανάκη.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Δημητρίου Καπετανάκη είναι δοκιμιακό. Τα θέματα των δοκιμίων του κινούνται μεταξύ της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Μάλιστα, είναι πολύ προκλητικός ο τρόπος με τον οποίο ο Καπετανάκης συνδυάζει αυτά τα δύο πεδία. Στη διατριβή του Έρως και Χρόνος, όπου διερευνά το βίωμα του χρόνου για τον ερωτευμένο, ένα θέμα φιλοσοφικό, η πραγμάτευση στηρίζεται κυρίως στη λογοτεχνία, στα σονέτα του Σαίξπηρ, στον Προυστ, στον ποιητή Γκεόργκε, στον Γκαίτε. Αδιαφορεί πολλές φορές για τα θεωρητικά ζητήματα. Και μολονότι γράφει, για παράδειγμα, για τον Ρεμπό, δεν τον ενδιαφέρει ο μοντερνισμός, αλλά το real thing, το «συγκεκριμένο», όπως γράφει η Εμμανουέλα Κάντζια, δηλαδή η ίδια η ζωή του συγγραφέα.
Και η ζωή του Καπετανάκη είναι σύντομη, αλλά απίθανα συμπυκνωμένη. Ζει σε τρείς χώρες (Ελλάδα, Γερμανία, Αγγλία), γράφει σε τέσσερις γλώσσες (ελληνικά, γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά), είναι Έλληνας και οικουμενικός. Γεννήθηκε το 1912 στη Σμύρνη, σε αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν γιατρός με καταγωγή από το Πήλιο), έζησε τη φωτιά και την καταστροφή και μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1922. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να γίνει «ξεριζωμένος» γιατί, όπως είχε πει, «η σοβαρότης του ξεριζωμένου και του ανέραστου είναι πάντα ύποπτη».
Φοίτησε στη Νομική, όπου οι νεοκλεγέντες υφηγητές Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Κωνσταντίνος Τσάτσος γίνονται μέντορές του. Ταυτόχρονα γνωρίζει τον σημαντικότερο κλασικό φιλόλογο, τον Ιωάννη Συκουτρή, «ευαγγελιστή του Πλάτωνα και μυσταγωγό επιμελών και ατίθασων νέων». Το 1934 αναχώρησε για τη Χαϊδελβέργη, όπου είχαν σπουδάσει και οι μέντορές του, και όπου έγινε μαθητής του Καρλ Γιάσπερς. Ο Χίτλερ είχε ανέβει στην εξουσία από το 1933, τα πράγματα για τους ξένους είχαν αλλάξει και από τον Καπετανάκη είχε ζητηθεί πιστοποιητικό θρησκεύματος.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1936 σε εποχές δύσκολες. Στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά οι μέντορές του δεν έχουν ισχύ. Ο Κανελλόπουλος είναι εξόριστος στην Κύθνο και ο Τσάτσος είναι μεν στη Νομική, αλλά μάλλον υπό επιτήρηση. Αρχίζει μαθήματα Φιλοσοφίας και Αισθητικής στον «Ασκραίο», ένα είδος ανοιχτού πανεπιστημίου που είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Συκουτρής το 1936 με τη συνεργασία της Τζούλιας Αμπελά Τερέντσιο, που ήταν κριτικός λογοτεχνίας και καθηγήτρια απαγγελίας στο Ελληνικό Ωδείο. Από τα μαθήματά του στον «Ασκραίο», Τρίτη απόγευμα, στην οικία Μπίστη, οδός Δραγατσανίου 6, οι συμμετέχοντες διασώζουν την εικόνα του: ο μελαχρινός αδύνατος νέος με την ελαφρώς ασιατική φυσιογνωμία, το σταρένιο δέρμα και τα μεγάλα φλογερά μάτια που κοίταζαν σαν μέσα από τα πράγματα.
Το 1939 ο Καπετανάκης φεύγει με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου για σπουδές Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Κing’s College του Κέμπριτζ. Αρχίζει η πιο δημιουργική και ταυτόχρονα μυθιστορηματική τελευταία περίοδος της ζωής του που θα κλείσει το 1944, με τον πρόωρο θάνατό του. Στο Κέμπριτζ ο Καπετανάκης κάνει πολλές γνωριμίες.
Πιο σημαντική είναι όμως η συνάντησή του εκεί με τον Τζον Λέμαν, εκδότη και ποιητή. «Ο Λέμαν διαισθάνεται ότι αυτός ο Έλληνας με τα ιδιαίτερα βιώματα, τη βαθειά καλλιέργεια και το πηγαίο χιούμορ, θα μπορούσε να γίνει πολύτιμος σύμβουλος και φίλος». Και έγινε. Και ταυτόχρονα λειτούργησε ως μεσολαβητής για την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας στην Αγγλία. Οι πρώτες μεταφράσεις του έργου του Σεφέρη και του Πρεβελάκη στα αγγλικά θα δημοσιευτούν χάρη στον Καπετανάκη σε περιοδικό του Λέμαν.
Τον Νοέμβριο του 1941 εγκαθίσταται στο Λονδίνο και αναλαμβάνει υπηρεσία στο Γραφείο Πληροφοριών της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Εκφωνεί ομιλίες και από τον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC, ενώ ταυτόχρονα ζει την εμπειρία του πολέμου στο Λονδίνο με τους ξαφνικούς συναγερμούς αλλά και τα πάρτι στο διαμέρισμα του Λέμαν, στο Μέιφεαρ. Ο Καπετανάκης φτάνει πάντοτε αργά, λόγω της δουλειάς του στο Γραφείο Πληροφοριών. Προλαβαίνει όμως να βρει τον Σπέντερ, τον Φόρστερ, τον Ντέι Λιούις ή τον Όργουελ και να συνομιλήσει μαζί του έντονα για τον Στάλιν και τη σοβιετική διπλωματία.
Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1944. Λίγες μέρες πριν πεθάνει ζήτησε να διαβάσει Ντίκενς. «Το άσπρο σεντόνι καλύπτει όλο το σώμα του νεκρού, αφήνοντας να φανεί για πρώτη φορά τόσο καθαρά η μορφή του».
Ψευτιές
Θα το πιστέψω το θρασύ, τ’ανείπωτο το ψέμα!/
Στα μάτια σου που λάμψανε στην τύχη θ’ αντικρίσω/
φλόγα μικρή και μυστική, που φούντωσε για μένα,/
και στα χλωμά τα χέρια σου τρεμούλιασμα θα χύσω,/
τρεμούλιασμα παράξενο και ψεύτικο-ωιμένα!
Πρέπει τ’ανείπωτο να πω!/
Ψεύτικο το τρεμούλιασμα και ψεύτικη κι η λάμψη
κι ο ψεύτης είμ’εγώ!
(Ποίημα του Δημητρίου Καπετανάκη δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέα Εστία» το 1946, γραμμένο, μάλλον, το 1932).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.