Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Αν συναντούσα τώρα τον Σεφέρη θα τον ρωτούσα γιατί ήταν τόσο γκρινιάρης» Facebook Twitter
Οι δικοί του ισχυρίζονται πως είχε πολύ χαριτωμένες στιγμές, αλλά, από τα διαβάσματά μου και από τις εντυπώσεις άλλων που τον είχαν γνωρίσει, έχω καταλάβει πως πρέπει να ήταν δύσκολος άνθρωπος. Όχι δύστροπος, αλλά τόσο εμμονικά αφοσιωμένος στα γραπτά του, ώστε να μην κάνει τις υποχωρήσεις που κάνουμε εμείς.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Αν συναντούσα τώρα τον Σεφέρη θα τον ρωτούσα γιατί ήταν τόσο γκρινιάρης»

0


Βιβλιογράφος, επίτιμος διδάκτορας Φιλολογίας στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Πάτρας, με αρκετές ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του και με θητεία λογοτεχνικού κριτικού, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος είδε τη ζωή του ν' αλλάζει χάρη στην ενασχόλησή του με το έργο του Γιώργου Σεφέρη – τον ίδιο τον Σεφέρη ουδέποτε τον συναναστράφηκε. Στα νιάτα του, μια περίοδο που έμενε κι αυτός στο Παγκράτι, τον θυμάται «ν' ανηφορίζει την οδό Ευτυχίδου με το αργό, βαρύ περπάτημά του, στηριγμένος στο μπράτσο της Μαρώς», αλλά, όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου» (Πατάκης), του φαινόταν αδιανόητο να τον πλησιάσει και να του συστηθεί.

Το αδιανόητο, σήμερα, για κάποιον που μελετά συστηματικά τον Σεφέρη είναι να προσπεράσει τις εργασίες του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Το ίδιο ισχύει και για τους μελετητές του Καβάφη, όπως και για εκείνους του Σικελιανού, του Ελύτη, του Αναγνωστάκη, του Αλέξανδρου Κοτζιά. Κανονικά, οι βιβλιογραφίες που συνέταξε αυτός ο πρώην τραπεζικός υπάλληλος, καταγράφοντας και ταξινομώντας τα ίχνη δημιουργών σαν τους προαναφερθέντες, θα 'πρεπε να έχουν γίνει από ομάδες ερευνητών μέσα στα πανεπιστήμια. Κι όμως, τις έκανε μόνος του, σκαλίζοντας διάφορα αρχεία σαν το μυρμήγκι, με τη φιλόλογο Μαρία Στασινοπούλου στο πλευρό του, πολύτιμη συνοδοιπόρο και σύμμαχο.

Κάθε βιβλίο, λέει ο Δασκαλόπουλος, πριν εκδοθεί, έχει συνήθως τις ταλαιπωρίες του και η φρεσκοτυπωμένη «Βιβλιογραφία Σεφέρη 1922-2016» δεν αποτελεί εξαίρεση. Ολοκληρωμένη από τον ίδιο εδώ και δεκαεπτά χρόνια, προοριζόταν να εκδοθεί από τον Ίκαρο με χρηματοδότηση του πάλαι ποτέ Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Στην πορεία, εντούτοις, το τελευταίο υπαναχώρησε και όλες οι προσπάθειες να εξασφαλιστεί νέος χορηγός στάθηκαν άκαρπες. Η υπόθεση σερνόταν μέχρις ότου το έργο της έκδοσης ανέλαβε το Ίδρυμα Ουράνη, θεσμός που λειτουργεί υπό την προεδρία της Κικής Δημουλά στους κόλπους της Ακαδημίας Αθηνών. Όχι ότι δεν υπήρξαν κι εδώ καθυστερήσεις, αλλά να που η «αμαρτωλή» αυτή ιστορία επιτέλους διευθετήθηκε.

Κάποτε με είχαν κατηγορήσει ότι χρησιμοποιώ λέξεις και εκφράσεις της καθαρεύουσας, όχι πολύ δόκιμες στη δημοτική. Μ' έναν νόμο, όμως, δεν γίνεται να σου υποβάλουν πώς θα γράψεις. Δεν είμαι εμμονικός, ούτε υποστηρίζω τους τόνους και τα πνεύματα, αλλά η γλώσσα είναι γλώσσα, καθένας τη χρησιμοποιεί όπως επιθυμεί.

Με αφετηρία το 1922, όταν δημοσιεύτηκε στο παρισινό περιοδικό «Βωμός» το φοιτητικό του ποίημα «Σοννέτο», στη «Βιβλιογραφία Σεφέρη» καταγράφονται με χρονολογική σειρά όλα τα έργα του ποιητή (βιβλία, μεμονωμένα ποιήματα, δοκίμια, μεταφράσεις, αλληλογραφίες), οι συνεντεύξεις του και διάφορα σκόρπια κείμενά του που άρχισαν να εμφανίζονται μετά τον θάνατό του το '71, οι ξενόγλωσσες εκδόσεις των ποιημάτων του (που ως τη βράβευσή του με Νόμπελ μόλις που άγγιζαν τις δέκα, ενώ από το '63 μέχρι σήμερα έχουν ξεπεράσει τις εκατόν εξήντα), καθώς και ό,τι έχει δημοσιευτεί για το έργο του στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Αν συναντούσα τώρα τον Σεφέρη θα τον ρωτούσα γιατί ήταν τόσο γκρινιάρης» Facebook Twitter
Προσωπικά, όταν έγραφα στα «Νέα», ουδέποτε ήταν για βιβλία που δεν μου άρεσαν. Μοναδική εξαίρεση το μυθιστόρημα «H συμμορία της άρπας» του Κουμανταρέα, για το οποίο εξέφρασα τις αντιρρήσεις μου. Φωτο: Irene Savaidis - PlatinumPhotos.gr

«Καμία βιβλιογραφία δεν μπορεί να είναι εξαντλητική και πλήρης παρά μόνον στο μυαλό των ανίδεων ή των νωθρών, όπως είχε σημειώσει παλαιότερα ο Γ.Π. Σαββίδης» επαναλαμβάνει για νιοστή φορά και ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Στη συγκεκριμένη, για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά το διάστημα 2003-2016 δεν καταγράφονται μεμονωμένα άρθρα εφημερίδων και περιοδικών για τον Σεφέρη, παρά μόνο τα αφιερώματα – «με τις συνεχείς αναβολές της έκδοσης, κάτι τέτοιο θα 'ταν πρακτικώς αδύνατον». Όπως και να 'χει, πάντως, «στις σελίδες της υπάρχουν πληροφορίες που εξακτινώνονται προς διάφορες κατευθύνσεις και οι φοιτητές που θα βρουν την υπομονή να τη διεξέλθουν θα συναντήσουν έναν χρήσιμο μπούσουλα στην διαδρομή του ποιητή».

Στα «Χρόνια μου και τα χαρτιά μου» ο Δασκαλόπουλος χρησιμοποιεί κατά κόρον το ρήμα «διεξέρχομαι», λέξη που σημαίνει ότι διαβάζω κάτι από την αρχή ως το τέλος πολύ προσεχτικά, διεξοδικά. Είναι από τα πρώτα πράγματα που του λέω όταν συναντιόμαστε. «Αλήθεια; Δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Κάποτε με είχαν κατηγορήσει ότι χρησιμοποιώ λέξεις και εκφράσεις της καθαρεύουσας, όχι πολύ δόκιμες στη δημοτική. Μ' έναν νόμο, όμως, δεν γίνεται να σου υποβάλουν πώς θα γράψεις. Δεν είμαι εμμονικός, ούτε υποστηρίζω τους τόνους και τα πνεύματα, αλλά η γλώσσα είναι γλώσσα, καθένας τη χρησιμοποιεί όπως επιθυμεί».

— Η πρώτη σας απόπειρα να γράψετε μια μελέτη για τον Σεφέρη χρονολογείται από την εποχή της χούντας. Τι αναζητούσατε ακριβώς;

Μια παρηγοριά ήθελα, μια προσωπική εκτόνωση απέναντι στις συνθήκες της δικτατορίας. Ξεκίνησα να γράψω κάτι για το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'», την πιο πολιτική συλλογή του Σεφέρη, καθώς περιέχει άμεσες αναφορές για το κλίμα που επικρατούσε στα παρασκήνια της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο. Ψάχνοντας τι γινόταν στη Μέση Ανατολή εκείνο το διάστημα, μεταξύ '41 και '44, διαπίστωσα μια εντελώς ασυνήθιστη υπερκινητικότητα εκ μέρους του. Έκανε εκδόσεις, έδινε διαλέξεις, έπαιρνε μέρος σε εκθέσεις... Υποθέτω πως ήταν μια εξωστρέφεια υπαγορευμένη από τις συνθήκες του πολέμου, ένας τρόπος να δηλώσει συμμετοχή σε μια κοινή προσπάθεια. Δεν είναι τυχαία η αφιέρωση στις «Δοκιμές» που έβγαλε εκεί: «στους φίλους και συνοδοιπόρους που είναι στην Ελλάδα, σημάδι βαθειάς αλληλεγγύης». Ενώ, όμως, είχα ήδη γράψει κάποιες σελίδες, βλέποντας να εκδίδονται τόσα ανέκδοτα έργα του μετά τον θάνατό του, αποφάσισα να σταματήσω εκείνη τη μελέτη και να στραφώ προς τα ίδια τα έργα και την εκδοτική τους τύχη.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Αν συναντούσα τώρα τον Σεφέρη θα τον ρωτούσα γιατί ήταν τόσο γκρινιάρης» Facebook Twitter
Ο Γιώργος Σεφέρης με τη σύζυγό του Μαρώ.

— Όταν χτυπήσατε την πόρτα της Μαρώς Σεφέρη, ζητώντας πρόσβαση στο αρχείο του ποιητή, εκείνη, απέναντι σ' έναν υπάλληλο της Εθνικής Τραπέζης και απόφοιτο της Νομικής όπως εσείς, απόρησε: «Τι τα θες αυτά παιδί μου;» είπε. Σήμερα, που βαδίζετε αισίως στα 78, τι απάντηση θα δίνατε;

Ειλικρινά, δεν μπορώ να εξηγήσω πώς γλίστρησα σ' αυτή την περιπέτεια. Γενικώς, πάντα μου άρεσε να βάζω τα πράγματα σε τάξη, είναι μια διαστροφή του μυαλού... με την καλή έννοια. Επιπλέον, διάβαζα κτηνωδώς! Μέχρι να πάω φαντάρος είχα ήδη διεξέλθει και τους 48 τόμους της Βασικής Βιβλιοθήκης που έβγαζε ο Ζαχαρόπουλος, στην οποία αποτυπωνόταν όλη η νεοελληνική λογοτεχνία, μέχρι τον Καβάφη και τον Παλαμά. Ωστόσο, είτε λόγω οικογενειακών συνθηκών είτε λόγω μιας έμφυτης αυτοσυγκράτησης, ως τα τέλη της δεκαετίας του '70 δεν είχα αναμειχθεί με λογοτεχνικούς κύκλους και οι δυο ποιητικές συλλογές που είχα εκδώσει ως τότε είχαν περάσει σχεδόν απαρατήρητες.

— Η «Εργογραφία Σεφέρη», όμως, που δημοσιεύσατε το '79 σας άνοιξε πολλές πόρτες. Χάρη σ' αυτήν γνωρίσατε τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, τον «μόνο άξιο του ονόματος δοκιμιογράφο του καιρού μας» όπως γράφετε, καθώς και τον Γ.Π. Σαββίδη, έναν «από τους λιγοστούς πανεπιστημιακούς που απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην αξία των βιβλιογραφικών εργασιών». Είχατε συνείδηση πόσο καθοριστική θα ήταν για σας αυτή η δουλειά;

Με τίποτα δεν περίμενα ότι θα έκανε τόση εντύπωση. Ήταν όμως μια ιδιόρρυθμη βιβλιογραφία. Όσες είχαν προηγηθεί, κυρίως εκείνη του Κατσίμπαλη, αρκούνταν σε μια ξερή καταγραφή: τίτλος του βιβλίου, αριθμός σελίδων και κάποιες στοιχειώδεις πληροφορίες για την έκδοση. Εγώ αυτό το ανέτρεψα. Ό,τι πληροφορίες μπορούσαν να βγουν από κάθε βιβλίο, τις έδινα: πού τυπώθηκε, σε τι τιράζ, αν υπάρχουν αφιερώσεις, εάν η έκδοση έχει ειδικό χαρτί κ.ο.κ. Επιπλέον, στο ίδιο σημείο ενσωμάτωνα και ό,τι κριτικές είχαν γραφτεί, μαζί με ενδεικτικά αποσπάσματα, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να βλέπει και την υποδοχή που είχε κάθε έργο. Ήταν μια δομή που ανέτρεπε τα καθιερωμένα, την οποία είχα εμπνευστεί από τον βιβλιογράφο του Θεοτοκά, Μάνο Μοσχονά.

— Με τον τρίτο τόμο του «Πολιτικού Ημερολογίου» του Σεφέρη τι γίνεται; Δεκαετίες τώρα παραμένει ανέκδοτος...

Ο Αλέξανδρος Ξύδης μάλλον επίτηδες καθυστερούσε τη δημοσίευσή του, επειδή φοβόταν μήπως εκτεθούν οι ζώντες ακόμα πολιτικοί που εμπλέκονταν στις συνομιλίες για το Κυπριακό, δηλαδή ο Αβέρωφ και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Όπως διαπίστωσα με τη σειρά μου, πέρα από ημερολογιακές σημειώσεις, το υλικό του περιλαμβάνει τόσο πολλά και εξειδικευμένα στοιχεία, που μόνο ένας βαθύς γνώστης της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας θα μπορούσε να το επιμεληθεί. Ο Σεφέρης, ως διπλωμάτης, ήταν δυσαρεστημένος με τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης που οδήγησαν το '59 στις συμφωνίες της Ζυρίχης. Υποστήριζε πως το πρόβλημα δεν ήταν οι Άγγλοι αλλά οι Τούρκοι. Κι όπως λέει ο ιστορικός Γιώργος Γεωργής από το Πανεπιστήμιο Κύπρου που έχει αναλάβει πλέον την επιμέλεια της έκδοσης, είχε στείλει σχετική επιστολή στον Αβέρωφ, την οποία, για να μην παραπέσει ως ιδιωτική, την είχε στείλει και στο υπουργείο Εξωτερικών και την είχε πρωτοκολλήσει...

— Γνωρίζοντας τα πάντα σχεδόν για τον Σεφέρη, υπάρχει κάτι που, αν είχατε την ευκαιρία, θα θέλατε να τον ρωτήσετε;

Γιατί ήταν τόσο γκρινιάρης, αυτό θα τον ρώταγα. Για πράγματα που άλλοι έβρισκαν φυσιολογικά, εκείνος παραπονιόταν. Κριτικές που στα μάτια ενός σημερινού αναγνώστη μοιάζουν θετικές, εκείνον τον έκαναν να δυσφορεί. Οι δικοί του ισχυρίζονται πως είχε πολύ χαριτωμένες στιγμές, αλλά, από τα διαβάσματά μου και από τις εντυπώσεις άλλων που τον είχαν γνωρίσει, έχω καταλάβει πως πρέπει να ήταν δύσκολος άνθρωπος. Όχι δύστροπος, αλλά τόσο εμμονικά αφοσιωμένος στα γραπτά του, ώστε να μην κάνει τις υποχωρήσεις που κάνουμε εμείς. Οι νεότεροι τον κατηγορούν ότι φρόντιζε πολύ για την προβολή του έργου του. Γιατί όχι; Υπάρχει κανείς που να μην το κάνει; Ποιος άλλος έχει γράψει τόσες χιλιάδες επιστολές, τόσους τόμους ημερολογίων, τόσες μεταφράσεις, με τόσο βεβαρημένα υπηρεσιακά καθήκοντα ταυτόχρονα; Ακόμα αναρωτιέμαι: πώς είχε ασκηθεί σε τόση πειθαρχία; Πολύ θα ήθελα να έχω μια βαθιά και ουσιαστική σχέση μαζί του, όπως είχα με τον Σαββίδη, τον Λορεντζάτο ή τον Αναγνωστάκη. Δεν θα έλεγα το ίδιο για τον Ελύτη – ήταν πιο αποστασιοποιημένος στην επαφή μας...

— Για τον Καβάφη τι θα λέγατε;

Και ποιος δεν θα ήθελε να έχει γνωρίσει έναν τέτοιο μύθο; Ο Καβάφης είναι ο μόνος για τον οποίο δεν ξέρουμε πώς μιλούσε, πώς διάβαζε τα ποιήματά του, δεν υπάρχει ηχητική καταγραφή. Όπως δεν υπάρχει και καμιά φωτογραφία του με άλλους ομότεχνους. Η ποιητική του ιδιοσυγκρασία, βεβαίως, είναι εντελώς διαφορετική από του Σεφέρη, μολονότι ο Σεφέρης στα ποιήματά του για την Κύπρο ακολουθεί το καβαφικό παράδειγμα. Η διαφορά τους φαίνεται και στις επιστολές τους. Ο Καβάφης, ακόμη κι όταν του προτείνουν τη μετάφραση των ποιημάτων του, απαντά λακωνικά, σχεδόν τηλεγραφικά.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Αν συναντούσα τώρα τον Σεφέρη θα τον ρωτούσα γιατί ήταν τόσο γκρινιάρης» Facebook Twitter
Tον ίδιο τον Σεφέρη ουδέποτε τον συναναστράφηκε. Στα νιάτα του, μια περίοδο που έμενε κι αυτός στο Παγκράτι, τον θυμάται «ν' ανηφορίζει την οδό Ευτυχίδου με το αργό, βαρύ περπάτημά του, στηριγμένος στο μπράτσο της Μαρώς», αλλά, όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου» (Πατάκης), του φαινόταν αδιανόητο να τον πλησιάσει και να του συστηθεί.

— Στο βιβλίο σας αναφέρετε πως ίσως υπήρξατε ο μόνος φίλος του Γ.Π. Σαββίδη με τον οποίο δεν ψυχράνθηκε ως τον θάνατό του. Πώς τα καταφέρατε;

Από ένα σημείο κι έπειτα, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, ο Σαββίδης είχε γίνει πολύ οξύθυμος. Καθώς του είχα συμπαρασταθεί μετά την επέμβαση ανοιχτής καρδιάς που είχε κάνει στην Αμερική κι είχα καταλάβει την αλλαγή στον χαρακτήρα του, έδειχνα ανοχή στις εκρήξεις του. Διαφορετικά, θα είχαμε διαρρήξει κι εμείς τις σχέσεις μας. Την ίδια περίοδο, άλλωστε, έγραφε κριτικές που στη συνέχεια απέρριπτε. Οι εκρήξεις ενθουσιασμού του για ορισμένα βιβλία γρήγορα κατέπιπταν.

— Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε τη λογοτεχνική κριτική;

Υπάρχουν δύο ειδών κριτικές. Η μία γίνεται επί τροχάδην, αφορά τις νέες κυκλοφορίες κι έχει κυρίως ενημερωτικό χαρακτήρα. Η άλλη γίνεται αναδρομικά και είναι πιο κατασταλαγμένη, πιο τεκμηριωμένη, πιο στιβαρή. Άλλο να γράφεις για το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα κι άλλο για το σύνολο της δουλειάς του. Σήμερα, όμως, τέτοιου είδους κριτική δεν χωράει πουθενά. Μόνο σε βιβλίο μπορεί να βγει.

— Από τους ζώντες ποιητές μας ποιον ξεχωρίζετε;

Χωρίς αμφιβολία, την Κική Δημουλά. Δεν μπορούμε να μην της αναγνωρίσουμε μια πρωτοτυπία. Έχει ήδη δημιουργήσει ένα κλίμα και μια σειρά νεότερων ποιητριών ακολουθούν το παράδειγμά της. Κάποιοι θεωρούν ότι επαναλαμβάνεται. Εγώ πιστεύω ότι από τη στιγμή που ένας ποιητής βρίσκει τον τόνο της φωνής του, δεν είναι δυνατόν να τον αλλάζει από συλλογή σε συλλογή.

— Ο κριτικός πρέπει κυρίως να αναδεικνύει ή να απορρίπτει;

Προσωπικά, όταν έγραφα στα «Νέα», ουδέποτε ήταν για βιβλία που δεν μου άρεσαν. Μοναδική εξαίρεση το μυθιστόρημα «H συμμορία της άρπας» του Κουμανταρέα, για το οποίο εξέφρασα τις αντιρρήσεις μου.

— Αν ένα κακό βιβλίο έχει συναρπάσει τη μισή Ελλάδα, δεν οφείλεις να τοποθετηθείς;

Αυτό είναι μια ωραία ευκαιρία για να γίνεις εσύ αντικείμενο συζήτησης.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η σκοτεινή πλευρά της αγοράς έργων τέχνης: Τα δύο αστυνομικά μυθιστορήματα του Όλιβερ Μπανκς

Βιβλίο / Η σκοτεινή πλευρά της αγοράς έργων τέχνης: Τα δύο αστυνομικά μυθιστορήματα του Όλιβερ Μπανκς

Βρόμικα παιχνίδια που στήνονται γύρω από διάσημους πίνακες και διαχρονικά ζητήματα του χώρου της τέχνης περνούν μέσα στις δύο ιστορίες με τρόπο οικείο και διαφωτιστικό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Απολογία για τις γυναίκες που εγκατέλειψαν τα παιδιά τους

Βιβλίο / Απολογία για τις γυναίκες που εγκατέλειψαν τα παιδιά τους

Από την Ίνγκριντ Μπέργκμαν στην Τζόνι Μίτσελ κι από την Ντόρις Λέσινγκ στη Μίριελ Σπαρκ, ένα νέο βιβλίο καταγράφει τις περιπτώσεις των διάσημων γυναικών που άφησαν τα παιδιά τους χωρίς να κοιτάξουν πίσω.
THE LIFO TEAM
Ποιο είναι το μονοπάτι για μια καλύτερη ζωή;

Βιβλίο / Ποιο είναι το μονοπάτι για μια καλύτερη ζωή;

Ο δημοφιλής καθηγητής του Χάρβαρντ, Μάικλ Πιούετ, μιλά στη LiFO με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του και εξηγεί πώς η κινεζική φιλοσοφία βοηθά τους ανθρώπους να βελτιώσουν τον εαυτό τους και την κοινωνία τους. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Λακαριέρ

Βιβλίο / Ο Λακαριέρ, αυτός ο «ξένος» που εκτίμησε βαθιά τη φτωχική πλευρά του ελληνικού καλοκαιριού

Δεν ήταν ο αστός που είδε την Ελλάδα ως χώρα εξωτική, ταξίδεψε κατάστρωμα γιατί δεν είχε ποτέ λεφτά. Γνώρισε την Ανάφη των εξόριστων και την αφιλόξενη Σέριφο, κατέγραψε το δικό του ελληνικό καλοκαίρι σε ένα απαραίτητο βιβλίο Ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ