Η ΛΕΞΗ «ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟ» εμφανίζεται στη γλώσσα μας γύρω στο 1888, για να δηλώσει τον τόπο όπου γίνεται η αφόδευση και η ούρηση. Συνώνυμά της είναι οι λέξεις τουαλέτα, μέρος, αφοδευτήριο, καμπινές, απόπατος, βεσέ, χέστρα. Το «αποχωρητήριο» είναι επίσης ένας χώρος αποχώρησης, αποτραβήγματος. Στα ελληνικά αγροτικά σπίτια ήταν κάπου εκτός, πρόχειρες κατασκευές πάνω από αυλάκια ή πάνω από κατώγια, όπου σωρεύονταν οι κοπριές των ζώων. Τέτοια αποχωρητήρια τα έβρισκε κανείς παντού στην αγροτική Ευρώπη.
Η Ανί Ερνό γράφει, σε κάποιο από τα βιβλία της, γι’ αυτόν τον τόπο, στο πατρικό της, στη βόρεια Γαλλία· έξω από το σπίτι, σαν κρεμασμένο πάνω από ένα ρυάκι. Και ο απόπατος στο αγροτόσπιτο του παππού του Πέτερ Χάντκε στη νότια Καρινθία, στην Αυστρία, ήταν πάνω από τον στάβλο με τα ζώα. Το κάθετο φρέατιό του οδηγούσε από την τρύπα όπου καθόσουν για την ανάγκη σου κάτω, στον σωρό της κοπριάς. Κομμάτια εφημερίδας, περασμένα σε σπάγκο, που κρέμονταν από ένα καρφί στον ξύλινο τοίχο, χρησίμευαν για τη στοιχειώδη καθαριότητα. Ήταν κυρίως κομμάτια από εφημερίδα στα σλοβενικά, καθώς ο εκ μητρός παππούς του Χάντκε ανήκε στη σλοβενική μειονότητα της Καρινθίας.
Στο Δοκίμιο για το αποχωρητήριο (Versuch über den Stillen Ort), που κυκλοφόρησε το 2012, ο Χάντκε δεν ασχολείται με το αποχωρητήριο ως αφοδευτήριο. Ούτε τον ενδιαφέρει η εθνολογία και η ανθρωπολογία του μέρους. Τον ενδιαφέρει ως χώρος στιγμιαίας απόσυρσης, αυτό το «επιτέλους μόνος», ως χώρος προσωρινής παραίτησης και σιωπής, που θα του επιτρέψει σε λίγο να ξαναβγεί στον κόσμο, να ξαναβρεί με νέο σθένος τη γλώσσα και τη λαλιά.
Είναι ένα από τα πέντε δοκίμια, με τα οποία ο συγγραφέας δείχνει στον εαυτό του και στους αναγνώστες του τον κόσμο. Τον δείχνει μέσα από έναν έκκεντρο και εκκεντρικό τρόπο, που μερικούς μπορεί να τους εκνευρίζει.
«Εμπρός, σήκω, γύρισε στους άλλους, πολυσύλλαβος, έμπλεος ευγλωττίας», όπως γράφει ο Χάντκε, κλείνοντας με τη φράση αυτή το δοκίμιό του. Είναι πολύ ωραίο και πολύ εύστοχο κάτι που είχε γράψει η Ελβετίδα κριτικός λογοτεχνίας Πία Ράιναχερ το 2012, όταν εκδόθηκε το δοκίμιο στα γερμανικά: «Ο ήσυχος τόπος, η μπανάλ τουαλέτα χρησιμεύει ως τραμπολίνο, με το οποίο (ο συγγραφέας) εκτοξεύεται από την ανούσια πραγματικότητα σε άλλους κόσμους. Τι ιδιόρρυθμη και ειρωνική ιδέα!».
Πραγματικά είναι ιδιόρρυθμο και εκκεντρικό αυτό που κάνει ο Χάντκε. Φτιάχνει μια προσωπική γεωγραφία από τουαλέτα σε τουαλέτα ή από απόπατο σε απόπατο. Τον βλέπουμε, πριν απ’ όλα, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην τουαλέτα του σπιτιού του στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου μεγαλώνει με τη μητέρα του και τον πατριό του, Μπρούνο Χάντκε. Ο Χάντκε είχε πάρει το επώνυμο του πατριού του και όχι του βιολογικού πατέρα του, που τον συνάντησε για πρώτη φορά όταν ο ίδιος ήταν πλέον ενήλικας. Ο επόμενος σταθμός είναι ο απόπατος του αγροτόσπιτου του παππού του. Μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το καθολικό οικοτροφείο. Ύστερα, το δημόσιο λύκειο του Κλάγκενφουρτ, της πρωτεύουσας της Καρινθίας. Μετά, ένας σιδηροδρομικός σταθμός στη διάρκεια της πρώτης του απόδρασης.
Κατόπιν, το Πανεπιστήμιο του Γκρατς, όπου άρχισε να σπουδάζει, χωρίς να τελειώσει ποτέ τις σπουδές του όμως. Ακολούθησε το αποχωρητήριο ενός ναού στη Νάρα της Ιαπωνίας, την πρώην έδρα των αυτοκρατόρων, που τον οδήγησε στην ανάγνωση του έργου του Τανιζάκι Το εγκώμιο της σκιάς», με τις περιγραφές ιαπωνικών αποπάτων σε ναούς.
Γράφει ο Χάντκε: «Για πρώτη φορά εκείνο το πρωί, μπαίνοντας στην τουαλέτα του ναού στη Νάρα, η Ιαπωνία μού έγινε οικεία (…) Στο εγκώμιο των αποπάτων των γιαπωνέζικων ναών ο Τανιζάκι εξαίρει τους τοίχους με την ντελικάτη υφή του ξύλου και κυρίως τη συρόμενη πόρτα, το ξύλινο κιγκλίδωμα της οποίας, επικαλυμμένο με ανοιχτόχρωμο χαρτί που αναπνέει, αφήνει να μπει απ’ έξω μόνο μια θαμπή αντανάκλαση». Μέσα σ’ αυτήν τη θαμπάδα, το «μέρος» του ναού ήταν για τον Χάντκε όχι μόνο καταφύγιο και άσυλο αλλά και τόπος απελευθέρωσης.
Σε αυτό το μισοσκόταδο του αποχωρητηρίου στον ναό της Νάρα, ο Χάντκε έφερε στον νου του τις τουαλέτες των αεροπλάνων ή καλύτερα μια συγκεκριμένη τουαλέτα που είχε φινιστρίνι. Ήταν ένα σοβιετικό Ιλιούσιν που έκανε το δρομολόγιο από τη Μόσχα στο Ανατολικό Βερολίνο. Από το φινιστρίνι της τουαλέτας, ακριβώς από πάνω του, μπορούσε να δει το φεγγάρι και μερικά αστέρια να ατενίζουν τη γη. «Μια εικόνα που κοιτούσα από τον καμπινέ για πολλή ώρα κατά την πτήση με το μικρότερο από τα επιβατηγά αεροπλάνα Ιλιούσιν».
Η αναζήτηση της ησυχίας του αποχωρητηρίου –το γράψαμε κιόλας– δεν είναι, για τον Χάντκε, μια τάση φυγής από την κοινωνία· ξαναγυρίζει σε αυτήν. «Σχεδόν κάθε φορά, εκεί, στα απόμερα αποχωρητήρια, ο θόρυβος, τα γέλια, οι φωνές, μετατρέπονταν, μόλις διαπερνούσαν τα ντουβάρια, τους τοίχους και τις πόρτες, αν όχι σε κάτι το εύηχο, τουλάχιστον σε κάτι οικείο στ’ αυτιά μου, κι αυτό με τραβούσε πάλι πίσω στους άλλους, τους δικούς μου, έστω κι αν δεν ήταν καν οι δικοί μου, στους θορύβους, τον σαματά, την ασίγαστη βουή των χώρων».
Ο Χάντκε άρχισε να γράφει αυτό το δοκίμιο στη Γαλλία, αλλά σε μια ενδιάμεση ζώνη, ανάμεσα στο Παρίσι και τη Νορμανδία, ανάμεσα στη μεγαλούπολη και τη θάλασσα. Από μια άποψη, το αποχωρητήριο είναι επίσης ένας ενδιάμεσος χώρος, ένα ουτοπικό καταφύγιο. Για τον Χάντκε –ξέροντας τη βιογραφία του και τη διαρκή μετακίνησή του– θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει ως μεταφορά για την έλλειψη στέγης και τη διαρκή αναζήτηση μιας πατρίδας.
Η μετάφραση του Σπύρου Μοσκόβου μεταφέρει τέλεια στη γλώσσα μας τη γλώσσα του Χάντκε, που κινείται μεταξύ του δοκιμίου και της περιγραφής.
ΥΓ.: Το Δοκίμιο για το αποχωρητήριο είναι ένα από τα πέντε δοκίμια, με τα οποία ο συγγραφέας δείχνει στον εαυτό του και στους αναγνώστες του τον κόσμο. Τον δείχνει μέσα από έναν έκκεντρο και εκκεντρικό τρόπο, που μερικούς μπορεί να τους εκνευρίζει. Δεν παύει να είναι όμως γοητευτικός και «πολυσύλλαβος». Όσοι αγαπήσουν το Αποχωρητήριο, μπορούν να αναζητήσουν και τα Δοκίμιο για το τζουκμπόξ, Δοκίμιο για τον μανιταρομανή (και τα δύο σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας), Περί επιτυχημένης μέρας και Περί Κοπώσεως ( και τα δύο σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, Καστανιώτης).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.