1. Αγάπης και χαράς γλυκεία ώρα. Μια ωραία έκδοση για το σκοτεινό τρυγόνι, για τον Αγιοσκιαθίτη μας, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Κείμενα/ανακοινώσεις σε εκδήλωση για τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του που συγκεντρώθηκαν και στεγάστηκαν στον κομψό τόμο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τη φροντίδα της Εταιρείας Συγγραφέων. Βάλσαμο ο λόγος του συγγραφέα της Φόνισσας, ωφέλιμες οι ηδείες αναμοχλεύσεις που επιχειρούν φιλόλογοι και συγγραφείς όπως ο Λουκάς Κούσουλας και ο Κωστής Μουρσελάς, ο Γιώργος Παγανός και ο Νικήτας Παρίσης, η Μαρία Ψάχου και η Χριστίνα Αργυροπούλου και η Τασούλα Καραγεωργίου. Ευκαιρία να μαγευτούμε και πάλι από το ποίημα που παρεμβάλλεται στο διήγημα Θέρος-Έρως και να το αντιγράψουμε εδώ προς τέρψιν και διά τον εγλεντζέ μας: «Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ' έρωτας καρτέρι,/ πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει./ Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ πουλί μου,/ αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου./ Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,/ αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το ξέρει./ Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστείς, αρνί μου,/ αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου».
2. Λεκτικός καταιγισμός: Λέξεις που ίπτανται και καλπάζουν και τρέχουν και βροντούν και πάλλονται και αλαλιάζουν. Λέξεις που αφηνιάζουν. Λέξεις που συνθέτουν ένα θέατρο/ποίημα, μια παρατεταμένη συγκροτημένη κραυγή. Το Madre Dolorosa - Ο Έρωτας (εκδ. Μελάνι) της Σόνιας Ζαχαράτου. «Όταν το σούρουπο σε έναν πλανήτη άδειο από κόσμο,/ Θα τελειώνει,/ Όταν πλέον όλα από τον πλανήτη θα έχουν εξαφανισθεί,/ Ακόμα και τότε,/ Τότε,/ Στην άβυσσο του μέλλοντος,/ Στον ίλιγγο του χάους,/ Η φωτογραφία θα μείνει, θα μείνει, θα μείνει,/ Θα παλέψει με νύχια και με δόντια για να μείνει,/ Θα αναμετρηθεί με τους γαλαξίες για να μείνει,/ Για να μείνει νέος ουρανός,/ Νέος απαστράπτων ουρανός,/ Να γίνει ουρανός αλλόφρων,/ Αλλόφρων, αλλόφρων ουρανός,/ Θα φροντίσει να γίνει ουρανός,/ Σκέπη της ανθρωπότητας,/ Συμπαντικό Μουσείο Έρωτος».
3. Στοχαστική Μελωδία. Αν επιλέγεις να εκκινείς από τον Mαρσέλ Προυστ, ξέρεις ότι οφείλεις να διακονείς τη μελωδία, τη μνήμη, του χρόνου τα χνάρια, τη συγκίνηση της ανάμνησης. Ο Αλέξανδρος Μηλιάς (Αθήνα, 1982) ξεκινάει από τη «μοναξιά και την ερημιά των πραγμάτων» και βλέπει το «νήμα της μνήμης να λαμπυρίζει». Εμμένει στη μαρμαρυγή που σβήνει καθώς το γεγονός απομακρύνεται, χάνεται στο παρελθόν, νεκρώνεται. Στην Αψίδα των Νεκρών Θριάμβων (εκδ. Πατάκη) παρελαύνουν στιγμές που η ποίηση ξέρει να σώζει, ξέρει να επιμηκύνει, ξέρει να μας τις δωρίζει. «Θυμάμαι κόσμος που ήταν μαζεμένος,/ δεν ήξερα τον λόγο μόνο φανταζόμουν / κι έτρεμα να φανώ γιατί ως συνήθως / ήμουν σ' ευαίσθητη ισορροπία με το μέσα μου./ Σκεφτόμουν τα οράματα φλεγόμενα ν' αγγίζουν / τη χάρη του ορατού κόσμου.// Έτοιμη να χαθεί απ' το σώμα η καρδιά μου,/ έκλαιγε, σπίτι ερημωμένο./ Αν δεν υπήρχε εκείνη που ήταν νόημα / για τη ζωή και για τον θάνατό μου,/ αν δεν υπήρχε εκείνη που στο φύλαγμά της/ θα 'ριχνα τις σελίδες και του πυρετού μου για διασκέδαση, θα είχα τη λύπη ν' αναλογιστώ τι ευθύνη / κρύβει μια αίθουσα σπιτιού γεμάτη κόσμο;/ Ποιος λογαριάζει να μιλώ, να εκτροχιάζω / για λίγο την πορεία του χρόνου».
σχόλια