TO KAE TEMPEST γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1985, όπου ζει μέχρι σήμερα. Γράφει ποίηση, μουσική, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα. Έχει κυκλοφορήσει πέντε δίσκους και έχει προταθεί πέντε φορές για το Mercury Music Prize. Το 2013 κέρδισε το βραβείο Ted Hughes για το εκτενές αφηγηματικό ποίημα Brand New Ancients, ενώ το 2014 χαρακτηρίστηκε «ποιητό της επόμενης γενιάς» από την Poetry Book Society.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε έντεκα γλώσσες, ενώ έχει ασχοληθεί πολύ με τη spoken word ποίηση που συνδυάζει στοιχεία «ποίησης του δρόμου», ραπ και περφόρμανς. To 2020 άλλαξε το όνομά του από Kate Tempest σε Kae Tempest και ανακοίνωσε ότι θα αυτοπροσδιορίζεται πλέον από τις προσωπικές αντωνυμίες they/them αντί για she/her.
Το non-fiction βιβλίο του πολυτάλαντου και πολυσχιδούς Kae Tempest, Για τη σύνδεση, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κείμενα σε μετάφραση Ισμήνης Θεοδωροπούλου γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19, κάτι που μοιάζει λογικό, αν σκεφτούμε πως ακριβώς εκείνη την εποχή συνειδητοποιήσαμε την αξία της σύνδεσης με τους άλλους, όταν η κοινωνική αποστασιοποίηση μάς τη στέρησε.
Εξελίσσοντας το «όλος ο κόσμος μια σκηνή» του Σαίξπηρ, η πραγματικότητα για το Kae Tempest καθορίζεται από τη «σκηνή» της διαδικτυακής παρουσίας στην οποία ανεβαίνουμε καθημερινά αλλά και τις διάφορες «παραστάσεις» που δίνουμε και τους ρόλους που κρατάμε, από την εργασία και την οικογένεια μέχρι τις κοινωνικές συναναστροφές μας.
Το Για τη σύνδεση δεν έχει καμία σχέση με self-care ή self-help αναγνώσματα, παρ’ όλο που προσεγγίζει θέματα αυτογνωσίας και μιλά αρκετά για την αξία της αυτεπίγνωσης. Επιπλέον, είναι πολύ περισσότερα από ένα βιβλίο προσωπικού διαλογισμού, όπως διαβάζουμε στην περίληψη του οπισθόφυλλου.
Η εικοσάχρονη εμπειρία του Kae Tempest ως δημιουργού αλλά και πάνω στη σκηνή ως περφόρμερ το οδήγησε να γράψει αυτό το εμπνευσμένο και εξαιρετικής πυκνότητας δοκίμιο που αντικατοπτρίζει με ακρίβεια και οξυδέρκεια την εποχή μας, μια εποχή στην οποία επικρατεί «το μούδιασμα ή η αποσύνδεση», δηλαδή «η έλλειψη αληθινού συναισθήματος», όπως λέει, και η απομάκρυνσή μας από τους άλλους.
Σε αυτή την εποχή της αποχαύνωσης, όπου οι καπιταλιστικές αξίες, ο ανταγωνισμός, ο ατομικισμός, ο υλισμός και η εκμετάλλευση έχουν αλώσει τα πάντα, τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας αλλά και τον κόσμο γύρω μας, το Kae Tempest προκρίνει τη δημιουργικότητα, ως βασική προϋπόθεση για να ανακτήσουμε τη βαθύτερη σχέση με τον εαυτό μας και τον κόσμο και επιχειρεί να καταδείξει με ποιον τρόπο η δημιουργικότητα ευνοεί τη σύνδεση.
Ωστόσο, η έννοια της δημιουργικότητας για το Kae επεκτείνεται και ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της τέχνης, καθώς αφορά κάθε ανθρώπινη δημιουργική δραστηριότητα. «Δημιουργικότητα είναι η οποιαδήποτε πράξη αγάπης», υποστηρίζει. «Χρειάζεται δημιουργικότητα για να ντυθείς καλά, για παράδειγμα. Για να είσαι γονιός. Για να βάψεις ένα περβάζι. Για να δώσεις σε κάποιον που αγαπάς την αμέριστη προσοχή σου». Ενώ τον όρο «σύνδεση» τον προσδιορίζει ως «την αίσθηση του να είσαι γειωμένο στον ενεστώτα χρόνο».
Η βασική συνεισφορά του βιβλίου είναι ότι κατορθώνει, παράλληλα με την ανάδειξη της αξίας της δημιουργικότητας και της επιτακτικής ανάγκης για σύνδεση, να περιγράψει εύστοχα και με μεγάλη διεισδυτικότητα τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τους ψηφιακούς διχασμούς που βιώνουμε καθημερινά, τους κινδύνους από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις παράλληλες κοινότητες και ατομικότητες που ποτέ δεν συναντιούνται, την επικράτηση του «φαίνεσθαι» και της επιφάνειας, το ατέρμονο κυνήγι της φήμης και του κύρους, τη λυσσαλέα ανάγκη για αποδοχή και επιδοκιμασία, το κυνήγι των likes και το φαινόμενο των selfies, τη μόνιμη διάθεση για αυτοπροβολή.
Η εμπειρία του Kae Tempest στη σκηνή αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη, καθώς μεταφέρει τα στάδια της προετοιμασίας μιας συναυλίας ή περφόρμανς στην αληθινή ζωή, προσφέροντας έτσι στον αναγνώστη μια καίρια αλληγορία. Οι ευφάνταστοι τίτλοι των επτά κεφαλαίων του βιβλίου («Στήσιμο», «Σάουντ τσεκ», «Πόρτες», «Σαπόρτ», «Προετοιμασία», «Βγαίνοντας εκεί έξω», «Νιώθοντάς το να συμβαίνει») παραπέμπουν στην προετοιμασία μιας αληθινής αλλά και μεταφορικής «παράστασης», ενώ σε κάθε κεφάλαιο προτάσσονται επιγράμματα από το βιβλίο Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης του William Blake.
Εξελίσσοντας το «όλος ο κόσμος μια σκηνή» του Σαίξπηρ, η πραγματικότητα για το Kae Tempest καθορίζεται από τη «σκηνή» της διαδικτυακής παρουσίας στην οποία ανεβαίνουμε καθημερινά αλλά και τις διάφορες «παραστάσεις» που δίνουμε και τους ρόλους που κρατάμε, από την εργασία και την οικογένεια μέχρι τις κοινωνικές συναναστροφές μας.
Σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου περιγράφει το πώς κατέρρευσε όταν η αδιάλειπτη σκηνική του παρουσία με απανωτές παραστάσεις spoken word το οδήγησαν σε χειρουργείο για τις φωνητικές του χορδές. Το επιμύθιο από αυτήν τη δυσάρεστη εμπειρία ήταν ότι «Δεν μπορείς να αφήνεις αυτό που είσαι επί σκηνής να επιδιορθώνει τις ρωγμές αυτού που είσαι εκτός σκηνής. Δεν είναι βιώσιμο. Θα καταρρεύσεις. Αν γενικά είσαι ράκος, αλλά μαζεύεις τα κομμάτια σου ώστε να ανέβεις στη σκηνή και να δώσεις την παράστασή σου, θα το βρεις μπροστά σου».
Ο αναγνώστης θα ταυτιστεί πολλές φορές διαβάζοντας το βιβλίο και είναι εντυπωσιακό πώς, εκκινώντας από την καλλιτεχνική του παρουσία, το Kae ουσιαστικά απευθύνεται στον οποιονδήποτε άνθρωπο νιώθει να λυγίζει κάτω από το βάρος της καθημερινότητας και δεν προλαβαίνει να αναλογιστεί τίποτα, αλλά δρα μηχανικά. Πρόκειται για ένα βιβλίο γραμμένο με μεγάλη ενσυναίσθηση που δεν φοβάται να παραδεχτεί και τα προνόμια του ίδιου του συγγραφέα του. Σε αυτό βοηθά και το ύφος του που με στακάτες φράσεις και γλαφυρά παραδείγματα ισορροπεί δεξιοτεχνικά μεταξύ της σαφήνειας του δοκιμίου και του λυρισμού της ποίησης.
Η ζωή όπως την ξέραμε έχει μεταλλαχθεί οριστικά. Μόνιμα συνδεδεμένοι σε δίκτυα, αλλά αποσυνδεδεμένοι από ό,τι ορίζει έναν βαθύτερο εαυτό, επιδιώκουμε να μουδιάζουμε συνεχώς ώστε να μη νιώθουμε. Έχουμε καταληφθεί από «το πνεύμα των καιρών» και έχουμε παραμελήσει «το πνεύμα του βάθους», όπως τα ορίζει ο Καρλ Γιουνγκ στο Κόκκινο Βιβλίο του, το οποίο μεταξύ άλλων ενέπνευσε το Kae Tempst. Μπορεί να είμαστε φαινομενικά λειτουργικοί στην καθημερινότητά μας και συνεπείς στις πολλαπλές υποχρεώσεις μας, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυσλειτουργικοί όταν φεύγουν οι άλλοι και η «παράσταση» που δίνουμε κατεβαίνει.
Το μούδιασμα που νιώθουμε η είναι φυσική αντίδραση στη σύγχρονη ζωή. Για το Kae Tempest «η σύνδεση αντισταθμίζει το μούδιασμα» και «προσφέρει είτε φευγαλέα είτε σε βάθος χρόνου μια εγγύτητα με όλους τους άλλους ανθρώπους. Είναι χαρμόσυνη. Εκστατική». Μας δείχνει, λοιπόν, τον τρόπο να δημιουργήσουμε ένα φιλόξενο περιβάλλον για τη σύνδεση, μας καλεί να αλλάξουμε σημείο εστίασης, να αρχίσουμε να παρατηρούμε τις λεπτομέρειες γύρω μας, να αφεθούμε στη στιγμή και στο εδώ και τώρα, να ξεκινήσουμε να παρατηρούμε όσα δεν βλέπαμε, γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουμε να αντικρίσουμε ξανά την ομορφιά.
Η μετάφραση της Ισμήνης Θεοδωροπούλου θέτει από μόνη της ενδιαφέροντα ζητήματα όσον αφορά τη συμπερίληψη στο μεταφραστικό πεδίο. Η ίδια επιλέγει να χρησιμοποιήσει τη συμπεριληπτική γλώσσα σε όλο το βιβλίο και όχι μόνο όταν το Kae αναφέρεται στο εαυτό του. Εξηγεί αυτή την επιλογή, λέγοντας πως «αν το Κέι Τέμπεστ έγραφε αυτό το βιβλίο στα ελληνικά, θα χρησιμοποιούσε μια γλώσσα που να αντικατοπτρίζει τη μη δυαδική του ταυτότητα αλλά και τη συμπεριληπτική αντίληψή του για τον κόσμο». Η επιλογή είναι εύλογη.
Παρ’ όλα αυτά, ο αναγνώστης, που πιθανόν θα τον ξενίσει η χρήση του ουδέτερου, ακόμα και όταν απευθύνεται στον ίδιο, θα αντιληφθεί στην πράξη τα πολύ περιοριστικά όρια της ελληνικής γλώσσας που, σε αντίθεση με την αγγλική, δεν έχει καταφέρει ακόμα να συμφωνήσει στο απόλυτα κατάλληλο αντίστοιχο του they/them για τα άτομα που δεν προσδιορίζονται από το δίπολο αρσενικού - θηλυκού. Οι γλώσσες όμως μεταβάλλονται και οφείλουν να προσαρμόζονται στα νέα κοινωνικά δεδομένα, οπότε η συζήτηση για τη γλωσσική συμπερίληψη έχει ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά της και συνιστά πρόκληση για τους Έλληνες μεταφραστές.