Η «Ειδική Απεσταλμένη» του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Εσνόζ (Jean Echenoz) από τις εκδόσεις Ίκαρος είναι ένα κράμα αστυνομικού και κατασκοπευτικού μυθιστορήματος που συνδυάζει αριστοτεχνικά πλοκή και αφηγηματικό στυλ.
Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη μεταφέρει ακριβώς τον μπιτάτο ρυθμό και το χιούμορ του Εσνόζ, αναδεικνύοντας τη χαρακτηριστική πυκνή και λιτή γραφή του.
Ο Εσνόζ ωθεί τους ήρωές του στις περιπέτειες που τους οδηγεί άλλοτε η αφελής και άλλοτε η παράξενη ψυχοσύνθεσή τους.
Οι «κακοί» είναι κωμικοί, ενίοτε ολότελα συμπαθείς. Όπως ο κατακαημένος κακοποιημένος πρώην κατάδικος αποτυχημένης τραπεζικής ληστείας Πονιέλ, τον οποίο έχει μαζέψει ο μυστικός πράκτωρ Πολ Ομπζά βάσει σχεδίου του οποίου ιθύνων νους είναι ο στρατηγό Μπουρζό, ώστε να υποδυθεί τον αρχηγό των απαγωγέων της Κονστάνς.
Η απαχθείσα Κονστάνς θα βρεθεί ξαφνικά σε μια ερημιά της επαρχιακής Γαλλίας. Απρόσμενα απομονωμένη στην πυκνή βλάστηση της περιοχής, αρχικά σε δωμάτιο κατοικίας, κατόπιν φυγαδευμένη στον χώρο ελέγχου μιας ανεμογεννήτριας, θα πρέπει να συνηθίσει το αντικοινωνικό περιβάλλον που προσομοιάζει στη Βόρεια Κορέα, κατά το σκεπτικό των μυστικών πρακτόρων.
Ο Εσνόζ χρησιμοποιεί τον κρυφό διάλογο υπαινισσόμενος έντονα ότι η πλοκή δεν είναι παρά ένα παιχνίδι με τη φαντασία του αναγνώστη. Ο συγγραφέας θέλει να προβληματιστεί ή ν' αστειευτεί «φωναχτά» με τις καταστάσεις που περιγράφει.
Η απαγωγή είναι σκηνοθετημένη και αποτελεί εκπαίδευση της Κονστάνς ως κατασκόπου. Σκοπός των Ομπζά-Μπουρζό είναι να τη στείλουν στο απομονωμένο κράτος για να αποσταθεροποιήσει το καθεστώς!
Η Κονστάνς κάποτε τραγούδησε τη μία και μοναδική επιτυχία του συνθέτη άντρα της Λουί Τοσκ, η οποία διασκευάστηκε διεθνώς, σημειώνοντας κολοσσιαία επιτυχία στη Βόρεια Κορέα, κρυφά από τον λαό, στις ανώτερες σφαίρες της εξουσίας.
Ο Εσνόζ φαίνεται να το διασκεδάζει πολύ, καθώς κεφάλαιο το κεφάλαιο η παρωδία της αστυνομοκατασκοπευτικής ιστορίας του κορυφώνεται μέσα από ένα συνονθύλευμα ανατροπών και συμπτώσεων που φτάνουν στα όρια του παραλόγου.
Είναι κι αυτός ο στρατηγός Μπουρζό που δεν θέλει να κάτσει στ' αυγά του, «ειδικευμένος στη διήθηση και στην εκδιήθηση ευάλωτων προσωπικοτήτων με σκοπό την αλίευση πληροφοριών», συνεχίζοντας «να στήνει μικροεπιχειρήσεις για να μη χάσει το κολάι. Για ν' ασχολείται με κάτι. Για τη Γαλλία». (σελ. 11)
Ο αρχικατάσκοπος, πλέον συνταξιούχος 68άρης Μπουρζό, περίπου στην ηλικία του Εσνόζ (γεννημένος το 1947) όταν έγραφε το μυθιστόρημα, μοιάζει με περσόνα του ίδιου του συγγραφέα που κατασκοπεύει τις ζωές των χαρακτήρων και τις εκμυστηρεύεται στον αναγνώστη.
Ο Εσνόζ χρησιμοποιεί τον κρυφό διάλογο υπαινισσόμενος έντονα ότι η πλοκή δεν είναι παρά ένα παιχνίδι με τη φαντασία του αναγνώστη. Ο συγγραφέας θέλει να προβληματιστεί ή ν' αστειευτεί «φωναχτά» με τις καταστάσεις που περιγράφει.
Τι ν' αρέσει, άραγε, στον αναγνώστη; Μια κινηματογραφική περιπέτεια ίσως, όπου αφήγηση και εικόνα είναι ταυτόσημες; Ο συγγραφέας, γράφοντας, έχει διαρκώς τον αναγνώστη κοντά του και κατά νου:
«Αυτό, βέβαια, μας στερεί μια ολόκληρη σεκάνς που θα τη γυρίζαμε προθύμως σ' ένα Boeing − σε φυσικό ντεκόρ ή σε πλατό, ανάλογα με τον προϋπολογισμό μας. Ο Τοσκ και ο Ιασέντ θα 'χαν ταξιδέψει εκεί χωριστά, για να θολώσουν τα ίχνη τους, όπως το 'χε φανταστεί ο στρατηγός [...]. Ναι, δεν θα 'ταν διόλου άσχημη αυτή η σκηνή. Εκτός αν την κόβαμε μετά, στο μοντάζ. Καλά, ας το ξεχάσουμε». (σελ. 286)
Η «ειδική απεσταλμένη» Κονστάνς θα καταφέρει να επιβιώσει μέσα στο σκηνικό της δυστοπικής Βόρειας Κορέας. Η σατανικότητα των Βορειοκορεατών «συνοδών» της κρύβεται κάτω από ένα προσωπείο που μοιάζει να λέει κάτι σαν «ω, δεν τρέχει τίποτα Δυτική ξένη που βρίσκεσαι εδώ».
Ο Εσνόζ εναλλάσσει βιρτουόζικα κίνδυνο, ζόφο και τρόμο με μια χτυπητά λεπτή ειρωνεία σε επίπεδο μπλακ χιούμορ.
Η εσνοζική περιγραφή της διαφυγής των ηρώων από τη Βόρεια προς τη Νότια Κορέα, μέσα από μια απίστευτα επικίνδυνη ουδέτερη ζώνη, ένα ατελείωτο ναρκοπέδιο, είναι χαρακτηριστική γιατί αυτοαναιρείται:
«Θα 'ταν μακρύ και επώδυνο να περιγράψουμε λεπτομερώς την πορεία των φυγάδων προς τον Νότο, μια πορεία εξίσου επώδυνη και μακρά». (σελ. 278)
Πάραυτα ο Εσνόζ κρίνει ότι η σκηνή στο τσακ του γλιτωμού, μια στιγμή αγώνα δρόμου μεταξύ πεζογραφίας και κινηματογραφικού πλάνου, συμπτύσσει γέλιο και τρόμο σε δευτερόλεπτα:
«Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένας βρυχηθμός κινητήρα, τόσο ισχυρός όσο και υπόκωφος, διογκώθηκε πίσω τους. Γύρισαν και είδαν ένα κινέζικο χόβερκραφτ μοντέλο Zubr να τους πλησιάζει ολοταχώς, ολόισια και ολοφάνερα αδιάφορο για τις νάρκες, καθότι, έτσι όπως ήταν μονταρισμένο πάνω σε αερόσακους, μπορούσε να θωπεύει το έδαφος με πλήρη ασφάλεια. Μόλις ακινητοποιήθηκε δίπλα τους, πήδηξαν απ' αυτό δύο καινούργιες μαύρες φόρμες, όψεως εξαιρετικά εκνευρισμένης [...]. Τι κρίμα, πρόλαβε να μουρμουρίσει ο Γκανγκ, πάνω που τα είχαμε καταφέρει. Αυτά τα λόγια ήταν και τα τελευταία του, διότι, στο άψε-σβήσε, ο άνθρωπος με το τσεκούρι τον αποκεφάλισε κυριολεκτικά [...]. Ενώ το κεφάλι του κυλούσε στο έδαφος, με μια σκυθρωπή έκφραση ο άνδρας με την καραμπίνα έκανε μια μικρή παύση, κοιτάζοντας τον Πονιέλ μ' ένα καλοπροαίρετο χαμόγελο, πριν καθορίσει τη μοίρα του με δύο ριπές. Η πρώτη διέτρησε στο σώμα του κουτσού μια πυκνή διακεκομμένη στο ύψος της μέσης και η δεύτερη ολοκλήρωσε τη δουλειά αφαιρώντας τη σάρκα ανάμεσα στις τελείες της διακεκομμένης, με αποτέλεσμα τα δύο ημίσεα του Κλεμάν Πονιέλ να πέσουν κάτω, καθένα απ' την πλευρά του». (σελ. 279-280)
Το αποστασιοποιημένα ειρωνικό σπλάτερ εδώ θυμίζει αντίστοιχες μπλαζέ σκηνές τρόμου στο «14» του Εσνόζ, που είχε κυκλοφορήσει σε μετάφραση Κυριακίδη από τον Ίκαρο το 2014.
Στο «14», το πιο σύντομο και χαμηλόφωνο βιβλίο για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο που έχει γραφτεί ποτέ, μια παρέα νεαρών φίλων, χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πού θα βρεθούν ή τι θα τους συμβεί, σκοτώνονται βάναυσα ο ένας μετά τον άλλον στα χαρακώματα ή στο πεδίο της βέβαιης μάχης-εκτέλεσης.
Στην «Ειδική Απεσταλμένη» το παράλογο του πολέμου του '14 σχετίζεται θεματικά/νοηματικά με το παρανοϊκό κράτος της Βόρειας Κορέας που λειτουργεί με απάνθρωπες μεθόδους.
Μέσω ενός συμβουλίου με τους ανωτέρους του ο Μπουρζό μαθαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα με το καθεστώς των Κιμ.
Η ανθρωπιστική κατακραυγή είναι «ρητορική» γιατί υπό το πρίσμα της καθεμιάς από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία, ΗΠΑ, Νότια Κορέα) η Βόρεια Κορέα ρυθμίζει και εξισορροπεί την οικονομία, τη στρατηγική ή τη γεωπολιτική τους. Η Βόρεια Κορέα είναι τελικά ένα χρήσιμο κράτος!
Στην «Ειδική Απεσταλμένη» διακρίνεται κάτι από τους 100 διαφορετικούς τρόπους αφήγησης των «Ασκήσεων ύφους» του Ρεϊμόν Κενό, ενός από τους ιδρυτές του κινήματος OULIPO ή «Εργαστηρίου Δυνητικής Λογοτεχνίας» στο Παρίσι το 1960.
Μέσα στο βαγόνι του μετρό, o συνθέτης Λουί Τοσκ σκέφτεται ότι το όνομα και η εκφορά του κάθε σταθμού από την ωραία νεανική γυναικεία φωνή θα μπορούσε να έχει ανάλογα τόνο δραματικό, εκκλησιαστικό κ.λπ.
Διακρίνεται επίσης κάτι από το «Αν μια μέρα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» του Ίταλο Καλβίνο, του οποίου η γραφή καθορίστηκε από τους ευφάνταστους κόσμους του λογοτεχνικού παιχνιδιού που ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες, όπως η κυκλικότητα ή το να επανέρχεσαι από το τέλος μιας ιστορίας «δυνητικά» στην αρχή μιας άλλης. Ο Καλβίνο ήταν επίσης μέλος του OULIPO.
Στο κυκλικό φινάλε της «Ειδικής Απεσταλμένης» η Κονστάνς συναντιέται πάλι με έναν αινιγματικό άγνωστο που τη ρωτάει πού βρίσκεται η οδός Πετράρκ.
Ακριβώς όπως στην αρχή, όταν ο Εσνόζ περιγράφει, με άκρως διασκεδαστικό τρόπο, την απαγωγή μιας γοητευμένης Κονστάνς από τον γοητευτικό άγνωστο που της φαίνεται να υπόσχεται ρομαντικό έρωτα (οδός Πετράρκ/αναγεννησιακός ποιητής Πετράρχης/σονέτα/ρομάντζο).
Η ανάγνωση ως γνήσια ψυχαγωγία, λεκτική, εικονοποιητική, συμμετοχική, συνενοχική. Αυτός είναι ο στόχος του μυθιστορήματος αυτού ως φόρος τιμής στην παράδοση των πρωτοποριακών τεχνικών της δημιουργικής γραφής.
σχόλια