Δεν είναι πολλοί οι συγγραφείς που καταπιάστηκαν με την πολύτιμη αυτή λέξη, χωρίς τον κίνδυνο να κατακρημνιστούν, να τους πουν κοινότοπους και μελό ή απλώς θύματα του κατακλυσμικού κύματος των συναισθημάτων. Γιατί πώς, αλήθεια, μπορεί κανείς να μιλήσει για την αγάπη, χωρίς να υποπέσει, έστω, στο σφάλμα της ευκολίας; Η αγάπη μπορεί να εκφράζει το άπαν της ανθρώπινης προσδοκίας –ή, γι' άλλους, τα πάντα να βλέπει και τα πάντα να νικά–, φαντάζει όμως σχεδόν αδύνατον να τεθεί στο επίκεντρο μιας επιστημονικής θεώρησης. Ο Φρόιντ τη θεώρησε ψευτοκατασκευή, οι κοινωνιολόγοι αυθαίρετη εξω-ιστορική έννοια, οι φιλόσοφοι ανορθολογική πράξη ή μυστικιστικό κλέος-απόρροια της μεταφυσικής ανάγκης για σύνδεση με το θείο. Κι όμως, ο ψυχαναλυτής, κοινωνιολόγος και θεωρητικός Έριχ Φρομ τόλμησε, πριν από μισό αιώνα, να εντάξει την αγάπη στον «πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης» και να την επαναπροσδιορίσει όχι μόνο ως εννοιολογική κατασκευή αλλά και ως οντολογική συνθήκη. Έτσι, δεν έμεινε μόνο στη θεωρητική αναζήτηση τού τι κάνει την αγάπη να φαντάζει τόσο απαραίτητη και ουσιαστική, ούτε δαπάνησε όλη του τη ρητορική δεινότητα για να πείσει ένα ετερόκλητο αναγνωστικό κοινό. Κυρίως πίστεψε πως αν υπάρχει ένας λόγος που πρέπει να αναλύσει και να κατανοήσει κανείς τι είναι αγάπη, είναι επειδή αφορά αναγκαστικά και απαρέγκλιτα τους πάντες.
Γιατί, όπως επιμένει κι ο Φρομ, η αγάπη δεν «είναι ένα περιθωριακό και εξατομικευμένο φαινόμενο» αλλά μια συνολική συνθήκη που ξεπερνά τις επιμέρους δραστηριότητες, υπερβαίνει τις αντιθέσεις και τίθεται στην καρδιά του κόσμου.
Τούτο σημαίνει ότι για τον Έριχ Φρομ η αγάπη δεν είναι ένα παρωχημένο κέλευσμα στον αχό των πολυτάραχων ημερών. Σε εποχές που όλοι επανέφεραν το κρίσιμο ζήτημα της ιδεολογίας, ο Φρομ είχε το θάρρος να επιμείνει ότι σημασία έχει πώς αντιλαμβανόμαστε μάλλον, παρά το πόσο έντονα αισθανόμαστε την αγάπη: αυτή είναι η απαρχή κάθε ενσυνείδητης και άρα πετυχημένης δράσης. Με τον απλό τρόπο ενός πνευματικού δασκάλου –είχε εντρυφήσει στις αρχές του ταλμουδισμού– ο οποίος αναζητούσε την ψυχική επαφή με ένα διαφορετικό κοινό, ο Γερμανός στοχαστής δεν έδειξε να παρασύρεται από την ανάγκη της κατίσχυσης των ιδεών του, παρά πέρασε στο κρίσιμο στάδιο της δράσης με κεντρικό αίτημα όχι τόσο το πώς μπορώ να αγαπηθώ αλλά κυρίως να αγαπήσω. Πάντοτε, άλλωστε, στο έργο του τον απασχολούσε η αναζήτηση της πράξης: από την εποχή που εργαζόταν με την πρώην σύζυγό του και ψυχαναλύτρια Φρίντα Ράιχμαν στις πρακτικές της ψυχανάλυσης αλλά κι αργότερα στις έρευνές του στο Ινστιτούτο του Βερολίνου –την πρώιμη, δηλαδή, φάση της Σχολής της Φρανκφούρτης–, η έννοια της δράσης ως απόρροια μιας ενσυνείδητης θέσης επανερχόταν δυναμικά στο επίκεντρο των αναζητήσεών του. Ειδικά όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα της αγάπης, η έννοια της πρακτικής εκτίμησης, δηλαδή της «ενεργητικής» και «δημιουργικής», όπως την ονόμαζε, ικανότητας συσχετισμού που αποσκοπεί «στον δημιουργικό προσανατολισμό», ήταν κι εδώ πρωτεύουσα. Αφότου διαμόρφωσε το κεντρικό ανθρωπιστικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εδράζεται η ενσυνείδητη αναζήτηση της αγάπης, στη συνέχεια ο Φρομ έκανε λόγο για την υψηλή πρακτική: γι' αυτή την περίτεχνη μαστοριά που μπορεί να μεταμορφώσει το πλέον κοινότοπο άγγιγμα σε ύψιστη δημιουργία και τέχνη. Τίποτα δεν είναι απλό, ειδικά όταν μιλάμε για μια απαιτητική διαδικασία σαν την αγάπη, καθώς, σύμφωνα με τον Φρομ, απαιτεί πειθαρχία, υπομονή και συγκέντρωση κι είναι γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους που παραμένει υψηλή τέχνη. Όσο κι αν οι τότε συγκαιρινοί του, θεωρητικοί, στοχαστές και συγγραφείς, έδωσαν έμφαση στη θεωρητική ανάλυση ενός κόσμου διαρκώς σε αναβρασμό –το 1955, οπότε εκδόθηκε η Τέχνη της Αγάπης, είχαν ήδη προηγηθεί δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και μόλις ξεσπούσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ–, εκείνος επανερχόταν σε αυτό που δόξασε τα εφηβικά του όνειρα, πότισε την τέχνη του και τον έκανε να επιστρέφει στις αρχές του Διαφωτισμού και του μαρξισμού: στο ότι στο επίκεντρο όλων παραμένει ο άνθρωπος και τα δημιουργήματά του. Και ύψιστο δημιούργημα δεν μπορούσε να είναι άλλο από την αγάπη – αυτή είναι που καταργούσε τα ένστικτα και πρόβαλλε την αρχή της δημιουργίας. Ακόμη κι αν κάποιοι, αδιαφορώντας για το ιστορικό ή ανθρωπολογικό πλαίσιο, επέμεναν στον ενστικτώδη έρωτα ή τη ναρκισσιστική αναζήτηση της ομορφιάς, ο Φρομ υποστήριζε πως η αγάπη είναι κάτι πέρα από την επιφανειακή αναζήτηση του ωραίου. Ενασμενίζεται κανείς για τα εξωτερικά προσόντα του ή για την ανάγκη του για την ομορφιά, αλλά ουσιαστικά αυτό που επιζητεί είναι η αγάπη. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την ουσιαστική ανταμοιβή που χαρίζει η μύχια ανθρώπινη επικοινωνία: ο έρωτας παρέρχεται, η αγάπη διατηρεί την εσωτερική και απαρέγκλιτη ισχύ της. «Δεν υπάρχει σχεδόν καμία άλλη ανθρώπινη δράση», γράφει ο Φρομ, «κανένα άλλο τόλμημα που να αρχίζει με τόσο τεράστιες ελπίδες και προσδοκίες κι όμως να αποτυγχάνει τόσο συχνά όσο ο έρωτας. Αν αυτό συνέβαινε με οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη ενέργεια, οι άνθρωποι θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι να ανακαλύψουν τους λόγους αυτής της αποτυχίας ή να μάθουν πώς θα μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα – ή αλλιώς θα παραιτούνταν ολοκληρωτικά από αυτήν τη μορφή δραστηριότητας. Και αφού η τελευταία εκδοχή είναι αδύνατη, στην περίπτωση της αγάπης φαίνεται πως μόνο ένας δρόμος ανοίγεται για να ξεπεράσουμε την αποτυχία, να εξετάσουμε τις αιτίες της αποτυχίας αυτής και να προχωρήσουμε σε μια προσεκτική εξέταση της έννοιας της αγάπης».
Αλλά η εξέταση της αγάπης ως έννοιας συμπαρασύρει όχι μόνο διαβάσματα αλλά προπάντων καίριες διαπιστώσεις που θα βοηθήσουν να εξασκήσει κανείς με επιτυχία την αγάπη ως τέχνη. Στο απόλυτα διαβαστερό μπεστ-σέλερ με τον ομώνυμο τίτλο, Η τέχνη της αγάπης, που πλέον γιορτάζει τα πενήντα χρόνια του και οι εκδόσεις Διόπτρα τιμούν με μια ειδική έκδοση, ο Έριχ Φρομ επικαλείται όλες τις μορφές της αγάπης και τις μέχρι τούδε παρερμηνείες της: εκτός από την ερωτική αγάπη, εξετάζει τη μητρική και αδελφική αγάπη, την αγάπη για τον Θεό ή την αγάπη για τον εαυτό, θέτει τα όρια ανάμεσα στην αυτοσυνείδηση και τον ναρκισσισμό, την εμπιστοσύνη στον εαυτό και την αλαζονεία καθώς και την αληθινή πίστη και τον ετεροκαθορισμό. Τίποτα δεν μένει έξω από αυτή την πολυποίκιλτη θεώρηση, που, έχοντας ως έρεισμα τις βασικές αρχές του πρώιμου μαρξισμού και της ιουδαϊκής θρησκείας, λαμβάνει υπ' όψιν όλες τις θεωρητικές τάσεις που ανιχνεύουν τη δύναμη της ουσιαστικής ανθρώπινης δράσης: ο ψυχαναλυτής και συγγραφέας φαίνεται να εκτιμά απεριόριστα τον Χάξλεϊ, να λαμβάνει υπ' όψιν φιλοσόφους όπως ο Χέγκελ και ο Σπινόζα και να αποθεώνει τον Ηράκλειτο – ειδικά όσον αφορά τη θέση του για την «παλίντονο αρμονία». Άλλωστε, για τον ίδιο η άρση των αντιθέσεων δεν είναι μόνο ένα διαλεκτικό αιτούμενο αλλά ο βασικός τρόπος για να επιτευχθεί η αρμονία των αντιφάσεων που θέτουν σε κίνδυνο το ενοποιητικό οικοδόμημα της αγάπης. Τούτη οφείλει πρωτίστως να ενώνει παρά να χωρίζει. Και είναι δυνατή «μόνο αν δύο άτομα επικοινωνούν μεταξύ τους από τον πυρήνα της ύπαρξής τους, συνεπώς μόνο αν ο καθένας βιώνει ο ίδιος τον εαυτό του από τον πυρήνα της ύπαρξής του. Μόνο μέσα σε αυτή την "πυρηνική εμπειρία" βρίσκεται η ανθρώπινη πραγματικότητα, αυτό μονάχα σημαίνει να είσαι ζωντανός, εδώ μόνο υπάρχει η βάση για την αγάπη. Η με αυτό τον τρόπο βιωμένη αγάπη είναι μια αδιάκοπη πρόκληση: δεν είναι ένα καταφύγιο ακινησίας αλλά ένας λόγος να κινείσαι, να αναπτύσσεσαι και να εργάζεσαι μαζί με τον άλλο. Ακόμη κι αν υπάρχει αρμονία ή σύγκρουση, χαρά ή λύπη, είναι δευτερεύον γεγονός σε σχέση με το θεμελιακό γεγονός ότι δύο άνθρωποι γνωρίζουν ο ένας τον άλλο μέσα από την ουσία της ύπαρξής τους».
Επομένως, όσο οπτιμιστική ή ακόμα και ουτοπική κι αν ακούγεται μια τέτοια θέση –πόσο ιδανικοί μπορεί να είναι δύο άνθρωποι για να κατακτήσουν μια τέτοια ιδανική συνθήκη;–, ουσιαστικά αφορμάται από το εξίσου αισιόδοξο σενάριο στο οποίο στοχεύει η αγάπη ως πράξη. Ίσως να είναι και η μόνη που ικανοποιεί την έννοια «άνθρωπος» και τον μύχιο πυρήνα του ως ύψιστη και απόλυτη τέχνη. Για παράδειγμα, αν κάτι ενώνει την «Πιετά» του Van der Weyden με τα γυμνά του Ματίς δεν είναι κάποια ουσιαστική ομοιότητα στη μεταξύ τους πρακτική και πρόθεση αλλά το ότι αμφότερα τα έργα έχουν εκπληρώσει τις βασικές αρχές της υψηλής τέχνης. Έτσι συμβαίνει και με την αγάπη: για να μπορεί κανείς να σκαρδαμύσσει, πόσο μάλλον να αισθανθεί τον άλλο, πρέπει να έχει πραγματώσει το ιδεώδες της αγάπης ως ουσία και αποστολή. Γιατί, όπως επιμένει κι ο Φρομ, η αγάπη δεν «είναι ένα περιθωριακό και εξατομικευμένο φαινόμενο» αλλά μια συνολική συνθήκη που ξεπερνά τις επιμέρους δραστηριότητες, υπερβαίνει τις αντιθέσεις και τίθεται στην καρδιά του κόσμου. «Μείζων δεν τούτων η αγάπη» φαίνεται να επαναλαμβάνει με τον δικό του τρόπο ο περίοπτος στοχαστής και ψυχαναλυτής, προσφέροντας ένα βιβλίο που βιώνεται παρά διαβάζεται και επανέρχεται διαρκώς ως ένα και μοναδικό απαράμιλλο αίτημα στο πέρας των αιώνων, αυτό της τέχνης της αγάπης και της ολβιόδωρης επίτευξής της.
σχόλια