Η Άννα Παπασταύρου μεταφράζει ιταλική, αγγλική και γαλλική λογοτεχνία και συνεργάζεται με πολλούς εκδοτικούς οίκους. Μεταξύ άλλων, έχει μεταφράσει έργα των J. Eugenides, A. Piperno, A. Baricco, T. Pratchett, E. Hemingway, M. Twain, U. Eco, C. Pavese, A. Moravia.
Για τη μεταφραστική της δουλειά έχει βραβευθεί επανειλημμένα. Το 2000, η μετάφρασή της του Χακ Φιν εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Διεθνή Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ). Το 2003 βραβεύθηκε για το σύνολο της μεταφραστικής της δουλειάς στο παιδικό βιβλίο από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Το 2005 τιμήθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας για τη μετάφραση του Ιστορίες από την Προϊστορία (Storie della Preistoria) του A. Moravia, το 2007 με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης ΕΚΕΜΕΛ-Istituto Italiano di Cultura για τον Κήπο των Ρενάλ (Il naturale disordine delle cose) του A. Canobbio και, τέλος, το 2009 με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την Ιστορία σαν παραμύθι (Questa storia) του A. Baricco.
Υπάρχει περίπτωση να μη σας αρέσει ένα βιβλίο που μεταφράζετε ή τα αγαπάτε όλα εξαιτίας της στενής σχέσης που αποκτάτε μαζί τους;
Δεν ξέρω αν είναι κοινότοπο να πω ότι τις μεταφράσεις μου τις αισθάνομαι λιγάκι σαν «παιδάκια» μου και περιμένω στον εκδοτικό οίκο να εκδοθούν τα βιβλία, κυριολεκτικά όπως θα περίμενα στο μαιευτήριο! Είχα την τύχη μέχρι σήμερα (πάνω από είκοσι χρόνια, δηλαδή, ασταμάτητης δουλειάς) να μεταφράσω καλά βιβλία, και μεταξύ αυτών πολλά σημαντικά βιβλία. Σίγουρα όμως δεν είναι δυνατόν ν' αγαπώ όλα τα βιβλία το ίδιο. Όπως οι φίλοι, με τους οποίους αποκτούμε στενή σχέση, δεν είναι ισότιμοι στην «πλάστιγγα» της αγάπης μας, έτσι δεν είναι και τα βιβλία. Κάποια, μοιραία, μας σημαδεύουν.
Μπορεί ένας μεταφραστής να διαλέξει ένα έργο ή τον διαλέγουν τα έργα;
Θεωρώ ότι η σκληρή μεταφραστική δουλειά μου έχει ανταμειφθεί με το να μπορώ (ακόμα, παρά την κρίση) να διαλέγω τι θα μεταφράσω. Τυχαίνει επίσης να προτείνω κάποιο βιβλίο που πιστεύω ότι έχει πραγματικά ενδιαφέρον, όπως μου έχει τύχει και να αρνηθώ κάποιο βιβλίο, γιατί δεν έβρισκα τίποτα σ' αυτό. Ωστόσο, σε μια εποχή που μαστίζεται από την κρίση, τα κριτήρια επιλογής των βιβλίων προς έκδοση έχουν αλλάξει και έχουν στόχο την εμπορικότητα και όχι τόσο την ποιότητα. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές ένιωσα ότι «με διάλεξε» ένα βιβλίο. Όταν μετέφρασα Ευγενίδη (Middlesex, Σενάριο Γάμου), Μπαρίκκο (Χωρίς αίμα, Ιστορία σαν παραμύθι, Ιλιάδα), Πιπέρνο (Με τις χειρότερες προθέσεις, Διωγμός, Αχώριστοι), Σιμονέτα Ανιέλλο Χόρνμπι (Η θεία μαρκησία), Γκολιάρντα Σαπιέντσα (Η τέχνη της χαράς), Μαρκ Χάντον (Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα;, Στην κόψη του ψαλιδιού), Μαρκ Τουέιν, Τέρι Πράτσετ, είχα αυτή την αίσθηση. Αισιοδοξώ ότι θα την έχω και στο μέλλον.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα μεταφραστή καλό και τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να ξεχωρίζει ανάμεσα στους καλούς; Ποιο είναι το ιδιαίτερο αυτό ταλέντο που πρέπει να έχει;
Ένας καλός μεταφραστής βάζει αυστηρά όρια στο «εγώ» του. Μεταφράζει, δεν παραφράζει, δεν γράφει τη δική του ιστορία, δεν αυτοπροβάλλεται μέσα στη μετάφραση. Το πρώτο και σημαντικότερο γι' αυτόν είναι ο συγγραφέας και το ύφος του. Αυτόν πρέπει να σεβαστεί, αυτό το ύφος οφείλει να αποδώσει ο μεταφραστής. Ιδανικά, το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο, όπως θα το είχε γράψει ο συγγραφέας, αν ήξερε τη γλώσσα του μεταφραστή.
Ο μεταφραστής ξέρει να γράφει. Δεν μπορεί να μην ξέρει να γράφει, ανεξάρτητα από μετάφραση. Πρέπει όχι μόνο να ξέρει καλά τη γλώσσα από την οποία μεταφράζει, αλλά να ξέρει και να χειρίζεται άριστα τη δική του γλώσσα. Το ιδιαίτερο ταλέντο που πρέπει να έχει; Θα έλεγα, να πλησιάζει με υπομονή και αγάπη το κείμενο, να προσπαθεί να ανακαλύπτει μέσα από τις αράδες του την «ανάσα» του συγγραφέα. Να ταυτίζεται με αυτόν, έτσι ώστε να τον αφήνει να μιλάει μέσα από το μεταφρασμένο κείμενο αβίαστα, ελεύθερα, άμεσα.
Υπάρχουν μεταφραστές που θαυμάζετε;
Η δουλειά του μεταφραστή είναι μοναχική και ειδικά τα τελευταία χρόνια της κρίσης πολύ σκληρή. Αν κάποιος δε, όπως εγώ, προσπαθεί να επιβιώσει μόνο από αυτή, έχει ελάχιστο (έως ανύπαρκτο) χρόνο για διάβασμα και ενημέρωση. Αυτό το λέω γιατί υπάρχουν πολλοί αξιολογότατοι συνάδελφοι, των οποίων το έργο δεν γνωρίζω και αισθάνομαι αμήχανα γι' αυτό. Θα μπορούσα εύκολα να αναφέρω τον Αχιλλέα Κυριακίδη, τη Μαρία Παπαδήμα, τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, ξέροντας ότι αδικώ πολλούς άλλους εξαίρετους συναδέλφους.
Πώς καταφέρνει ένας μεταφραστής να κρατιέται μακριά από τους πειρασμούς της προσωπικής ερμηνείας;
Πιστεύω ότι αν σέβεται τον συγγραφέα, δεν κινδυνεύει. Όπως είπα και προηγουμένως, στην εποχή μας υπάρχει σοβαρό θέμα με το «εγώ» μας. Θυμάμαι μεταφραστή που καμάρωνε γιατί του έλεγαν «Μόλις διάβασα το βιβλίο, κατάλαβα ότι το μετέφρασες εσύ». Ο μόνος λόγος που θα χαιρόμουν με ένα τέτοιο σχόλιο θα ήταν αν υπονοούσε ότι εγώ «δεν φαινόμουν πουθενά μέσα στο βιβλίο». Ο συγγραφέας ανήκει σε μια εποχή, σε ένα περιβάλλον, πολιτισμικό, κοινωνικό, ιστορικό. Αυτά όλα απαιτούν σεβασμό, απαιτούν μια «ταπεινή» και υπεύθυνη προσέγγιση. Μιλάω βέβαια πάντα για λογοτεχνία και όχι για τα «υποκατάστατά» της που βρίθουν στην αγορά σήμερα – γιατί εκεί υπάρχει χώρος να κάνει κανείς ό,τι θέλει.
Τι θα συμβουλεύατε κάποιον νέο που θέλει να γίνει μεταφραστής λογοτεχνίας;
Είχα την τύχη να συνεργαστώ αρκετά χρόνια με το ΕΚΕΜΕΛ, στο ιταλικό τμήμα λογοτεχνικής μετάφρασης, και από πέρσι με το Ιταλικό Ινστιτούτο Αθηνών, στο ίδιο αντικείμενο. Έτσι είχα επαφή με παιδιά (μικρότερα και μεγαλύτερα!) που ενδιαφέρονταν για τη λογοτεχνική μετάφραση. Κάποια από αυτά με χαρά τα είδα και τα βλέπω να κερδίζουν μια θέση στον εκδοτικό χώρο. Ωστόσο, δύο πράγματα θα είχα να τους συμβουλέψω: πρώτα απ' όλα να διαβάζουν, να διαβάζουν πολύ, και κατά δεύτερο να έχουν και μια ...δεύτερη δουλειά (αν δεν έχουν άλλο εισόδημα), γιατί τα πράγματα έχουν ...αγριέψει! Το βέβαιο είναι ότι το επάγγελμα του μεταφραστή δεν είναι προσοδοφόρο, και ειδικά στην Ελλάδα τείνει να γίνει ...χόμπι. Η πρόσοδος είναι καθαρά και μόνο η ηθική ικανοποίηση από το αποτέλεσμα.
Ποια σχέση δημιουργείται ανάμεσα στον μεταφραστή και τον συγγραφέα που μεταφράζει;
Η ευχή είναι να αρέσει τόσο πολύ στον μεταφραστή το βιβλίο, που μεταφράζοντάς το να «ερωτευτεί» τον συγγραφέα. Το έχω πάθει, πολλές φορές, και αισθάνομαι τυχερή γι' αυτό. Κι αυτός ο έρωτας έχει μόνο χαρές, κι ας περνάει πολλές φορές από μεγάλο παίδεμα.
Μεταφράζοντας ένα συγγραφέα για πρώτη φορά, ο μεταφραστής χρειάζεται χρόνο ωσότου τον γνωρίσει. Γι' αυτό πιστεύω ότι, αν και εφόσον οι δυο τους ταιριάξουν πραγματικά και ουσιαστικά, αξίζει αυτή η σχέση να συνεχιστεί. Και δεν έχει σημασία αν ο συγγραφέας είναι στη ζωή ή όχι. Όχι τυχαία κάποιοι σημαντικοί συγγραφείς έχουν εκπροσωπηθεί από έναν και μόνο μεταφραστή. Αυτό βέβαια τιμά και τον εκδότη, ο οποίος αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτής της συνέχειας.
Πολλές φορές σχέση δημιουργείται και ανάμεσα στον μεταφραστή και σε κάποιον ήρωα του βιβλίου. Δε θα ξεχάσω πόσο είχα μαγευτεί από την υπέροχη, πολύπλευρη Καλλιόπη στο Middlesex, τον μικρό Κρίστοφερ στο Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα;, την ατίθαση Μοντέστα στην Τέχνη της χαράς. Είναι σχέσεις ζωής αυτές.
Συγγραφείς που θα θέλατε να μεταφράσετε;
Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς με τους οποίους θα μου άρεσε να «αναμετρηθώ»: Σβέβο, Καλβίνο, Γκάντα, Ροθ, Φόκνερ... Και ποιητές επίσης. Κητς, Μπερνς...
Τι γίνεται με μια κακή μετάφραση;
Πολλές φορές μια κακή μετάφραση παίρνει στο λαιμό της τον συγγραφέα. Υπάρχουν συγγραφείς που δεν είχαν την τύχη να αναγνωριστούν σε μια χώρα, λόγω του ότι «κακόπεσαν» από μετάφραση. Όσο λυπηρό είναι το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής μένει στην αφάνεια, άλλο τόσο και χειρότερο είναι να ευθύνεται για τον «καταποντισμό» του συγγραφέα. Παρήγορο, πάντως, είναι ότι όλο και συχνότερα πια ο υποψιασμένος αναγνώστης ρίχνει πάντα μια ματιά στον μεταφραστή, πριν αποφασίσει να πάρει ένα μεταφρασμένο βιβλίο, για να ξέρει πάνω κάτω «τι τον περιμένει».
Και με τους επιμελητές;
Αν οι μεταφραστές ήταν (και εν μέρει είναι ακόμα) παρεξηγημένοι και παραγκωνισμένοι, ακόμα πιο αφανείς είναι οι επιμελητές-διορθωτές. Πιστεύω ότι ο επιμελητής (στην ουσία ο «πρώτος» αναγνώστης της μετάφρασής μας) είναι πολύ σημαντικός –ή επικίνδυνος– στην υπόθεση του βιβλίου. Σημαντικός, αν λειτουργεί σαν συνεργάτης με τον μεταφραστή κι όχι σαν ανταγωνιστής, γιατί, είτε ο επιμελητής πάσχει από το «σύνδρομο του κόκκινου μολυβιού» είτε ο μεταφραστής από το «σύνδρομο του αλάθητου» είτε συμβαίνουν και τα δύο, ο πραγματικός χαμένος είναι το μεταφρασμένο βιβλίο και ο αναγνώστης.
Πόσο εύκολο είναι να ευχαριστηθείτε το διάβασμα ενός βιβλίου ως αναγνώστης χωρίς να επηρεάζεστε από το μικρόβιο του μεταφραστή;
Ειδικά μετά από χρόνια δουλειάς, πολύ δύσκολο. Και δεν είναι θέμα "μικροβίου", όσο άσκησης του ματιού, του αισθητηρίου γενικότερα, στον εντοπισμό του λάθους. Είναι αναπόφευκτη η νοερή αναμέτρηση του μεταφραστή-αναγνώστη με το πρωτότυπο κείμενο. Κάποτε είχα δώσει σε μαθητές ένα μεταφρασμένο απόσπασμα, χωρίς να τους δώσω το κείμενο από το οποίο είχε προέλθει. Οι πιο εξασκημένοι και ικανοί εντόπισαν τα λάθη, που ήταν περισσότερο άστοχη επιλογή λέξεων ή ατυχής προσκόλληση του μεταφραστή στο αρχικό κείμενο.
Τι μεταφράζετε αυτόν τον καιρό;
Αυτό τον καιρό μεταφράζω το BARRACUDA. Πρόκειται για το τελευταίο μυθιστόρημα του Christos Tsiolkas, που έρχεται στην Ελλάδα μετά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το ΧΑΣΤΟΥΚΙ. Πάντα από τις Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ. Είναι ένα δυνατό βιβλίο, που μιλάει για όνειρα, ελπίδες και απογοήτευση, για τη φιλία, για την οικογένεια και για τα όρια στα οποία μπορεί να φτάσει κανείς και για όσα μπορεί να του συμβούν όταν τα ξεπεράσει. Πιστεύω ότι θα καθηλώσει τον αναγνώστη, όπως καθήλωσε κι εμένα όσο το μετέφραζα!
Η Άννα Παπασταύρου γεννήθηκε το 1956 στην Αθήνα και είναι απόφοιτος της Ιταλικής Σχολής Αθηνών και με σπουδές στη Νομική. Περιστασιακά ασχολείται με την επιμέλεια κειμένων, με τη διασκευή (πεζή και ποιητική) κλασικών έργων για παιδιά και με τη συγγραφή. Το 2001 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Τέλος κακό, όλα καλά (η μετάλλαξη), από τις εκδόσεις Πατάκη.
Από το 2003 μέχρι το 2011 δίδαξε λογοτεχνική μετάφραση από τα ιταλικά στα ελληνικά (πεζογραφία, θέατρο, παιδική λογοτεχνία), στο ΕΚΕΜΕΛ.
Από τον Ιανουάριο του 2013 διδάσκει λογοτεχνική μετάφραση στο Istituto Italiano di Cultura στην Αθήνα.
Από το 2003 συμμετείχε στο Θεατρικό Εργαστήρι Μετάφρασης της Ορλεάνης για την προώθηση του σύγχρονου ιταλικού θεάτρου στην Ελλάδα.
Συνεργάστηκε με το Ελληνικό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, στο Φόρουμ Σύγχρονης Δραματουργίας το 2008 και το 2009, με το Φεστιβάλ Αθηνών για τον υπερτιτλισμό της ΜΗΔΕΙΑΣ του Πέτερ Στάιν, το 2005 στην Επίδαυρο, καθώς και με το Εθνικό Δραματικό Κέντρο Νορμανδίας για τον υπερτιτλισμό της θεατρικής προσαρμογής από τον Eric Lacascade του έργου ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ του Μαξίμ Γκόρκι, το 2006 στο Ηρώδειο.
Μια διαφορετική δουλειά ήταν η μετάφραση του The fabulous adventures of Alexander the Great, μιας όπερας για νέους (σε μουσική David Blake και λιμπρέτο John Birthwhistle), η οποία παρουσιάστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στην Ελλάδα (Μυτιλήνη) το 1998.
Συμμετείχε στην ελληνική επιτροπή κρίσης για τα βραβεία STREGA (Ιούνιος 2012) και (Ιούνιος 2013).
Εκτός από τη μετάφραση, ασχολείται με ζωγραφικές και άλλες καλλιτεχνικές εφαρμογές.
Όπως αυτή παρακάτω, στον τοίχο του παλιού, θρυλικού βιβλιοπωλείου της Εστίας στη Σόλωνος:
σχόλια