1. Η Κυρία Μάνια είναι ιστορίες, μεγάλες ιστορίες. Εκείνη την Παρασκευή διάβαζα Νοβάλις και Φιλοκαλία ήδη από την Πέμπτη. Ήξερα ότι θα είχε τακτοποιημένο το γραφείο της, τα βαριά γυάλινα πρες-παπιέ, τη λάμπα, τα χαρτιά, όλα ένα διευθετημένο ανακάτωμα, μια άναρχη ευταξία, μια μποέμικη κομψότητα. Ομοίως, το ντύσιμό της: μια μποέμικη κομψότητα. Τα πάντα περιποιημένα ούτως ώστε να δύνανται, όταν και εφόσον το θελήσει η Κυρία Μάνια, να εκτραπούν, να πάνε μέχρι τη γωνία να δουν αν έρχομαι, κι ύστερα να ξαναγυρίσουν, εμπλουτισμένα ως τον ουρανό, όπως όταν λέγαμε «Ως τον ουρανό», κάθε που μας ρωτούσε ο πατέρας ή η μητέρα «Πόσο μ' αγαπάς;».
2. Στο βιβλιοπωλείο ο παππούς της Εύας ερχότανε μέχρι τα τελευταία του ο άνθρωπος. Έπιανε το φλιτζάνι του κι έτρεμε το χέρι του. Μες στο βιβλιοπωλείο έπαθε τη ζημιά που έπαθε. Ήμαστε ακόμα Σταδίου. Μετά τον Σαραντόπουλο ήρθε η κυρία Μάνια, η μαμά της Εύας. Εγώ δεν την έβλεπα και πολύ. Κάτι άλλαξε στο βιβλιοπωλείο. Αλλά ήτανε πιο... πώς να το πω, ήτανε πιο έξω, δηλαδή πιο ψηλά, πιο λεπτά. Εδώ δεν θέλει διαχείριση, θέλει ιδέες, στιβαρότητα (Νίκος Παντελάκης, «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο», Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 186)
3. Ο Μάριος και ο Φίλιππος, η Εύα, η Μαρία, ο Γιατρός, όλοι με φως από μέσα, όλοι με βλέμμα που χρωστάει στον Βακαλόπουλο, στον Παρατζάνοφ, στον Τσιτσάνη, και στην Κυρία Μάνια.
4. Η Κυρία Μάνια ήτανε σεβασμιότατη γυναίκα, κυρία με τα όλα της. Ήτανε ιστορίες μεγάλες (Νίκος Παντελάκης, «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο»).
5. Η κινηματογραφική μηχανή λήψεως Leica κοιτάζει την Κυρία Μάνια. Η Κυρία Μάνια αδιαφορεί για τη Leica, μου νεύει, μειδιώντας, προς τη δεξιά (όπως βλέπει) γωνία του Θαλπερού Στρατηγείου όπου φυλάσσεται το εκλεκτό τσίπουρο. Μου νεύει εκ νέου να σερβιριστώ και να το απολαύσω. Επινοώ την τέχνη τού να μην ακούω στα νεύματα, προσποιούμενος τον απολύτως υπάκουο (στα νεύματα). Μιλάμε για τον Βακαλόπουλο. Της λέω ότι έμοιαζε με την Μαρία Μήτσορα ο Βακαλόπουλος, ήσαν και οι δύο ευφυώς οστεώδεις στο πρόσωπο, οστέινα ευφυείς στην επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιούσαν. Η Κυρία Μάνια, ύστερα από ωραία, ακαριαία, παρέμβαση της Εύας, ζητεί να έρθουμε να την επισκεφτούμε με τη Μήτσορα. Λέω ναι. Πίνω μια γουλιά απ' τον καφέ του Μάριου (μαύρος, όπως λέμε στα νουάρ και στα γουέστερν, χωρίς ζάχαρη, ωραίος).
6. Επί δικτατορίας και μετά ήρθαμε στη Σόλωνος, γιατί στη Σταδίου ήθελε να μεταβεί η Τράπεζα Πίστεως. Λέει η Κυρία Μάνια να φύγουμε. Πού να πάμε; Τρέχα γύρευε. Πού να βρεις βιβλιοπωλείο για να βάλεις την Εστία τώρα μέσα; Σταδίου αδύνατον. Βρήκε εκείνη. (Νίκος Παντελάκης, «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο»)
7. Η Κυρία Μάνια, με γοητεία και ομορφιά που διαπερνάει τις εποχές, όχι τον χρόνο με την έννοια της ροής και του κυλίσματος του χρόνου, αλλά τις εποχές, το πόσο διαφορετικά δεξιωνόμαστε εμείς οι άνθρωποι τον χρόνο ανάλογα με τις συγκρούσεις γύρω μας. Η Κυρία Μάνια ξέρει την κάθε εποχή και τη δαμάζει, η Κυρία Μάνια, την κάθε εποχή. Ξέρει να κάνει από το σχεδόν τίποτα («Θεμελίωσα την υπόθεσή μου στο Τίποτα» λέγει ο Max Stirner, θυμάστε;) κέντρο του κόσμου τη Σόλωνος, γι' αυτό και καταλαβαίνει πολύ καλά η Κυρία Μάνια, καλύτερα απ' όλους θα πω, τον Βακαλόπουλο όταν γράφει, ο Βακαλόπουλος, ότι κέντρο του κόσμου είναι η Κυψέλη. Η Κυρία Μάνια επινόησε τη Σόλωνος ως κέντρο του κόσμου (μας).
8. Έτσι κι έβγαινες παραπάνω στη Σόλωνος, δεν υπήρχε ψυχή. Και τώρα η Σόλωνος έγινε βιβλιότοπος (Νίκος Παντελάκης, «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο»).
9. Κοιτάζω την Κυρία Μάνια και ξέρω ότι μου λέει, με το πολύπλαγκτο βλέμμα της, πως είχε καταλάβει τα πάντα προτού τα καταλάβουμε εμείς, και προτού μας επιτρέψει να υποψιαστούμε ότι είχε καταλάβει τα πάντα. Θυμάμαι ένα γεύμα στο Silentio στη Μαντζάρου και είμαι σίγουρος ότι είναι σίγουρη για την περιπέτεια όσων ζει, όσων έκανε και κάνει, όσων πέτυχε και πετυχαίνει, όσων κατόρθωσε και κατορθώνει. Η Κυρία Μάνια είναι ένας ναός.
σχόλια